Χρήστος Γιανναράς: Η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο mononews – «Οι πολίτες είναι απλώς οι παίκτες σε ένα παιχνίδι εξουσίας»
Σε ηλικία 89 ετών άφησε την τελευταία του πνοή το απόγευμα του Σαββάτου 24 Αυγούστου 2024, ο σπουδαίος καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς.
Την είδηση την έκανε γνωστή ο γιος του, Σπύρος Γιανναράς μέσω της προσωπικής του σελίδα στο facebook.
Γεννημένος στις 10 Απριλίου 1935, ο Χρήστος Γιανναράς ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φιλοσόφους και θεολόγους με σπουδαίο συγγραφικό, ερευνητικό και διδακτικό έργο στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η πρώτη του επιφυλλίδα στην εφημερίδα Καθημερινή δημοσιεύτηκε πριν από 59 χρόνια στις 25 Ιουνίου 1964. Tα κείμενά του τον τελευταίο χρόνο δημοσιεύονταν σε μηνιαία βάση.
Λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2023, το mononews βρέθηκε στο σπίτι του Χρήστου Γιανναρά, όπου με αφετηρία το έντονο ενδιαφέρον του ελληνικού τύπου για το γλωσσικό ζήτημα, τη φιλοσοφία, την πολιτική, την ιστορία και τη μνήμη, εν όψει της προεκλογικής περιόδου συνομιλήσαμε μαζί του για την ελληνική πραγματικότητα και την επικαιρότητα.
«Οι πολίτες δεν είναι πια οι φορείς των προτάσεων, οι φορείς των αναγκών, οι φορείς των αντιρρήσεων. Οι πολίτες είναι απλώς οι παίκτες σε ένα παιχνίδι εξουσίας…Νομίζουμε ότι έχουμε δημοκρατία με το να συντηρούμε αυτή την φαρσοκωμωδία των εκλογών», είχε αναφέρει μεταξύ άλλων
Παρακάτω ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Χρήστου Γιανναρά στο mononews.gr.
***
-Από τα δώρα της συμπόρευσής σας με μεγάλους μαστόρους της γλώσσας και του ήθους, όπως ο ίδιος έχετε αναφέρει χαρακτηριστικά για τη συνεργασία σας με την εφημερίδα Καθημερινή, ποια στοιχεία σας επηρέασαν;
Χ.Γ.: Θα μπορούσα να πω ότι με κατεύθυναν κάποιοι κεντρικοί άξονες. Υπήρχε ένα ενδιαφέρον για την ελληνική πολιτική, αλλά όχι για το κομματικό μας σύστημα. Υπήρχε μία αγωνία πολλές φορές για τα αδιέξοδα που δημιουργούσε η αποτυχία των δικών μας επιμέρους συστημάτων και το ότι αυτές οι τακτικές από τις αντιμαχόμενες προτάσεις δεν αφορούσαν ουσιαστικά την ομαδικότητα. Δηλαδή, για μια ολόκληρη ζωή, όλες τις δεκαετίες της ζωής μου, σκέφτομαι ότι σχεδόν κάθε Κυριακή ο ελληνικός τύπος ή ο τύπος με τον οποίο συνεργαζόμουν, θα είχε ένα πολύ έντονο ενδιαφέρον για το γλωσσικό ζήτημα.
Αυτός ο τόπος έχει περάσει δύο αιώνες από διαμάχες για το γλωσσικό, για τις οποίες δεν έχουμε κατανοήσει ότι για να είναι διαμάχες δεν αντιπροσωπεύουν προς ένα γούστο ή μία προτίμηση. Αντιπροσωπεύουν κάτι θεμελιωδέστερο που αφορά στη συνοχή του κειμενικού σώματος. Σε αυτά τα επίπεδα προβληματισμού, θα επαναλάβω τη φράση του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος είχε πει κάποτε ότι στα θέματα της γλώσσας δεν κάναμε ούτε ένα ουσιαστικό βήμα.
Ο στόχος θα ήταν να υποδειχθούν κάποιοι τρόποι για να περισωθεί ο περιούσιος θησαυρός που κομίζει ο ελληνισμός στην ιστορία, η γλώσσα του, η μεταφυσική του, η αντίληψή του για το κοινωνικό γεγονός. Πραγματικά είναι μεγάλη οδύνη να συνεχίσει κανείς να ασχολείται με αυτά τα θέματα, παρ’ ό,τι είναι ζωτικά, διότι έχουν επικαλυφθεί ή απωθηθεί στο περιθώριο.
«Η πολιτική
είναι
κάτι
εντελώς
ατομοκεντρικό»
-Γυρνώντας πίσω τον χρόνο, ποιοι άνθρωποι, ποιες καταστάσεις, ποια διαβάσματα επηρέασαν τη σκέψη σας;
Χ.Γ.: Ενδεικτικά, μιας και ξεκίνησα με τον Σεφέρη, θα ήθελα να πω ότι η ποίηση του Σεφέρη δεν ήταν ξεχωρισμένη από τα δοκιμιακά του έργα και τις ασκήσεις του. Εκεί ήταν που ο Σεφέρης κόμισε μία καινούρια οπτική, έναν καινούριο τρόπο για να βλέπεις τα προβλήματα της Ελλάδας και άρα να αντιδράς σε αυτά και να αναζητάς λύσεις.
-Αυτός ο τρόπος που είχε επικαλεστεί ο Σεφέρης, θεωρείτε ότι λείπει από την ελληνική πραγματικότητα;
Χ.Γ.: Υπάρχουν ορισμένες αρχές μέσα στην ροή της ζωής, οι οποίες είναι ανεξάλειπτες. Δεν χάνονται συνήθως με ό,τι κι αν συμβεί, εκτός αν συμβεί ένα κοσμογονικό γεγονός, μία καταστροφή ή ένας πόλεμο, που και πάλι κάτι σώζεται. Το δύσκολο είναι να τολμήσει ο άνθρωπος να δηλώσει γιατί η συνύπαρξη, η παρουσία του άλλου είναι μία ανάγκη του. Ανάγκη, όχι οπωσδήποτε επιβίωσης, αλλά για να ανταποκρίνεται στοιχειωδώς η υπαρκτική δίψα του ανθρώπου. Το κάλλος είναι ανάγκη, δεν είναι αστεία.
-Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Όλοι οι πολιτικοί κάνουν λόγο για την πρόοδο και μεταξύ άλλων υπόσχονται συνέπεια, τιμιότητα, αξιοκρατία. Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε την πρόοδο και πιο είναι το βαθύτερο νόημα της πολιτικής σήμερα;
Χ.Γ.: Αυτό που υπαινίσσεστε νομίζω ότι είναι μία αλλοτρίωση του γεγονότος της πολιτικής. Οι πολίτες δεν είναι πια οι φορείς των προτάσεων, οι φορείς των αναγκών, οι φορείς των αντιρρήσεων. Οι πολίτες είναι απλώς οι παίκτες σε ένα παιχνίδι εξουσίας. Παίζουν, όπως παίζουμε ένα παιχνίδι. Παίζω θα πει παίρνω με το μέρος μου μία αντίληψη, μία δυναμική και προσπαθώ να προβάλλω ότι είναι η ολοκλήρωση. Σε αυτό το πεδίο, στο πεδίο της ωρίμανσης των αναγκών, οι οποίες ξεπερνούν απλώς την επιβίωση, νομίζω ότι δεν έχουμε κάνει κανένα βήμα προς τα μπρος. Για να μην πω ότι πολλές φορές έχει κανείς την αίσθηση μίας οπισθοδρόμησης, η οποία τρομάζει.
«Νομίζουμε ότι
έχουμε
δημοκρατία
με το να συντηρούμε
αυτήν τη φαρσοκωμωδία
των εκλογών»
-Πώς μηδενίζεται η ιερότητα της πολιτικής στις μέρες μας;
Χ.Γ.: Με το ότι γίνεται αναξιόπιστη. Νομίζω ότι πρέπει να είναι πολύ μικρός ή ελάχιστος ο ελπίζων αριθμός των πολιτών, που ακόμα πιστεύουν ότι το να ασχοληθείς με την πολιτική σημαίνει ότι προσφέρεις στην πατρίδα. Αυτό σήμερα μοιάζει τουλάχιστον αφελές. Ο τρόπος που λειτουργεί η προεκλογική προπαγάνδα, τα προσόντα της υποψηφιότητας δηλώνουν ότι η πολιτική είναι κάτι εντελώς ατομοκεντρικό, με ατομοκεντρική επιδίωξη, μια περηφάνια για πράγματα τα οποία διαχειρίζεσαι και δε θα δημιουργήσεις. Επομένως, υπάρχει ένα ανοιχτό πρόβλημα στην πολιτική και γενικότερα στο ευρωπαϊκό παράδειγμα. Άρα, θα μπορούσε κανείς να το εντοπίσει ειδικότερα στην ελληνική περίπτωση.
Για παράδειγμα, το πέρασμα από την απόλυτη προτεραιότητα της κοινότητας, δηλαδή από τον κοινοτικό βίο στον αστικό, στον βίο των πόλεων και της κρατικής οργάνωσης, η απόσταση είναι πελώρια. Κι όμως έχουμε εθιστεί και δε μας επηρεάζει καθόλου. Νομίζουμε ότι έχουμε δημοκρατία με το να συντηρούμε αυτήν τη φαρσοκωμωδία των εκλογών.
-Θεωρείτε ότι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την εποχή μας ως μία σύγχρονη Βαβέλ;
Χ.Γ.: Ίσως. Δε θα προσθέταμε πολλά πράγματα με αυτόν τον χαρακτηρισμό στη σκοτεινιά και την απειλή που έχει η σημερινή διαλυτική τακτική του κοινωνικού γεγονότος.
-Βιώνουμε μία τριτοκοσμική κοινωνική ισοπέδωση;
Χ.Γ.: Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι φανερό σε όλους. Όλοι βλέπουμε περίπου τις ίδιες ταινίες, μέσα από τις τηλεοράσεις την ίδια ειδησεογραφία, ακόμα και μέσα από τις μουσικές και τα ποιήματα, αυτά τα οποία προβάλλονται εμπορικά από τους βιβλιοπώλες και τους εκδότες. Επομένως, δεν έχει λόγο να πει κανείς κάτι γόνιμο. Απλώς, επαναλαμβάνει μία δεδομένη και παγιωμένη κατάσταση.
-Κατά τη γνώμη σας, τι φταίει που υπάρχει τόση ένταση σήμερα στον κόσμο; Γιατί ο άνθρωπος προσπαθεί απελπισμένα να νιώσει ικανοποιημένος και δεν τα καταφέρνει;
Χ.Γ.: Η σπουδή, η έρευνα και ίσως η επισήμανση κάποιων παραγόντων, όπως ο άξονας της μεταφυσικής, έχουν παραγκωνιστεί εντελώς. Έχουν παραμείνει ένα γραφικό στοιχείο, ένα στοιχείο διακοσμητικό. Κάτι αντίστοιχο είναι και ο θεσμός της οικογένειας, της εργασίας κλπ.
-Όσον αφορά την ορθοδοξία, οι Έλληνες πιστεύετε ότι γνωρίζουν ακριβώς τι είναι ή έχουν μία «πλαστή» εικόνα προσμίξεων με άλλα δόγματα, όπως ο προτεσταντισμός; Είχα ακούσει σε μία ομιλία σας ότι θα θέλατε στις εκκλησίες να σταματήσουν τα κηρύγματα. Γιατί το έχετε πει αυτό;
Χ.Γ.: Ήθελα να τονίσω ότι το εκκλησιαστικό γεγονός είναι ένα συλλογικό κατόρθωμα. Δεν είναι μία προπαγάνδα, μία διαφήμιση, μία ηθικολογία. Δεν είναι κάτι τέτοιο. Ας πούμε, ένας θεσμός, μία ενορία, σήμερα υπάρχουν; Δεν ξέρω. Ο καθένας μπορεί να έχει τη δική του διαπίστωση.
-Ποιος είναι ο γρίφος που κρύβει η έννοια του θανάτου; Κατά πόσο τον κατανοούμε ή δεν τον αναγνωρίζουμε;
Χ.Γ.: Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο γρίφος ίσως είναι το πιστοποιημένο από όλους γεγονός ότι η μετοχή σε μία συλλογικότητα θέλει μία αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, μία ετοιμότητα να αγαπάς και να αγαπάσαι. Και αυτό σήμερα ως ένα βαθμό έχει χαθεί.
-Κλείνοντας τη συζήτησή μας, ποια είναι η σχέση μνήμης, λήθης και ιστορίας;
Χ.Γ.: Αυτή που ήταν πάντοτε. Η ιστορία για να λειτουργήσει ως μνήμη έχει ανάγκη από μία καλλιέργεια του ανθρώπου, μία αυτοπαραίτηση απ’ το εγώ του, μία ανάγκη να μετέχει και να γνωρίζει τα κοινά.
Διαβάστε επίσης:
Τζούλια Δημακοπούλου: Πέθανε η εμβληματική μορφή της σύγχρονης ελληνικής τέχνης – Ιδρύτρια του ΙΣΕΤ
Χρήστος Γιανναράς: Η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο mononews – «Οι πολίτες είναι απλώς οι παίκτες σε ένα παιχνίδι εξουσίας» | Ρεπορτάζ και ειδήσεις για την Οικονομία, τις Επιχειρήσεις, το Χρηματιστήριο, την Πολιτική