Αναταράξεις στα ευρωπαϊκά ομόλογα προκάλεσε η πολιτική αβεβαιότητα των ευρωεκλογών
Ανεβαίνει το κόστος δανεισμού της Γαλλίας που οδεύει προς κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου
Η έντονη αλλαγή πολιτικών συσχετισμών μετά τις Ευρωεκλογές έχει προκαλέσει αναταραχές στις αγορές χρέους των χωρών τις ΕΕ, με τις αγορές να προσπαθούν τώρα να εκτιμήσουν τις νέες εξελίξεις. Μεγάλη πρωταγωνίστρια στις συναλλαγές με ομόλογα από τις αρχές της εβδομάδας είναι η Γαλλία η οποία οδεύει ολοταχώς προς δύο γύρους εκλογών στις 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου.
Η μεγάλη διαφορά που έχει δημιουργήσει το κόμμα Εθνικός Συναγερμός (Rassemblement National -RN) της Μαρίν Λεπέν, το οποίο έλαβε το 32% των ψήφων, από το δεύτερο πλέον κόμμα του προέδρου Μακρόν το οποίο έλαβε μόλις 15%, έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα για τις εξελίξεις. Αυτό έχει μεταφραστεί, τουλάχιστον προς το παρόν, σε πτώση των τιμών των κρατικών ομολόγων 10ετούς διάρκειας της Γαλλίας και σε αύξηση των αποδόσεών τους.
Γαλλία, Ελλάδα και Ιταλία
Οι αποδόσεις αυτές ενισχύθηκαν χθες Τρίτη κατά 7 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκαν στο 3,31%, πριν να υποχωρήσουν στη συνέχεια στο 3,24%. Τη Δευτέρα είχαν αυξηθεί κατά επιπλέον 8 μονάδες βάσης. Πλέον, το περιθώριο διαφοράς (spread) με τα κρατικά ομόλογα αναφοράς αντίστοιχης διάρκειας της Γερμανίας (Bund) διευρύνθηκε έως τις 64 μονάδες βάσης που είναι το μεγαλύτερο από τον Οκτώβριο του 2023.
Η Γαλλία μαζί με την Ιταλία και την Ελλάδα έχουν δει τη μεγαλύτερη αύξηση αποδόσεων των κρατικών ομολόγων τους μέσα σε διάστημα μηνός, με τη σχετική αύξηση να φτάνει τις 25 μονάδες βάσης περίπου.
Αβεβαιότητα βλέπει η ING
Μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών η αντίδραση της αγοράς είναι αβεβαιότητα η οποία από μόνη της είναι αρκετή ώστε να οδηγήσει σε διεύρυνση των spreads, σχολίαζαν στο Reuters αναλυτές του ολλανδικού χρηματοπιστωτικού οργανισμού ING. Η μεγαλύτερη τέτοια αβεβαιότητα εστιάζεται στις εκλογές στη Γαλλία που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Θετικό παραμένει το γεγονός πως η ζήτηση για κρατικά ομόλογα της Γερμανίας παραμένει ενισχυμένη, κάτι που -όπως λένε οι ίδιες πηγές της ING- απομακρύνει το ενδεχόμενο μεγαλύτερων πωλήσεων σε ευρωπαϊκό χρέος.
Η JPMorgan
Η JPMorgan Asset Management από την πλευρά της αναγνωρίζει τις προκλήσεις που δημιουργούνται μετά τις Ευρωεκλογές για τις αγορές ομολόγων, αλλά εμφανίζεται κι αυτή πιο θετική απέναντι στην Ευρώπη –ιδιαίτερα την ώρα που οι ΗΠΑ οδεύουν προς προεδρικές εκλογές το Νοέμβριο.
Για τους επενδυτές οι οποίοι θυμούνται ακόμη την κρίση χρέους του 2010 τα αποτελέσματα των εκλογών για το Ευρωκοινοβούλιο αποτελούν μια πηγή ανησυχίας. Όμως οι νέες εξελίξεις είναι προτιμότερο να εξετάζονται συνολικά, επισημαίνει η Karen Ward, η επικεφαλής χάραξης στρατηγικής αγορών (chief market strategist) για Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική της JPMorgan Asset Management. Ενώ τα δεξιά κόμματα που είδαν τη δύναμή τους να αυξάνεται σημαντικά, κανένα από αυτά δεν τάσσεται υπέρ διάλυσης του ευρώ, επισημαίνει σε άρθρο της στους Financial Times.
Ως κοινός παρονομαστής μεταξύ των δεξιών κομμάτων θεωρείται περισσότερο η δυσαρέσκεια για τις μεταναστευτικές και κλιματικές πολιτικές που ακολουθούνται μέχρι σήμερα που θεωρείται ότι βλάπτουν τις εγχώριες βιομηχανίες. Επίσης, το εκλογικό σώμα στη Γαλλία πιθανότατα γοητεύεται επίσης από την αντίθεση της Μαρίν Λεπέν στη σταθερή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, εκτιμά η ίδια.
Οι επενδυτές
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι πως οι επενδυτές ομολόγων αμφισβητούν ευλόγως τη δημοσιονομική κατεύθυνση της Γαλλίας και πιέζουν υψηλότερα τις αποδόσεις των γαλλικών κρατικών ομολόγων. Αλλά η πιθανότητα να ωθήσει η αγορά υψηλότερα τις αποδόσεις σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είναι πιο μικρή, θεωρεί η Karen Ward.
«Γενικά, είμαι πιο θετική για τις προοπτικές των ευρωπαϊκών ομολόγων παρά των αμερικανικών καθώς πάμε προς τις εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο. Ενώ υπάρχουν ακόμη πολλά να μάθουμε για τις μελλοντικές πολιτικές, οι εκστρατείες του Τζο Μπάιντεν και του Ντόναλντ Τραμπ επικεντρώνονται και οι δύο σε πολιτικές που βάζουν πρώτα από όλους της Αμερική» (America-first), σημειώνει. Τέτοιες πολιτικές συμπεριλαμβάνουν τον περιορισμό της μετανάστευσης και της αύξησης των δασμών, με στόχο την τόνωση των θέσεων εργασίας για τους Αμερικανούς.
Πηγή: ot.gr