Αρθρο του Ν. Αλιβιζάτου στην «Κ»: Αλλαγές μόνο για τα μείζονα
Σε κάθε συζήτηση για τον εκλογικό νόμο είναι χρήσιμο να υπενθυμίζεται η ρήση του Maurice Duverger: πιο εύκολα καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί το πολιτικό σύστημα μιας χώρας από το εκλογικό σύστημα παρά από το Σύνταγμά της.
Σε κάθε συζήτηση για τον εκλογικό νόμο είναι χρήσιμο να υπενθυμίζεται η ρήση του Maurice Duverger: πιο εύκολα καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί το πολιτικό σύστημα μιας χώρας από το εκλογικό σύστημα παρά από το Σύνταγμά της. Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να εμπιστευτεί κανείς την επιλογή του μόνο στους πολιτικούς.
Mε την τελευταία μείζονα τροποποίηση του εκλογικού συστήματος στη χώρα μας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καταργήθηκε η απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και επαναφέρθηκε η ενισχυμένη (ν. 4654/2020). Με μια σημαντική εντούτοις βελτίωση: το μπόνους των 50 εδρών το παίρνει μεν το πρώτο κόμμα όπως και στο παρελθόν, πλην όμως για να το πάρει ολόκληρο θα πρέπει να ξεπεράσει το 40% των ψήφων. Ετσι, το εκλογικό σύστημα κατέστη δικαιότερο, αφού αποκλείεται να επαναληφθεί το παράλογο να πριμοδοτείται το πρώτο κόμμα ακόμη και αν έχει πάρει ποσοστό κάτω από το 20% των ψήφων (όπως είχε συμβεί με τη Ν.Δ. στις πρώτες εκλογές του 2012).
Εχουν μεσολαβήσει εξελίξεις από το 2020 τέτοιες που να δικαιολογούν μείζονες αλλαγές του εκλογικού συστήματος; Η απάντηση είναι κατά τη γνώμη μου όχι. Γιατί ούτε η ψήφος των αποδήμων, που εν τω μεταξύ καθιερώθηκε, ούτε ο κατακερματισμός των κομμάτων της ευρύτερης αντιπολίτευσης, που έκτοτε σημειώθηκε, χρειάζονται νέες ρυθμίσεις. Τουναντίον, η άρνηση των τελευταίων να συγκλίνουν όσο ίσχυε η απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και να συνεργαστούν, ώστε να προτείνουν αξιόπιστη εναλλακτική λύση, επιβεβαίωσε τη διαπίστωση που κάνουν εδώ και χρόνια όλοι οι σοβαροί παρατηρητές: ότι δεν έχουμε συναινετική κουλτούρα.
Δεν θα πρέπει κάποτε ο σταυρός προτίμησης να αντικατασταθεί με ένα σύστημα που θα περιορίζει το ρουσφέτι και θα ενισχύει την πολιτική αντιπαράθεση εις βάρος της προσωπικής;
Σημαίνουν άραγε αυτά ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα είναι ικανοποιητικό και δεν πρέπει να αλλάξει; Για όσους δεν βλέπουν λίγο πιο μακριά, η απάντηση είναι ναι: αφού απεχθανόμαστε τις συμμαχικές κυβερνήσεις, η χώρα θα επιβιώσει μόνο με μονοκομματικές, τις οποίες το εκλογικό σύστημα οφείλει να διευκολύνει. Εξ ου και η κρυφή γοητεία της ενισχυμένης αναλογικής. Για όσους, τουναντίον, βλέπουν λίγο πιο μακριά, όπως είναι αυτοί που ανησυχούν με τα υψηλά ποσοστά αποχής, με το πελατειακό σύστημα και με την αυξανόμενη απαξίωση της πολιτικής, είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να αλλάξει: για παράδειγμα, δεν θα πρέπει κάποτε ο σταυρός προτίμησης να αντικατασταθεί με ένα σύστημα που θα περιορίζει το ρουσφέτι και θα ενισχύει την πολιτική αντιπαράθεση εις βάρος της προσωπικής; Η καθιέρωση 180 μονοεδρικών περιφερειών (χωρίς σταυρό προτίμησης) και 120 πολυεδρικών (με λίστα), όπως το είχαμε προτείνει το 2009 (επιτροπή Ραγκούση) θα ήταν ίσως μια λύση. Η πρόβλεψη εξάλλου πολλαπλής ψήφου –όπως το προτείνει σήμερα (μόνον όμως για τους ΟΤΑ) ο κ. Θοδωρής Λιβάνιος– θα συνέτεινε στην αποδυνάμωση των αντισυστημικών κομμάτων υπέρ των μετριοπαθών, κάτι που θα συνέβαλε στη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικών (και όχι μόνο) ανατροπών.
Τέτοιου είδους αλλαγές θα ήταν ευκταίες, γιατί θα καθιστούσαν την πολιτική ελκυστικότερη και θα μείωναν την αποχή. Προϋπόθεση γι’ αυτές είναι να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με σοβαρό διάλογο. Αρκεί να βρεθεί κάποιος να τον ανοίξει.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.