Αλβανοί στην Ελλάδα: Το δεύτερο ταξίδι της μετανάστευσης | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Μεγάλωσαν στην Ελλάδα, επέστρεψαν στην Αλβανία εν μέσω οικονομικής κρίσης «για ένα καλύτερο αύριο» και τώρα αναζητούν τη νέα γη της Επαγγελίας.
«Εμείς, ως μετανάστες δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα, δεν ζήσαμε την Αλβανία όπως οι γονείς μας. Οταν μετακόμισα στα Τίρανα δεν αναζητούσα τις αναμνήσεις που δεν είχα, αναζητούσα ένα καλύτερο αύριο» λέει στην «Κ» ο Ρόλαντ. Ο ίδιος ήρθε στην Ελλάδα το 1994, όταν ήταν 5 ετών. Η ιστορία του όπως λέει δεν έχει κάτι το ξεχωριστό, είναι μια τυπική ιστορία οικονομικής μετανάστευσης με αρκετές συναισθηματικές διακυμάνσεις γύρω από το ποια χώρα όριζε ως το «σπίτι» του. «Οταν ήμουν στο γυμνάσιο εκνευριζόμουν με τους γονείς μου που επέμεναν να διατηρούν επαφές με τους συγγενείς μας πίσω στο Φιέρ. Θεωρούσα πως δεν προσπαθούν αρκετά να ενταχθούν στην Ελλάδα και πως αν έκοβαν τους δεσμούς με την Αλβανία, που πάντα την αποκαλούσαν «πατρίδα», τότε θα ήταν όλα καλύτερα».
Δεν θα μετακόμιζα στην Αλβανία για να εργαστώ όπως στην Ελλάδα στο μεροκάματο. Κανείς δεν το κάνει αυτό, παρά μόνο αν είναι απελπισμένος. Ισως ούτε τότε. Οσοι έχουμε επιστρέψει το κάναμε για να ανοίξουμε κάτι δικό μας.
Το 2012 όμως, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ο Ρόλαντ μόλις είχε πάρει το πτυχίο του ως μηχανικός πληροφορικής και παρά τις προσπάθειες του δεν μπορούσε να βρει καμία δουλειά γραφείου, παρά μόνο χειρωνακτικές εργασίες σαν αυτές που έκανε τόσα χρόνια ο πατέρας του. Την ίδια περίοδο είδε πολλούς φίλους των γονιών του να μένουν άνεργοι και να επιστρέφουν στην Αλβανία, ενώ οι δικοί του φίλοι έψαχναν να μετακομίσουν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Ηταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε και ο ίδιος να φύγει από την Ελλάδα. «Οι γονείς μου τότε έκαναν μια κίνηση που για μένα ήταν τελείως απρόσμενη: συγκέντρωσαν τις οικονομίες τους και εκμεταλλευόμενοι τις τιμές που είχαν πέσει, αγόρασαν ένα διαμέρισμα στην Αθήνα». Για τον Ρόλαντ το κάθε σενάριο μετακόμισης πήρε παράταση. Ακολούθησε το παράδειγμα των γονιών του, άρχισε και ο ίδιος να εργάζεται σε δουλειές άσχετες από το αντικείμενο του και να αποταμιεύει όσα περισσότερα μπορούσε.
Μιλάω με συμφοιτητές μου που δουλεύουν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και νιώθω πως απολαμβάνουν ένα επίπεδο ζωής που δεν το είχα ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε στην Αλβανία. Αυτό θέλω να κυνηγήσω.
Το 2018 είχε συγκεντρώσει ένα μικρό, αλλά ικανό ποσό προκειμένου να ανοίξει μια τεχνολογική επιχείρηση στα Τίρανα. «Δεν θα μετακόμιζα στην Αλβανία για να εργαστώ όπως στην Ελλάδα στο μεροκάματο. Κανείς δεν το κάνει αυτό, παρά μόνο αν είναι απελπισμένος. Ισως ούτε τότε. Οσοι έχουμε επιστρέψει το κάναμε για να ανοίξουμε κάτι δικό μας». Αν και η επιχείρηση του Ρόλαντ θεωρείται επιτυχημένη, ο ίδιος δηλώνει πως θέλει να φύγει από τη χώρα, αυτή τη φορά όμως θα το κάνει όπως λέει με τους δικούς του όρους. «Το όνειρο μου ήταν να έχω μια δική μου εταιρεία και τα κατάφερα. Με την εδώ οικονομική κατάσταση όμως δεν ξέρω για πόσο θα μπορέσω να την κρατήσω. Μιλάω με συμφοιτητές μου που δουλεύουν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και νιώθω πως απολαμβάνουν ένα επίπεδο ζωής που δεν το είχα ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε στην Αλβανία. Αυτό θέλω να κυνηγήσω».
Για την περίοδο 2009-2013 η αλβανική Στατιστική Υπηρεσία INSTAT υπολόγισε τις επιστροφές στην Αλβανία στις 133.544 με το 70.8% της κυκλικής αυτής μετανάστευσης να προέρχεται από την Ελλάδα.
Για την περίοδο 2009-2013 η αλβανική Στατιστική Υπηρεσία INSTAT υπολόγισε τις επιστροφές στην Αλβανία στις 133.544 με το 70.8% της κυκλικής αυτής μετανάστευσης να προέρχεται από την Ελλάδα. Ανάμεσα τους ήταν και η οικογένεια της Μαϊλίντα που επέστρεψε για πρώτη φορά στην Αλβανία το 2010. Οι γονείς της κατάγονται από το Μπεράτ και από το 1995 που είχαν έρθει στα Γιάννενα δούλευαν κυρίως σε καθεστώς μαύρης εργασίας. «Τα τελευταία χρόνια όμως ο πατέρας μου δούλευε σ’ έναν φούρνο. Ηταν πολύ χαρούμενος γιατί η άλλη του επιλογή ήταν να φύγει από την πόλη και να δουλέψει σε χωράφια, μια δουλειά που όπως έλεγε ήταν πολύ πιο δύσκολη». Οταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση τα μεροκάματά του ζευγαριού μειώθηκαν. Τότε, ο πατέρας της Μαϊλίντα αποφάσισε να μετακομίσει η οικογένεια πίσω στην Αλβανία και να ανοίξουν έναν φούρνο στην Κορυτσά.
«Ημουν 17 χρονών, σχεδόν όλη μου τη ζωή έμενα στην Ελλάδα, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε να φύγω. Ηθελα να μείνω και να σπουδάσω εδώ, δεν είχα όμως άλλη επιλογή, με βαριά καρδιά τους ακολούθησα στην Αλβανία». Ο πατέρας της τελικά έκλεισε τον φούρνο τρία χρόνια αργότερα. Ο ίδιος μετακόμισε στους Αγίους Σαράντα, ενώ η Μαϊλίντα με τη μητέρα της επέστρεψαν στα Γιάννενα. «Η μητέρα μου όλα της τα χρόνια στην Ελλάδα δούλευε ως καθαρίστρια. Οταν επιστρέψαμε δεν δυσκολεύτηκε να φτιάξει και πάλι το πρόγραμμα της. Εγώ όμως, ως πλήρως ανειδίκευτη, δυσκολεύτηκα πολύ να βρω κάποια δουλειά. Τελικά, ξεκίνησα να δουλεύω σεζόν σε ξενοδοχεία. Παράλληλα έψαχνα να βρω και μια πιο μόνιμη δουλειά που θα ένιωθα πως κάπου με οδηγεί». Η Μαϊλίντα, μετά από προτροπές του πατέρα και του θείου της που ήθελαν να ασχοληθούν με τον τουρισμό, επέστρεψε για δεύτερη φορά στην Αλβανία το 2020. Ούτε όμως η δεύτερη επιστροφή της πήγε όπως τα υπολόγιζε, καθώς τα μεγαλεπήβολα σχέδια των συγγενών της που σχεδίαζαν να δημιουργήσουν μια ξενοδοχειακή μονάδα στους Αγίους Σαράντα δεν υλοποιήθηκαν.
Πλέον έχει επιστρέψει στην Ελλάδα και όπως λέει θέλει να πάρει τη ζωή στα χέρια της. «Ξέρω κόσμο στην ηλικία μου που έχει μεταναστεύσει στη Γερμανία, εγώ όμως δεν μιλάω γερμανικά. Εχω φίλους στην Αγγλία, μου λένε όμως πως και εκεί έχει δυσκολέψει η κατάσταση». Πράγματι, στη δήλωση που ακολούθησε της συνάντησης που είχε τον περασμένο Μάιο ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Εντι Ράμα με τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον, ανέφερε ότι 6.000 Αλβανοί απομακρύνθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο τους τελευταίους 12 μήνες. O Κάμερον σχολίασε ότι η συνεργασία της χώρας του με την Αλβανία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης, προάγοντας, όπως είπε, ένα καλύτερο μέλλον για τους νεαρούς Αλβανούς. «Οι αφίξεις μικρών πλοίων από την Αλβανία στη Μεγάλη Βρετανία μειώθηκαν κατά 90% το 2023» δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών. Την προηγούμενη χρονιά, το 2022, 16.000 Αλβανοί είχαν καταθέσει αίτηση για άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ σύμφωνα με την INSTAT την ίδια χρονιά 46.460 Αλβανοί έφυγαν από τη χώρα.
Για τον Αιμίλιο Τσίκα, διδάκτορα Διεθνών Σχέσεων και Λέκτορα στο Μεσογειακό Πανεπιστήμιο στα Τίρανα, οι επίσημοι αριθμοί δεν μπορούν να αποτυπώσουν την εικόνα που αντικρίζει στη καθημερινότητα του, ως κάτοικος της Αλβανίας, αλλά και ως εκπαιδευτικός. «Αν και υπήρχε μια σταθεροποίηση των ροών της μετανάστευσης από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και για μια δεκαετία, τα τελευταία χρονιά, η Αλβανία όπως και άλλες χώρες της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων αντιμετωπίζει τη μάστιγα της μετανάστευσης, με την διαφορά ότι πλέον οι προορισμοί έχουν αλλάξει. Πλέον, η Ελλάδα και η Ιταλία δεν είναι το δέλεαρ, αλλά οι χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι επίσημοι αριθμοί από την τελευταία απογραφή του πληθυσμού της Αλβανίας αναμένονται να δημοσιοποιηθούν και θα δείξουν την αληθινή κατάσταση, που πλέον δυστυχώς έχει απευθείας αντίκτυπο στην οικονομική παραγωγή, όπως και σε κεντρικούς τομείς όπως ο τουρισμός.
Οι επίσημοι αριθμοί από την τελευταία απογραφή του πληθυσμού αναμένονται να δημοσιοποιηθούν και θα δείξουν την αληθινή κατάσταση, που πλέον δυστυχώς έχει απευθείας αντίκτυπο στην οικονομική παραγωγή, όπως και σε κεντρικούς τομείς όπως ο τουρισμός». Οπως σχολιάζει ο κύριος Τσίκας, τα τελευταία χρόνια η Αλβανία βιώνει μια σημαντική αύξηση του τουρισμού, όμως το εργατικό δυναμικό λείπει, δίνοντας χώρο στην εισροή μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, κυρίως από χώρες της Ασίας άλλα και από Ουκρανία. «Με αυτό το τρόπο, η Αλβανία έχει διττό ρολό: και εξάγει άλλα και εισάγει εργατικό δυναμικό, κυρίως στον χώρο της εστίασης, άλλα και στον κατασκευαστικό κλάδο».
Σύμφωνα με την ομοσπονδία των Αλβανών γιατρών στην Ευρώπη τα τελευταία δέκα χρόνια περισσότεροι από 3.000 γιατροί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί 1,9 γιατρός σε κάθε 1.000 κατοίκους -πρόκειται για μια από τις χαμηλότερες αναλογίες στην Ευρώπη.
Οσον αφορά τη νεολαία της χώρας, ο κύριος Τσίκας ξεχωρίζει δύο κατηγορίες: τους νέους που μεταναστεύουν με τις οικογένειες τους, και τους νέους που μόλις τελειώνουν τις σπουδές τους απομακρύνονται από την χώρα. «Αν δεν αντιστραφεί η κατάσταση με πολιτικές υποστήριξης τότε ο ιατρικός, αλλά και ο εκπαιδευτικός κλάδος θα βιώσουν πολύ μεγάλες ελλείψεις». Σύμφωνα με την ομοσπονδία των Αλβανών γιατρών στην Ευρώπη τα τελευταία δέκα χρόνια περισσότεροι από 3.000 γιατροί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν 1,9 γιατροί σε κάθε 1.000 κατοίκους -πρόκειται για μια από τις χαμηλότερες αναλογίες στην Ευρώπη. Για τον ίδιο λόγο το 2023 θεσπίστηκε νόμος που υποχρεώνει τους πρόσφατους πτυχιούχους ιατρικής να εργάζονται στη χώρα τους έως και πέντε χρόνια ή μέχρι να εξοφλήσουν τα δίδακτρά τους.
Κάποιοι συγγενείς με ρώτησαν διστακτικά αν το σκέφτομαι να πάμε Αλβανία. Τους απάντησα πως δεν είμαι τρελός, και μου είπαν ναι, δίκιο έχεις…
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, τον Ιανουάριο 2024 οι πολίτες με αλβανική εθνικότητα που έχουν ισχύουσες άδειες διαμονής στην Ελλάδα ανέρχονται σε 279.201. Ο αντίστοιχος αριθμός του 2022 ήταν 430.826. Ο Εραντ είναι 35 χρονών, δεν έχει αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια και δουλεύει σε διαφημιστικές παραγωγές. Ηρθε στην Ελλάδα όταν ήταν ακόμα βρέφος. Είναι παντρεμένος και έχει έναν μικρό γιο. Σχολιάζει πως όλοι οι Αλβανοί φίλοι του, ειδικά οι νεότεροι από αυτόν, έχουν φύγει από την Ελλάδα για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Συζητήσαμε με τη γυναίκα μου και αποφασίσαμε πως και εμείς, αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε ένα καλό επίπεδο ζωής για την οικογένεια μας πρέπει να φύγουμε από την Ελλάδα. Ξεκινήσαμε να μαθαίνουμε Ολλανδικά, ώστε να μπορέσουμε να μετακομίσουμε πριν ξεκινήσει ο γιος μας το σχολείο. Κάποιοι συγγενείς με ρώτησαν διστακτικά αν το σκέφτομαι να πάμε Αλβανία. Τους απάντησα πως δεν είμαι τρελός, και μου είπαν ναι, δίκιο έχεις…»