Αποχή των δικηγόρων της Αθήνας από δίκες στα Πολιτικά Τμήματα του Αρείου Πάγου στις 13-14 Ιανουαρίου
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών αποφάσισε να προχωρήσει σε αποχή μετά από απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την οποία τίθενται περιορισμοί στις διαδικασίες
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών αποφάσισε να προχωρήσει σε αποχή μετά από απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την οποία τίθενται περιορισμοί στις διαδικασίες
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών αποφάσισε να κατέλθει σε αποχή, μετά από απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την οποία τίθενται περιορισμοί «στα δικαιώματα των διαδίκων και στην προφορικότητα της διαδικασίας και παραβλέποντας το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη», σύμφωνα με τον ΔΣΑ.
Ειδικότερα, η ανακοίνωση του ΔΣΑ έχει ως εξής:
«Στη σημερινή συνεδρίαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή η εισήγηση της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου (επισυνάπτεται) σύμφωνα με την οποία «ο αριθμός των σελίδων των εισαγωγικών δικογράφων (αιτήσεις αναιρέσεως κλπ), επί των αστικών υποθέσεων που κατατίθενται από την 15η Σεπτεμβρίου 2025, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τριάντα (30) σελίδες, των προσθέτων αυτών λόγων τις είκοσι (20) σελίδες, των προτάσεων και των υπομνημάτων τις δέκα (10) σελίδες, όσον αφορά δε τις αιτήσεις αναστολής, κατ’ άρθρο 565 ΚΠολΔ, τις πέντε (5) σελίδες. Ειδικά ως προς τις αιτήσεις αναστολής δεν πρέπει να ενσωματώνεται στο δικόγραφό τους, η αίτηση αναιρέσεως και η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση, που πρέπει να προσκομίζονται αυτοτελώς […] Τα δικόγραφα συντάσσονται σε χαρτί Α4, με περιθώριο σελίδας 2 εκ. , είδος γραμματοσειράς “Arial”, μέγεθος 12, κανονική γραφή, με διάστιχο 1,5. […] καθιέρωση χρονικού ορίου στις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων μερών, το οποίο δεν μπορεί να ξεπερνά τα έξι (6) λεπτά ανά διάδικο μέρος».
Κατά τη σημερινή του συνεδρίαση το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ έλαβε ομόφωνα την εξής απόφαση:
Η προάσπιση του δικαιώματος προστασίας των πολιτών, σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση της Πολιτείας και πρόταγμα για το δικηγορικό σώμα.
Το δικαίωμα αυτό, συνίσταται τόσο στην δυνατότητα ακώλυτης πρόσβασης των πολιτών σε δικαστήριο όσο και στην απαίτηση για ταχεία και ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, για δίκαιη δίκη.
Δυστυχώς, η χώρα μας κατέχει πανευρωπαϊκή πρωτιά στις καθυστερήσεις απονομής της Δικαιοσύνης, τη στιγμή μάλιστα που η αναλογία δικαστών/πληθυσμού είναι η 3η υψηλότερη στην Ευρώπη και υπερβαίνει κατά πολύ τη διάμεση τιμή των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης (37,3 στην Ελλάδα έναντι 17,6 για το έτος 2022, 23,3 έναντι 17,7 για το έτος 2012, ανά 100.000 κατοίκους).
Οι καθυστερήσεις είναι ο «μεγάλος ασθενής» του δικαστικού συστήματος, που φτάνουν στο όριο της αρνησιδικίας, όπως έχει αποφανθεί κατ’ επανάληψη το ΕΔΔΑ.
Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι το ΕΔΔΑ με πιλοτικές αποφάσεις του έκρινε ότι οι μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων [απόφαση Γλύκαντζη της 30.10.2012] και των ποινικών δικαστηρίων [απόφαση Μιχελιουδάκη της 3.4.2012] δεν αποτελούν απλώς παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογη προθεσμία και του δικαιώματος για ουσιαστική επανόρθωση, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος συστημικού χαρακτήρα.
Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, από 969 καταδικαστικές σε βάρος της Ελλάδας αποφάσεις (επί συνόλου 1.082 αποφάσεων ελληνικού ενδιαφέροντος) η μεγάλη πλειοψηφία αφορά την υπέρβαση του εύλογου χρόνου της δίκης.
Σήμερα, πάνω από 10 χρόνια μετά τις πιλοτικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, δεν έχει βελτιωθεί η κατάσταση.
Η σύγκριση του χρόνου διεκπεραίωσης των αστικών και ποινικών υποθέσεων στη χώρα μας σε σχέση με τη διάμεση τιμή του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι πλήρως απογοητευτική. Παρατίθενται ορισμένα στατιστικά στοιχεία της Έκθεσης Αξιολόγησης (2024) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) για τα Δικαστικά Συστήματα των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, διότι οι αριθμοί δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις:
Στις Αστικές υποθέσεις:
Στον 1ο βαθμό: 746 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 239 ημέρες
Δεν διατέθηκαν σχετικά στοιχεία στην ΕΕ από το Ανώτατο Δικαστήριο (πράγμα που δεν περιποιεί τιμή σε αυτό), με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 152 ημέρες.
Στις ποινικές υποθέσεις:
Στον 1ο βαθμό: 223 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 133 ημέρες
Στον 2ο βαθμό: 294 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 110 ημέρες
Στο Ανώτατο Δικαστήριο: 304 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 101 ημέρες
Και τούτο, τη στιγμή που οι υποθέσεις που εισέρχονται στο δικαστικό σύστημα διαρκώς μειώνονται.
Βάσει των στοιχείων της CEPEJ, από τη σύγκριση των αριθμητικών στοιχείων, με έτος αναφοράς το 2012 και το 2022, προκύπτει ότι:
– Από 5,83 εισερχόμενες πολιτικές υποθέσεις 1ου βαθμού ανά 100 κατοίκους το 2012, οι νέες υποθέσεις ανέρχονται πλέον σε μόλις 1,31 ανά 100 κατοίκους.
– Από 4,36 εισερχόμενες ποινικές υποθέσεις 1ου βαθμού ανά 100 κατοίκους το 2018, οι νέες υποθέσεις ανέρχονται πλέον σε μόλις 2,48 ανά 100 κατοίκους.
Τα στοιχεία αυτά επιρρωνύονται από τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, του μεγαλύτερου Πρωτοδικείου της Χώρας: Το 2010 εισήλθαν στο δικαστικό σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών 224.391 υποθέσεις, ενώ το 2023 102.285 υποθέσεις, ήτοι μείωση του αριθμού εισερχομένων κατά 54,5%. Το έτος 2010 εκδόθηκαν 142.075 αποφάσεις, ενώ το έτος 2023 εκδόθηκαν 76.769 αποφάσεις.
Κρίσιμο μέγεθος αποτελεί, επίσης, η αναλογία του αριθμού δικαζομένων υποθέσεων ανά δικαστή. Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευθέντα το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2022 στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τον πρώτο βαθμό ανέρχεται σε 13,85 υποθέσεις ανά μήνα για τους Πρωτοδίκες, 14,47 ανά μήνα για τους Ειρηνοδίκες, 3,36 ανά μήνα για τους Εφέτες και 3,34 ανά μήνα για τους Αρεοπαγίτες.
Σε σχέση με το θέμα της ακραίας τυπολατρίας, που φαίνεται ότι διαχρονικά υιοθετεί ο Άρειος Πάγος με την επίκληση της ανάγκης μείωσης του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης, κατά πλήρη παραγνώριση των επιταγών της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα δίκαιης δίκης και πλήρους ακώλυτης και αποτελεσματικής πρόσβασης σε δικαστήριο, δια νομικού παραστάτη.
Το ΕΔΔΑ καταδικάζει με συνέπεια την δυσανάλογη αυστηρότητα των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, και ιδιαίτερα του Αρείου Πάγου, υποδεικνύοντας την ασυμβατότητα πρακτικών που ισοδυναμούν με αρνησιδικία με την ανάγκη πραγματικής διασφάλισης του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. Με τις αποφάσεις του Αλβανός της 20.3.2008, Perlala της 22.2.2007 και Καραβελατζής της 16.4.2009 (που αφορούσαν τον Άρειο Πάγο) το ΕΔΔΑ έψεξε τον Άρειο Πάγο για την αδικαιολόγητα φορμαλιστική ερμηνεία διατάξεων εθνικού δικαίου σχετικά με το παραδεκτό ενδίκων μέσων και των επιμέρους λόγων που προέβαλαν οι διάδικοι. Το ΕΔΔΑ δεν διστάζει μάλιστα να χρησιμοποιήσει ολοένα και πιο αυστηρή γλώσσα και να θυμίσει ότι «το άρθρο 6 § 1 δεν επιτρέπει τη χρήση τεχνασμάτων, τα οποία στοχεύουν στην αποφυγή εξέτασης της ουσίας της διαφοράς» (Γιαννούσης και Κλιάφας κατά Ελλάδας της 14.12.2006, §§ 26-27). Το μήνυμα κάθε καταδικαστικής απόφασής του είναι το ίδιο : η προτεραιότητα πρέπει να δίδεται στην προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων και όχι των τύπων.
Σκληρό ράπισμα άλλωστε στην Ελληνική Δικαιοσύνη αποτέλεσαν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Τσιώλη, Ζουμπουλίδη και Γεωργίου, δια των οποίων κρίθηκε ότι τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας παραβιάζουν την ΕΣΔΑ ως προς τη δίκαιη δίκη. Το ηχηρό μήνυμα του Δικαστηρίου του Στρασβούργου έχει αποδέκτες όλα τα εθνικά Ανώτατα Δικαστήρια, τα οποία οφείλουν να διασφαλίσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι ο Άρειος Πάγος, στον απόηχο των παλαιότερων αποφάσεων του ΕΔΔΑ, έκρινε ότι δεν πρέπει να απαιτείται η παράθεση στο αναιρετήριο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, ενόψει του ότι η τελευταία αποτελεί στοιχείο του φακέλου (Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου 4/2010), δυστυχώς η προσέγγιση αυτή δεν είχε συνέχεια: κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και δη με συνεχείς αποφάσεις της Ολομελείας τόσο για την περίπτωση 1, όσο και αυτής της 19 των λόγων αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ, απαιτείται η παράθεση όλων των σχετικών παραδοχών της απόφασης (βλ. ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 1013/2023, ΑΠ 616/2024, 1137/2022)
Αυτή η νομολογία, που δεν δέχεται ούτε την παραπομπή ούτε την αποσπασματική παράθεση έχει οδηγήσει για λόγους ασφαλείας της υποστήριξης των εντολέων μας -καθώς ποιος θα κρίνει την πληρότητα πέραν του Δικαστηρίου Σας- σε πολλές περιπτώσεις να παρατίθεται σχεδόν ολόκληρη η αναιρεσιβαλλομένη. Δεν μπορούμε να συζητάμε λοιπόν για ποσοτικό περιορισμό του περιεχομένου των αναιρέσεων, όταν επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη στο ορισμένο αυτών η εν λόγω νομολογία.
Προκειμένου να πείσει για την αναγκαιότητα υιοθέτησης των προτεινόμενων μέτρων, ο Άρειος Πάγος προσπαθεί να εμφανίσει ως υπαίτιους για τις παθογένειες της ελληνικής δικαιοσύνης τους δικηγόρους, υπονοώντας ότι επιδιώκουν παρέλκυση της δίκης και στρεψοδικία και ανάγοντας τη σύνταξη τυχόν πολυσέλιδων δικογράφων σε τροχοπέδη της εξέλιξης των δικών και κατάχρηση των δικονομικών δυνατοτήτων.
Ο Άρειος Πάγος, δυστυχώς, ως φαίνεται, ακολουθεί πιστά τα βήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας υιοθετώντας και επεκτείνοντας περιορισμούς στα δικαιώματα των διαδίκων και στην προφορικότητα της διαδικασίας και παραβλέποντας το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη. Τελικά, κάποιοι θέλουν να μας πείσουν ότι το πρόβλημα των καθυστερήσεων έγκειται στον καθορισμό των σελίδων των δικογράφων και του χρόνου αγόρευσης των πληρεξουσίων των διαδίκων. Ωσάν οι 2.373 ημέρες που χρειάστηκαν για την έκδοση αποφάσεως μόνο στην αναιρετική διαδικασία στο Α1 Τμήμα του Άρειου Πάγου (επί αστικής υποθέσεως οφειλής από τιμολόγια: «Ε. ανώνυμη εταιρεία» Vs Χ.Κ.), τη στιγμή που ο μέσος όρος καθυστέρησης στη χώρα είναι 1.711 ημέρες σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, οφείλονταν στην αδυναμία ανάγνωσης των σελίδων του δικογράφου ή στην αδυναμία ταχείας αφομοίωσης της μακράς αγόρευσης του συναδέλφου!
Επιτάχυνση όμως δεν διαπιστώθηκε ούτε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο υιοθέτησε αντίστοιχα μέτρα και το οποίο παραμένει σε περίοπτη θέση πανευρωπαϊκά ως προς τους χρόνους απονομής της Δικαιοσύνης, με 1.239 ημέρες καθυστέρησης, καθιστάμενο μάλλον το βραδύτερο διοικητικό δικαστήριο της Ευρώπης.
Από το ΣτΕ εκδίδονται σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου στοιχεία 6.857 αποφάσεις το έτος 2010 (προ της ισχύος του Ν. 3900/2010), ενώ τα έτη 2023 και 2024 εκδόθηκαν 3.386 αποφάσεις και 2.604 αποφάσεις αντιστοίχως. Δηλαδή υπό συνθήκες μείωσης του όγκου των δικογράφων, χρήσης συγκεκριμένης γραμματοσειράς, περιορισμού του χρόνου αγόρευσης κλπ στο ΣτΕ αντί να βελτιωθεί ο ρυθμός έκδοσης αποφάσεων, εκδίδονται πλέον διαρκώς σημαντικά λιγότερες (!!!)
Το ζήτημα της ορθής και ταχείας απονομής της Δικαιοσύνης είναι πρωτίστως ζήτημα Δημοκρατίας και όχι ζήτημα επικοινωνιακής διαχείρισης των κακώς κειμένων της Ελληνικής Δικαιοσύνης με προσπάθεια μετακύλησης ευθυνών για άλλη μια φορά στους δικηγόρους.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. αποφάσισε την προειδοποιητική αποχή των δικηγόρων – μελών του από την εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον των Πολιτικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου στις 13 και 14 Ιανουαρίου 2024, καθώς και από την 1η συνεδρίαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για την εκδίκαση των πολιτικών υποθέσεων σε αναιρετική διαδικασία.
Στο ΦΕΚ η απόφαση ανάκτησης της ελληνικής ιθαγένειας των μελών της τέως βασιλικής οικογένειας
20.12.2024, 21:31
Δείτε Επίσης