Απο-δραματοποιημένη πολιτική: ψήφος και όχι πληκτρολόγιο
Συζητήσεις που θα ντρεπόμουν να πιάσω με φίλες μου σε χαλαρό καφεδάκι Κυριακή μεσημέρι έρχονται και ξανάρχονται ως «ερωτήσεις» του κοινού προς τους πιθανούς εκπροσώπους του μέσα από «αδιαμεσολάβητα» μέσα.
Συζητήσεις που θα ντρεπόμουν να πιάσω με φίλες μου σε χαλαρό καφεδάκι Κυριακή μεσημέρι έρχονται και ξανάρχονται ως «ερωτήσεις» του κοινού προς τους πιθανούς εκπροσώπους του μέσα από «αδιαμεσολάβητα» μέσα. Τι χρώμα μπλουζάκι φοράς; Πώς χαλαρώνεις μετά από μία κοπιαστική μέρα; Σχεδόν σε βάζει στον πειρασμό να σκεφτείς κάτι πραγματικά αντιδημοφιλές: πως τελικά χρειάζονται δημοσιογράφοι και ρεπόρτερς που θα μπορούσαν να ρωτήσουν και κανένα πιο δυσκολάκι του στυλ «τι γνώμη έχετε για τις προτεινόμενες ρυθμίσεις στις τεχνολογικές εταιρείες;». Πράγματα βαρετά και αντιδημοφιλή, ενώ το Στρασβούργο κι οι Βρυξέλλες ήδη φαντάζουν κάπως γκρι σε πολλούς Έλληνες, όπως, την ίδια πάντα ώρα, τους φαντάζει πολύ πολύχρωμη η Eurovision ή πολύ νερόβραστη η δημοκρατία, που, όμως, είναι και τοξική. Μπερδεμένο, ξέρω.
Ψάχνω να βρω πολιτική πίσω από συνθήματα και την κουρτίνα του τικτοκ, όμως τα βιντεάκια σταματάνε όταν ο υποψήφιος (κατά κανόνα άντρας-γιατί;) αρχίζει να «μπαίνει πραγματικά στο θέμα». Πάνω που πάει να «μπει στο θέμα», να «τα πει» επιτέλους (να πει τι;) το πράγμα κόβεται. Επόμενο βίντεο. Κι άλλα χαμόγελα κι άλλες εκκλησίες, κεριά, αγκαλιές με ανθρώπους που είναι καλοί και ευγενικοί και κάθονται ν’ ακούνε τους μεσσίες που θα την φτιάξουν τη ζωή τους.
Και μετά έχεις τους υποψηφίους που τους «αναγνωρίζει ο κόσμος», λες και πρέπει να τους ονοματίσει και να τους δείξει σε κάποια αλλόκοτη διαδικασία ανάκρισης. Ανάμεσα στους απολύτως αναγνωρίσιμους είναι και άνθρωποι για τους οποίους ο κόσμος έχει τη γενική εντύπωση πως είναι καλά παιδιά και «το ‘χουν προσπαθήσει». Κι ορίστε χ, ψ λόγοι που δεν έχουν καμία σχέση ούτε με το νομοθετικό έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απότοκο του οποίου είναι εν πολλοίς το εθνικό νομοθετικό έργο, ούτε με την εξωτερική πολιτική σε περίοδο πολέμου/ενεργειακής κρίσης, ούτε με άλλα που μπορούμε μ’ έναν γενικό τίτλο να τα πούμε «ψιλά γράμματα» και να συνεχίσουμε να λέμε ο καθένας το μακρύ και το κοντό του για το πόσο καλό παιδί είναι ο Χ ή η Ψ και άρα, αφού είναι καλό παιδί, να πάει στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στη Γερμανία, όπου είναι τέλος πάντων αυτά τα όργανα και να παίρνει έναν καλό μισθό. Οκέι.
Πλάι σ’ αυτά υπάρχουν και οι μάντεις κακών. «Τελείωσε η Ευρώπη. Τέλος». Ευτυχώς, κυρίως τη φωνή αυτή εκφράζουν κάποιοι κλασικοί γραφικοί τύποι που άμα τους ψάξεις λίγο από κάτω βρίσκεις την φοβισμένη θεία από το χωριό στην πρώτη της υπερατλαντική πτήση. Εν ολίγοις, επαρχιώτες, όχι στην καταγωγή, αλλά στο κεφάλι. Φοβισμένοι τύποι που κάπως ναρκισσιστικά βλέπουν στο δικό τους τέλος το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού και τραβάνε προς τα κάτω όλη τη συζήτηση κάνοντας καθρεφτάκι σε πολίτες που είναι κι αυτοί φοβισμένοι και επαρχιώτες στο μυαλό και έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε θα τους βοηθήσει να νιώσουν λιγότερο χάλια σ’ έναν κόσμο που αλλάζει και που δεν τον καταλαβαίνουν.
Ωστόσο, τέλος πάντων επιλογές υπάρχουν σ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Οι πολίτες/καταναλωτές κόντεντ πού είναι μέσα σ’ όλο αυτό; Εδώ το πράγμα τσούζει, γιατί θα πρέπει να μιλήσουμε και για τις δικές μας ευθύνες, να πάμε, δηλαδή, ένα βήμα παρακάτω από το «κλαίω τη μοίρα μου/πενθώ». Ξέρω, είναι απαράδεκτο και τσουχτερό, αλλά μια στο τόσο πρέπει να γίνεται. Κατ’ αρχάς, με την επιστολική ψήφο τελειώσανε τα πολλά πολλά για την αποχή. Πλέον η αποχή δεν έχει να κάνει με τη γεωγραφική απόσταση, αλλά με την τεμπελιά ή με την (σεβαστή προφανώς) επιθυμία αποστολής πολιτικού μηνύματος. Η διαδικασία εγγραφής στην πλατφόρμα ήταν ευκολότερη από την αγορά εισιτηρίου με τη Ryanair και με το ζόρι δουλειά πέντε λεπτών. Μετά, είναι το καθήκον ενημέρωσης. Αυτό κι αν είναι κάπως απαιτητικό, μα τι να κάνουμε; Είναι απαιτητικό πολίτευμα η δημοκρατία. Μια πράξη συμμετοχής/εμπλοκής/εγρήγορσης και κινητοποίησης καθημερινή, μία διαδικασία.
Η Ελλάδα περνάει μία φάση αποδραματοποίησης της πολιτικής ζωής της. Λιγότερο μελόδραμα. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να γίνουμε παθητικοί καταναλωτές κόντεντ, παραζαλισμένα υποκείμενα, άνιωθοι. Μπορεί να σημάνει, όμως, και κάτι άλλο, μια ενεργητική στάση στα πράγματα. Ότι μέσα στην απο-δραματοποίηση και χωρίς τα τραυματικά κλάματα/γέλια/αλληλοφαγώματα περασμένων εποχών, μπορούμε όντως να ψαχτούμε πολιτικά και πολιτισμένα, ν’ αλλάξουμε απόψεις, να βαθύνουμε αυτές που είχαμε, να ξεπεράσουμε μια αποχαύνωση που αν δεν ξεπεραστεί θα μείνει στην ιστορία.