Αποχή δικηγόρων: Μια συμβολική σύγκρουση που ξεπερνά τον νέο δικαστικό χάρτη
Με κλιμάκωση ξεκινά το δικαστικό έτος ενόψει της εφαρμογής του νέου δικαστικού χάρτη, αλλά και σε μια πιο γενικευμένη κόντρα μεταξύ του δικηγορικού σώματος και της κυβέρνησης.
Σε λίγες επαγγελματικές ομάδες παρατηρείται το φαινόμενο που συμβαίνει καθόλου σπάνια στους δικηγόρους, να συνεχίζονται δηλαδή οι αρνητικές αντιδράσεις απέναντι σε συγκεκριμένα μέτρα και μετά την ψήφιση του νόμου που τα θεσπίζει. Η δικηγορική κοινότητα, όμως, (θέλει να δείχνει ότι) είναι ιδιαίτερα ενεργή, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια υπό την ηγεσία του Δημήτρη Βερβεσού.
Κάπως έτσι, αποφασίστηκε από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, και με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών φυσικά να πρωτοστατεί, η αποχή των δικηγόρων τη Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, στην έναρξη δηλαδή του δικαστικού έτους.
Το τι επιδιώκεται, όμως, με αυτή την προφανώς συμβολική κίνηση ή όπως ρητά κατονομάστηκε ένδειξη διαμαρτυρίας, είναι αρκετά θολό.
Η δικαστική ταλαιπωρία και η επιτάχυνση της δικαιοσύνης
Όταν πριν λίγους μήνες ψηφίστηκε ο νέος δικαστικός χάρτης, ο οποίος αναδιαμόρφωνε τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η αντίδραση των δικηγόρων ήταν εκκωφαντική, αν και αναμενόμενη. Τα Ειρηνοδικεία καταργήθηκαν, δημιουργήθηκαν περισσότερα Πρωτοδικεία και ειδικά στην Αθήνα οι επικείμενες αλλαγές ήταν πολλές.
Και οι δικηγόροι δεν τα πάνε καλά με τις αλλαγές. Ακόμα και όταν ο στόχος είναι να παταχθούν χρόνια προβλήματα της δικαιοσύνης, όπως η εξοργιστική βραδυπορία της. Η επιχειρηματολογία, όμως, περί ευκολίας των κτιριακών εγκαταστάσεων στην Ευελπίδων, εκεί όπου ήταν μέχρι πρότινος συγκεντρωμένα όλα τα Πρωτοδικεία της Αθήνας, δημιουργώντας μια στενή κοινότητα, ταιριάζει μόνο σε προσωπικές νοσταλγικές συζητήσεις.
Οπότε ο δημόσιος λόγος υιοθέτησε πιο επίσημες και βαρύγδουπες εκφράσεις, όπως «επιτελικό χάος» και «δικαστική ταλαιπωρία». Αδιαμφισβήτητα, ο νέος δικαστικός χάρτης δημιουργεί ένα απαιτητικό σκηνικό με πολλές προκλήσεις, αφού μια υπόθεση που είχε προσδιοριστεί, για παράδειγμα, να δικαστεί στο Ειρηνοδικείο Αθηνών στη Λουκάρεως θα μετακινηθεί αλλού και θα εκδικαστεί με νέα διαδικασία. Οπωσδήποτε, η αβεβαιότητα αναφορικά με την ενημέρωση των διαδίκων και τον τόπο εκδίκασης των υποθέσεων δεν είναι ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να συνοδεύει την απονομή της δικαιοσύνης.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Σε τι θα ωφελήσει η αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους για μία ημέρα; Αν και ο συμβολισμός είναι πασίδηλος, ένα σημαντικό μέρος της δικηγορικής κοινότητας και ειδικότερα οι νέοι δικηγόροι στέκονται με εντελώς κριτική διάθεση απέναντι σε τέτοιες κινήσεις που έχουν προκλητική πολιτική χροιά.
Δεν είναι λίγα, άλλωστε, τα μέλη του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, τα οποία, εκφράζοντας φυσικά τις απόψεις μεγάλης μερίδας συναδέλφων τους, προβάλλουν την άποψη ότι η αποχή δεν τηρεί την -ιερή για κάθε νομικό- αρχή της αναλογικότητας, ότι δηλαδή ούτε αναγκαία ούτε κατάλληλη για τον τιθέμενο σκοπό είναι.
Και πώς θα μπορούσε να είναι, εξάλλου, το να πρέπει να επαναπροσδιοριστούν εκ νέου όλες οι υποθέσεις της 16ης Σεπτεμβρίου, καθυστερώντας για μήνες ή ακόμη και χρόνια; Πώς μπορεί να έχει το οποιοδήποτε νόημα μια κίνηση που από την ίδια της την ουσία δεν μπορεί να προσπορίσει κανένα όφελος, παρά μόνο να επιτείνει το πρόβλημα, το οποίο προσπαθεί να λύσει το μέτρο που πολεμά;
Ο κυριότερος λόγος πίσω από την κόντρα με την κυβέρνηση
Βέβαια, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να περιμένει κανείς ότι μεταρρυθμίσεις που θίγουν την παγιωμένη καθημερινότητα, εξαιρετικά δύσκολη ομολογουμένως, των μαχόμενων δικηγόρων, θα τύγχαναν ήρεμης και ευνοϊκής υποδοχής. Ακόμα και όταν γίνονται για έναν απώτερο σκοπό, ακόμα και από τους δικηγόρους που τις θεωρούν ορθές.
Όμως, αυτή η ψυχροπολεμική αντιμετώπιση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί κανείς σε τυχόν πολιτικές βλέψεις ή τοποθετήσεις των επικεφαλής των δικηγορικών συλλόγων. Γιατί η αντιπαράθεση των δικηγόρων με την κυβέρνηση ερείδεται, ως συνήθως, σε κάτι πολύ πιο πεζό από την οργάνωση της δικαιοσύνης και τα μέτρα για τη βελτίωσή της: τα χρήματα.
Με τη θέσπιση της τεκμαρτής φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, η κυβέρνηση έχασε (δια παντός;) τους δικηγόρους. Θεωρώντας ότι ο δικηγόρος βγάζει ως εισόδημα τουλάχιστον τον βασικό μισθό και συνεπώς πρέπει να φορολογηθεί για αυτό, τον έθεσε εναντίον της.
Όταν στις φορολογικές δηλώσεις του καλοκαιριού οι δικηγόροι είδαν τετραψήφιο ποσό στον καταλογισμό φόρου, η οργή ήταν μια λογική ανθρώπινη αντίδραση. Κι ας έπρεπε εκείνοι πρωτίστως να ξέρουν ότι και οι μισθωτοί πληρώνουν υπέρογκα ποσά φόρου εισοδήματος, σαφώς καλύτερα κατανεμημένα μέσα στο έτος, σε κάθε περίπτωση όμως επίσης εξαντλητικά (και χωρίς καμία δυνατότητα φοροδιαφυγής…)
Οι συγκεχυμένες και σπασμωδικές αντιδράσεις, λοιπόν, θα συνεχιστούν, μετουσιώνοντας κατά βάση μια γενικευμένη δυσαρέσκεια σε συμβολική αντίθεση σε κάθε μέτρο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Και κάπως έτσι, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους μη ειδικούς να μπορέσουν να αξιολογήσουν την ορθότητα, την καταλληλότητα και την αναγκαιότητα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για τη νοσούσα δικαιοσύνη. Αλλά και για τα ίδια τα μέτρα να μπορέσουν να εφαρμοστούν με αποτελεσματικότητα.
Διαβάστε επίσης:
Πώς οι εφοπλιστές της Δύσης – και οι Έλληνες – έβγαλαν κέρδη από τον σκιώδη στόλο του Πούτιν
Με κλιμάκωση ξεκινά το δικαστικό έτος ενόψει της εφαρμογής του νέου δικαστικού χάρτη, αλλά και σε μια πιο γενικευμένη κόντρα μεταξύ του δικηγορικού σώματος και της κυβέρνησης.
Σε λίγες επαγγελματικές ομάδες παρατηρείται το φαινόμενο που συμβαίνει καθόλου σπάνια στους δικηγόρους, να συνεχίζονται δηλαδή οι αρνητικές αντιδράσεις απέναντι σε συγκεκριμένα μέτρα και μετά την ψήφιση του νόμου που τα θεσπίζει. Η δικηγορική κοινότητα, όμως, (θέλει να δείχνει ότι) είναι ιδιαίτερα ενεργή, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια υπό την ηγεσία του Δημήτρη Βερβεσού.
Κάπως έτσι, αποφασίστηκε από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, και με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών φυσικά να πρωτοστατεί, η αποχή των δικηγόρων τη Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, στην έναρξη δηλαδή του δικαστικού έτους.
Το τι επιδιώκεται, όμως, με αυτή την προφανώς συμβολική κίνηση ή όπως ρητά κατονομάστηκε ένδειξη διαμαρτυρίας, είναι αρκετά θολό.
Η δικαστική ταλαιπωρία και η επιτάχυνση της δικαιοσύνης
Όταν πριν λίγους μήνες ψηφίστηκε ο νέος δικαστικός χάρτης, ο οποίος αναδιαμόρφωνε τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η αντίδραση των δικηγόρων ήταν εκκωφαντική, αν και αναμενόμενη. Τα Ειρηνοδικεία καταργήθηκαν, δημιουργήθηκαν περισσότερα Πρωτοδικεία και ειδικά στην Αθήνα οι επικείμενες αλλαγές ήταν πολλές.
Και οι δικηγόροι δεν τα πάνε καλά με τις αλλαγές. Ακόμα και όταν ο στόχος είναι να παταχθούν χρόνια προβλήματα της δικαιοσύνης, όπως η εξοργιστική βραδυπορία της. Η επιχειρηματολογία, όμως, περί ευκολίας των κτιριακών εγκαταστάσεων στην Ευελπίδων, εκεί όπου ήταν μέχρι πρότινος συγκεντρωμένα όλα τα Πρωτοδικεία της Αθήνας, δημιουργώντας μια στενή κοινότητα, ταιριάζει μόνο σε προσωπικές νοσταλγικές συζητήσεις.
Οπότε ο δημόσιος λόγος υιοθέτησε πιο επίσημες και βαρύγδουπες εκφράσεις, όπως «επιτελικό χάος» και «δικαστική ταλαιπωρία». Αδιαμφισβήτητα, ο νέος δικαστικός χάρτης δημιουργεί ένα απαιτητικό σκηνικό με πολλές προκλήσεις, αφού μια υπόθεση που είχε προσδιοριστεί, για παράδειγμα, να δικαστεί στο Ειρηνοδικείο Αθηνών στη Λουκάρεως θα μετακινηθεί αλλού και θα εκδικαστεί με νέα διαδικασία. Οπωσδήποτε, η αβεβαιότητα αναφορικά με την ενημέρωση των διαδίκων και τον τόπο εκδίκασης των υποθέσεων δεν είναι ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να συνοδεύει την απονομή της δικαιοσύνης.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Σε τι θα ωφελήσει η αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους για μία ημέρα; Αν και ο συμβολισμός είναι πασίδηλος, ένα σημαντικό μέρος της δικηγορικής κοινότητας και ειδικότερα οι νέοι δικηγόροι στέκονται με εντελώς κριτική διάθεση απέναντι σε τέτοιες κινήσεις που έχουν προκλητική πολιτική χροιά.
Δεν είναι λίγα, άλλωστε, τα μέλη του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, τα οποία, εκφράζοντας φυσικά τις απόψεις μεγάλης μερίδας συναδέλφων τους, προβάλλουν την άποψη ότι η αποχή δεν τηρεί την -ιερή για κάθε νομικό- αρχή της αναλογικότητας, ότι δηλαδή ούτε αναγκαία ούτε κατάλληλη για τον τιθέμενο σκοπό είναι.
Και πώς θα μπορούσε να είναι, εξάλλου, το να πρέπει να επαναπροσδιοριστούν εκ νέου όλες οι υποθέσεις της 16ης Σεπτεμβρίου, καθυστερώντας για μήνες ή ακόμη και χρόνια; Πώς μπορεί να έχει το οποιοδήποτε νόημα μια κίνηση που από την ίδια της την ουσία δεν μπορεί να προσπορίσει κανένα όφελος, παρά μόνο να επιτείνει το πρόβλημα, το οποίο προσπαθεί να λύσει το μέτρο που πολεμά;
Ο κυριότερος λόγος πίσω από την κόντρα με την κυβέρνηση
Βέβαια, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να περιμένει κανείς ότι μεταρρυθμίσεις που θίγουν την παγιωμένη καθημερινότητα, εξαιρετικά δύσκολη ομολογουμένως, των μαχόμενων δικηγόρων, θα τύγχαναν ήρεμης και ευνοϊκής υποδοχής. Ακόμα και όταν γίνονται για έναν απώτερο σκοπό, ακόμα και από τους δικηγόρους που τις θεωρούν ορθές.
Όμως, αυτή η ψυχροπολεμική αντιμετώπιση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί κανείς σε τυχόν πολιτικές βλέψεις ή τοποθετήσεις των επικεφαλής των δικηγορικών συλλόγων. Γιατί η αντιπαράθεση των δικηγόρων με την κυβέρνηση ερείδεται, ως συνήθως, σε κάτι πολύ πιο πεζό από την οργάνωση της δικαιοσύνης και τα μέτρα για τη βελτίωσή της: τα χρήματα.
Με τη θέσπιση της τεκμαρτής φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, η κυβέρνηση έχασε (δια παντός;) τους δικηγόρους. Θεωρώντας ότι ο δικηγόρος βγάζει ως εισόδημα τουλάχιστον τον βασικό μισθό και συνεπώς πρέπει να φορολογηθεί για αυτό, τον έθεσε εναντίον της.
Όταν στις φορολογικές δηλώσεις του καλοκαιριού οι δικηγόροι είδαν τετραψήφιο ποσό στον καταλογισμό φόρου, η οργή ήταν μια λογική ανθρώπινη αντίδραση. Κι ας έπρεπε εκείνοι πρωτίστως να ξέρουν ότι και οι μισθωτοί πληρώνουν υπέρογκα ποσά φόρου εισοδήματος, σαφώς καλύτερα κατανεμημένα μέσα στο έτος, σε κάθε περίπτωση όμως επίσης εξαντλητικά (και χωρίς καμία δυνατότητα φοροδιαφυγής…)
Οι συγκεχυμένες και σπασμωδικές αντιδράσεις, λοιπόν, θα συνεχιστούν, μετουσιώνοντας κατά βάση μια γενικευμένη δυσαρέσκεια σε συμβολική αντίθεση σε κάθε μέτρο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Και κάπως έτσι, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους μη ειδικούς να μπορέσουν να αξιολογήσουν την ορθότητα, την καταλληλότητα και την αναγκαιότητα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για τη νοσούσα δικαιοσύνη. Αλλά και για τα ίδια τα μέτρα να μπορέσουν να εφαρμοστούν με αποτελεσματικότητα.
Διαβάστε επίσης:
Πώς οι εφοπλιστές της Δύσης – και οι Έλληνες – έβγαλαν κέρδη από τον σκιώδη στόλο του Πούτιν