Αρθρο του Γ. Δελλή στην «Κ»: Εκλογικά μερεμέτια
Το τέλειο εκλογικό σύστημα δεν υπάρχει. Κάθε δημοκρατία πασχίζει για τον βέλτιστο συνδυασμό αντιπροσωπευτικότητας και κυβερνησιμότητας, γνωρίζοντας πως θα έχει απώλειες και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Το τέλειο εκλογικό σύστημα δεν υπάρχει. Κάθε δημοκρατία πασχίζει για τον βέλτιστο συνδυασμό αντιπροσωπευτικότητας και κυβερνησιμότητας, γνωρίζοντας πως θα έχει απώλειες και προς τις δύο κατευθύνσεις. Μύθος είναι ότι μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να παρατείνει την κυριαρχία της, μεταβάλλοντας τον εκλογικό νόμο ανάλογα με τα καπρίτσια της. Τα όποια κέρδη είναι βραχυπρόθεσμα και αβέβαια. Εξάλλου, η σοφή διάταξη του άρθρου 54.1 του Συντάγματος –οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν ψηφιστούν από 200 βουλευτές– μειώνει την όρεξη για πειραματισμούς.
Η μεταπολιτευτική εμπειρία μισού αιώνα έχει προικίσει την Ελλάδα με ένα καλό εκλογικό σύστημα, μακριά από τον ρομαντισμό της απλής αναλογικής και τον κυνισμό ενός μονοεδρικού πλειοψηφικού μοντέλου, όπως στη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γαλλία. Ο ισχύων μηχανισμός της «ενισχυμένης αναλογικής» –με ένα ελάχιστο κατώφλι εισόδου (3%) για τα κόμματα και πριμοδότηση του πρώτου ώστε να σχηματίζει κυβέρνηση εάν συγκεντρώσει ποσοστό γύρω στο 40% των ψήφων– φαίνεται να μας ταιριάζει. Δεν είναι τυχαίο ότι εφαρμόστηκε τις περισσότερες φορές, ενώ οι απόπειρες για κάτι «πιο αναλογικό» είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα και αύξησαν το ρίσκο της ακυβερνησίας.
Ακόμη και όταν η ενισχυμένη αναλογική γέννησε κυβερνήσεις συνεργασίας, η βιωσιμότητά τους εξασφαλίστηκε από τη συμμετοχή του νικητή των εκλογών σε αυτές και από τον αυξημένο αριθμό εδρών που εκείνος διαθέτει στη Βουλή. Επιτυχώς λειτούργησαν και οι υπόλοιπες διαχρονικές συνιστώσες του εκλογικού νόμου, όπως ο αριθμός των βουλευτών Επικρατείας, ο αριθμός των μονοεδρικών περιφερειών και ο περιβόητος σταυρός προτίμησης (αντί για τη λίστα).
Η μεταπολιτευτική εμπειρία έχει προικίσει την Ελλάδα με ένα καλό σύστημα, μακριά από τον ρομαντισμό της απλής αναλογικής και τον κυνισμό ενός μονοεδρικού πλειοψηφικού μοντέλου.
Γιατί να αλλάξουμε, λοιπόν, τον εκλογικό νόμο; Ακούμε τελευταία ότι το ισχύον σύστημα, αφενός οδηγεί σε πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος και ενισχύει συγκυριακά τις αντισυστημικές δυνάμεις, αφετέρου συνδέεται με τη μεγάλη αποχή και καθίσταται μη επαρκώς αντιπροσωπευτικό. Οι συγκεκριμένες κριτικές ενέχουν αντιφάσεις αλλά και υποκρισία: λες και αρκεί να πειραχτούν οι κανόνες του παιχνιδιού ώστε αυτό να ξαναγίνει ελκυστικό και να ξορκιστεί η διάχυτη απογοήτευση απέναντι στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Ακόμη και η σκέψη να αυξηθεί το κατώφλι εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% δεν είναι βέβαιο τι θα γεννήσει. Θα μπορούσε, ίσως, να οδηγήσει σε κάτι καλό: σε συσπειρώσεις και ισχυρότερα κομματικά σχήματα με αυξημένη εσωτερική δημοκρατία, αντί για το φαιδρό μοντέλο προσωποκεντρικής υστερίας το οποίο ευδοκιμεί στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυξάνει τη νοοτροπία της χαμένης ψήφου και το ποσοστό των ψηφοφόρων που κινδυνεύουν να μην αναδείξουν αντιπροσώπους στη Βουλή, άρα την αποστροφή τους απέναντι στο «σύστημα».
Η δημοκρατία δοκιμάζεται παντού και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντί για μερεμέτια εκλογικής μηχανικής, μήπως είναι προτιμότερο τα αίτια και οι λύσεις να αναζητηθούν αλλού, στα βαθιά και πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία και η οικονομία;
* Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.