Αρθρο Γιώργου Στούμπου στην «Κ»: O Ντράγκι μίλησε, τον ακούει κανείς;
Η έκθεση Ντράγκι με τίτλο «Το μέλλον του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού» υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου. Η μελέτη είχε ανατεθεί στον τέως πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν από περίπου ένα χρόνο.
Η έκθεση Ντράγκι με τίτλο «Το μέλλον του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού» υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου. Η μελέτη είχε ανατεθεί στον τέως πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν από περίπου ένα χρόνο.
Η ανάθεση της μελέτης ήταν αποτέλεσμα έντονου προβληματισμού αλλά και μετρήσιμων αποτελεσμάτων που δείχνουν ότι η Ε.Ε. αργά, αλλά σταθερά χάνει το παιχνίδι του ανταγωνισμού όχι μόνο από την Αμερική αλλά και από την Κίνα. Η Γηραιά Ηπειρος δείχνει την ηλικία της σε τρεις τομείς, όπως: α) η αδυναμία της να εντάξει νέες τεχνολογίες και καινοτομίες στην παραγωγική της δομή, με εξαίρεση ίσως την αυτοκινητοβιομηχανία, β) η ασυντόνιστη πολιτική της σε θέματα πράσινης μετάβασης και άμυνας, και γ) το μη ενιαίο και αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο που περιορίζει την ανάδειξη εταιρειών υψηλής τεχνολογίας που συνεισφέρουν τα μέγιστα στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η μελέτη φωτογραφίζει μια πραγματικότητα που η Ευρώπη αρνείται να δει, ενώ οι ανταγωνιστές χτίζουν πάνω της ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που δύσκολα ανατρέπεται. Παραδειγματικά, έξι εταιρείες των ΗΠΑ με αποτίμηση άνω του 1 τρισ. ευρώ έχουν δημιουργηθεί κατά την τελευταία τριακονταετία. Στην Ευρώπη ούτε μία. Ανάλογη είναι και η εκρηκτική άνοδος της κεφαλαιοποίησης των κινεζικών εταιρειών που διεισδύουν την τελευταία δεκαετία στην παγκόσμια αγορά με προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και αξία. Με απλά λόγια, πίσω από τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης κρύβονται εδραιωμένες συνθήκες που συντελούν στη διαιώνισή της.
Η έκθεση Ντράγκι μας θυμίζει ότι μεταξύ 2008 και 2021 το 30% των νεοσύστατων επιχειρήσεων αξίας άνω του 1 δισ. δολ. που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη μετακόμισαν στις ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες τη χρηματοδότηση από επενδυτές κεφαλαίων αυξημένου κινδύνου και διασφαλίζοντας μελλοντικά κεφάλαια από τη χρηματαγορά των ΗΠΑ. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη έχει βαλτώσει, έχει εγκλωβιστεί σε μια στατική βιομηχανική δομή, με «εθνικές» καταβολές και μυωπική αντίληψη για το συλλογικό μέλλον της.
Ο Ντράγκι στην έκθεσή του περνάει από τη διαπίστωση στην πρόταση: τι πρέπει να γίνει. Απαιτείται δραματική και άμεση αύξηση των κονδυλίων για έρευνα και καινοτομία (Ε&Κ). Το 2021 τα διαθέσιμα κονδύλια στην Ε.Ε. για Ε&Κ ήταν 270 δισ. ευρώ λιγότερα από τα αντίστοιχα στην Αμερική. Με εξαίρεση την αυτοκινητοβιομηχανία, στους άλλους κλάδους η χρονική υστέρηση μεταφοράς καινοτομίας και τεχνολογίας αποτελεί τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Στη νέα εποχή της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), αν η Ευρώπη δεν κινηθεί άμεσα και με ταχύτητα στην ενσωμάτωσή της στην παραγωγική διαδικασία, οι αρνητικές επιπτώσεις θα έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Τα προτεινόμενα ως επαρκή κονδύλια εκτιμώνται σε 800 δισ. ευρώ κατ’ έτος, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων, των κρατικών όσο και των ιδιωτικών δαπανών. Με δεδομένο ότι το ετήσιο ΑΕΠ της Ε.Ε. το 2023 ήταν 17 τρισ. ευρώ, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 5%.
Η μελέτη φωτογραφίζει μια πραγματικότητα που η Ευρώπη αρνείται να δει, ενώ οι ανταγωνιστές χτίζουν πάνω της ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που δύσκολα ανατρέπεται.
Η μελέτη αναφέρεται επίσης και στην ανάγκη υιοθέτησης ενιαίας εξωτερικής οικονομικής πολιτικής, ώστε να γίνεται συλλογικά –και όχι μεμονωμένα από τα κράτη-μέλη– η σύναψη ευεργετικών συμφωνιών για θέματα ενέργειας, φυσικών πόρων και εμπορίου. Εξίσου σημαντικά, η υιοθέτηση ενιαίων εποπτικών φορέων για τον έλεγχο των χρηματιστηριακών αγορών της Ε.Ε. κατά το πρότυπο της Αμερικής, η δημιουργία ενοποιημένης κεφαλαιαγοράς, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ενωσης και η πανευρωπαϊκή ασφάλιση καταθέσεων. Τέλος, κάτι που ήδη έχει προκαλέσει την αντίδραση της Γερμανίας, η μελέτη προτείνει έκδοση κοινού ομολόγου για τη χρηματοδότηση της άμυνας και της προστασίας των συνόρων της Ενωσης.
Οι διαπιστώσεις Ντράγκι είναι μια εμπεριστατωμένη ανάλυση μιας οικονομικής πραγματικότητας. Οι προτεινόμενες αλλαγές συνάδουν και συνεισφέρουν στους ευρύτερους διακηρυγμένους στόχους της Ενωσης, όπως η διασφάλιση των εφοδιαστικών αλυσίδων, συμπεριλαμβανομένων των πηγών ενέργειας, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η ασφάλεια, η κοινωνική ισότητα και συνοχή. Αυτό που πλημμελώς αναλύεται στη μελέτη, και ίσως αναδειχθεί ως το μεγαλύτερο πρόσκομμα για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, είναι η μη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως ενιαίας οντότητας (θεσμικά, πολιτικά, οικονομικά) με ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο η μελέτη Ντράγκι να καταστεί κείμενο αναφοράς χωρίς σοβαρές προοπτικές υλοποίησης. Εξίσου σημαντικό, η υιοθέτηση προτάσεων της μελέτης μόνο από τις πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες της Ενωσης θα έχει πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα για τις ίδιες και αντίστοιχα αρνητικά για τις χώρες-μέλη που ήδη βρίσκονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Υπάρχει κανείς στην Ελλάδα που ακούει τη φωνή του Μάριο Ντράγκι; Αντικειμενικά κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, διότι η χώρα μας ούτε καν εντάσσεται στην αρχική θεματική της μελέτης. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει αν συνειδητοποιήσει το εύρος των αποκλίσεων από το ευρωπαϊκό αναπτυξιακό μοντέλο, έστω και αυτό που ο Ντράγκι θεωρεί παρωχημένο και χαρακτηρίζει υπαρξιακή ανάγκη την αλλαγή του. Η αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας την τελευταία τριακονταετία, η συντήρηση του πρωτογενούς τομέα και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων όχι με όρους αγοράς, αλλά με όρους επιδοτήσεων, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, η αναχρονιστική δημόσια διοίκηση, οι χρόνιες παθογένειες των συστημάτων υγείας, παιδείας, κοινωνικού κράτους, και, τέλος, η αναπηρία της χρηματαγοράς, του ανταγωνισμού και των ελεγκτικών φορολογικών μηχανισμών μάς υπενθυμίζουν την έκταση της οικονομικής μας υστέρησης με την Ευρώπη. Με δεδομένο ότι το εθνικό «εγώ» έχει αποτύχει διαχρονικά να εκσυγχρονίσει τις παραγωγικές δομές και τη δημόσια διοίκηση, το ευρωπαϊκό «εμείς» προσφέρει δυνάμει ακόμη μία διέξοδο, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν. Αντί όμως να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στο ύψος των επιδοτήσεων που μελλοντικά θα αντιστοιχούν στην Ελλάδα αν οι προτάσεις Ντράγκι γίνουν αποδεκτές, η Ελλάδα πρέπει να αφήσει πίσω της οριστικά και τελεσίδικα τη δεσπόζουσα αντίληψη για τη συνέχιση της πολιτικής των επιδοτήσεων, παροχών, φοροαπαλλαγών και ευεργετικών ρυθμίσεων. Θα είναι «υπαρξιακά» μοιραίο λάθος για την Ελλάδα ιδιαίτερα αν οι προτάσεις Ντράγκι θεωρηθούν εναλλακτικές πολιτικές ή η συνέχιση των πολιτικών του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του Ταμείου Συνοχής. Ενώ οι τελευταίες είχαν όντως επιδοματικό χαρακτήρα για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε περιόδους κρίσεων (COVID, πόλεμος στην Ουκρανία, τιμές ενέργειας), η έκθεση Ντράγκι προτάσσει ένα νέο επενδυτικό πρόγραμμα με τη συνεισφορά του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και την πιθανή έκδοση κοινού χρέους μέχρι 25%, για τη χρηματοδότηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για την Ενωση, τεχνολογικά και παραγωγικά εφάμιλλου ή τουλάχιστον ανταγωνιστικού αυτού της Αμερικής και της Κίνας. Εδώ έχουμε την επιστροφή ενός οικονομικού ορθολογισμού, ο οποίος αποδέχεται πλήρως την ύπαρξη του κοινωνικού κράτους, όπως αποδέχεται και τη βασική αρχή ότι η μελλοντική ευημερία και η ύπαρξη της Ενωσης εξαρτώνται από την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Μια ευημερία βασισμένη σε εισοδήματα εργασίας και όχι σε παροχές και επιδοτήσεις. Ειδικά για την Ελλάδα, η μοναδική διέξοδος είναι η διεκδίκηση της συμμετοχής στον καταμερισμό της παραγωγής στο νέο παραγωγικό μοντέλο της Ενωσης που ευαγγελίζεται η μελέτη Ντράγκι, έστω και σε δευτερογενείς δραστηριότητες, όπως οι αλυσίδες τροφοδοσίας για την παραγωγή σύγχρονων και παγκοσμίως ανταγωνιστικών προϊόντων.
*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.