Credit Suisse: Ποιοι ευθύνονται για την κατάρρευση; Κόλαφος η έκθεση του ελβετικού κοινοβουλίου
Ανεπάρκεια και ακαταλληλότητα είναι δύο λέξεις που επικρατούν στην Ελβετία, όσον αφορά την κατάρρευση της Credit Suisse. Σε μια έκθεση – ορόσημο που δημοσιεύτηκε σήμερα και αφορά την περίοδο από το 2015 έως τον Ιούνιο του 2023, το ελβετικό κοινοβούλιο επικρίνει έντονα την διοίκηση της τράπεζας, αλλά και την προηγούμενη ηγεσία τoυ εποπτικού φορέα της ελβετικής κεφαλαιαγοράς (FINMA).
«Με την απόφαση της FINMA το 2017 να χορηγήσει απαλλαγή από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στην Credit Suisse, δεν αποκαλύφθηκε η πραγματική κατάσταση της τράπεζας, ενώ παρεμποδίστηκε η έγκαιρη λήψη διορθωτικών μέτρων», αναφέρεται στην έκθεση 569 σελίδων μιας ειδικής επιτροπής (PUK).
Η κίνηση της FINMA ήταν «ακατάλληλη» παρόλο που ήταν νομικά ορθή, σύμφωνα με τα μέλη του κοινοβουλίου.
Στην έκθεση σημειώνεται επίσης ότι η απόφαση, δεν κοινοποιήθηκε στο εποπτικό συμβούλιο της Finma, το οποίο εκείνη την εποχή περιελάμβανε την σημερινή πρόεδρο της ρυθμιστικής αρχής, Μαρλίν Αμστάντ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Απρίλιο του 2023, η Αμστάντ ζητούσε επίμονα ενίσχυση των εξουσιών του φορέα, προκειμένου να μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα, αλλά και να ανακοινώνει τα ονόματα των τραπεζών που παραβιάζουν τους κανόνες.
Οι βουλευτές επισημαίνουν ότι η κίνηση της FINMA – υπό τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο Μαρκ Μπράνσον – βοήθησε την Credit Suisse στο «να διατηρήσει το πρόσχημα της επαρκούς κεφαλαιοποίησης έως το τέλος».
Η απόφαση της FINMA, θα επέτρεπε αργότερα στην Credit Suisse να παρουσιάσει τον δείκτη CET1 για το επίπεδο κεφαλαίου, το οποίο συνέχισε να υπερβαίνει το απαιτούμενο ελάχιστο, ενώ ήδη δρομολογούνταν η κατάρρευση της τράπεζας.
Σημειώνεται ότι το κεφάλαιο CET1, είναι κεφάλαιο ύψιστης ποιότητας και κατά κανόνα, περιλαμβάνει μετοχές, παρακρατηθέντα κέρδη και άλλα αποθεματικά.
Ο δείκτης κεφαλαίου CET1 δείχνει τη σχέση μεταξύ του κεφαλαίου CET1 μιας τράπεζας και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού της.
Κρίση εμπιστοσύνης
Υπενθυμίζεται ότι η κατάρρευση της Credit Suisse πέρσι τον Μάρτιο, κλόνισε την εμπιστοσύνη στο ελβετικό κράτος, το οποίο φημιζόταν πάντα για τον ισχυρό κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών του.
Η πτώση επήλθε μετά από χρόνια σκανδάλων που επηρέασαν την ψυχολογία των πελατών, ωθώντας τους να αποσύρουν τεράστια χρηματικά ποσά από την τράπεζα, κατά τους μήνες που προηγήθηκαν πριν από την καταστροφή.
Τελικά, η ελβετική κυβέρνηση, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, σχεδίασε μια έκτακτη εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, ανακοινώνοντας ότι η κίνηση προστατεύει τη χώρα και τους φορολογούμενους της, από μια πιθανή οικονομική κατάρρευση.
Το φιάσκο της FINMA
Σε τελική ανάλυση, το κοινοβούλιο επιρρίπτει τις ευθύνες την ηγεσία του τραπεζικού κολοσσού για την κατάρρευση, μιλώντας παράλληλα και για αποτυχία της FINMA.
«Λυπούμεθα που απέτυχε να φτάσει την Credit Suisse σε σημείο που να μπορεί να αντιμετωπίσει πλήρως τις παθογένειες που είχε εντοπίσει», αναφέρουν χαρακτηριστικά τα μέλη του κοινοβουλίου.
Δια του λόγου το αληθές, η FINMA διεξήγαγε οκτώ έρευνες εκείνη την περίοδο, αλλά σύμφωνα με το κοινοβούλιο, τελικά απέφυγε να επιβάλει κυρώσεις σε άτομα, και επομένως, τα ευρήματα των ερευνών της ρυθμιστικής αρχής δεν οδήγησαν σε συνέπειες για τους υπευθύνους.
Νομοθετικές αλλαγές
Ωστόσο, έχει ανοίξει ο δρόμος για την διαμόρφωση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου, που θα περιλαμβάνει δικλίδες ασφαλείας, προκειμένου να μην επαναληφθούν τέτοιου είδους καταστάσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την οικονομία.
Επιπλέον, το ολοκληρωμένο σύνολο προτάσεων της κυβέρνησης για αλλαγές στον χρηματοοικονομικό κανονισμό, που παρουσιάστηκε νωρίτερα φέτος, προβλέπει μεταξύ άλλων, διευρυμένες εξουσίες για τη FΙΝΜΑ.
Από πλευράς της η UBS, χαιρέτισε την Έκθεση του κοινοβουλίου και δήλωσε υπέρ των αλλαγών του ρυθμιστικού πλαισίου.
«Η Έκθεση επιβεβαιώνει ότι η κατάρρευση της Credit Suisse οφείλεται εκτός άλλων σε στρατηγικά λάθη ετών και σημαντικές ρυθμιστικές παραχωρήσεις», σημείωσε η UBS.
Ανεπάρκεια και ακαταλληλότητα είναι δύο λέξεις που επικρατούν στην Ελβετία, όσον αφορά την κατάρρευση της Credit Suisse. Σε μια έκθεση – ορόσημο που δημοσιεύτηκε σήμερα και αφορά την περίοδο από το 2015 έως τον Ιούνιο του 2023, το ελβετικό κοινοβούλιο επικρίνει έντονα την διοίκηση της τράπεζας, αλλά και την προηγούμενη ηγεσία τoυ εποπτικού φορέα της ελβετικής κεφαλαιαγοράς (FINMA).
«Με την απόφαση της FINMA το 2017 να χορηγήσει απαλλαγή από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στην Credit Suisse, δεν αποκαλύφθηκε η πραγματική κατάσταση της τράπεζας, ενώ παρεμποδίστηκε η έγκαιρη λήψη διορθωτικών μέτρων», αναφέρεται στην έκθεση 569 σελίδων μιας ειδικής επιτροπής (PUK).
Η κίνηση της FINMA ήταν «ακατάλληλη» παρόλο που ήταν νομικά ορθή, σύμφωνα με τα μέλη του κοινοβουλίου.
Στην έκθεση σημειώνεται επίσης ότι η απόφαση, δεν κοινοποιήθηκε στο εποπτικό συμβούλιο της Finma, το οποίο εκείνη την εποχή περιελάμβανε την σημερινή πρόεδρο της ρυθμιστικής αρχής, Μαρλίν Αμστάντ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Απρίλιο του 2023, η Αμστάντ ζητούσε επίμονα ενίσχυση των εξουσιών του φορέα, προκειμένου να μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα, αλλά και να ανακοινώνει τα ονόματα των τραπεζών που παραβιάζουν τους κανόνες.
Οι βουλευτές επισημαίνουν ότι η κίνηση της FINMA – υπό τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο Μαρκ Μπράνσον – βοήθησε την Credit Suisse στο «να διατηρήσει το πρόσχημα της επαρκούς κεφαλαιοποίησης έως το τέλος».
Η απόφαση της FINMA, θα επέτρεπε αργότερα στην Credit Suisse να παρουσιάσει τον δείκτη CET1 για το επίπεδο κεφαλαίου, το οποίο συνέχισε να υπερβαίνει το απαιτούμενο ελάχιστο, ενώ ήδη δρομολογούνταν η κατάρρευση της τράπεζας.
Σημειώνεται ότι το κεφάλαιο CET1, είναι κεφάλαιο ύψιστης ποιότητας και κατά κανόνα, περιλαμβάνει μετοχές, παρακρατηθέντα κέρδη και άλλα αποθεματικά.
Ο δείκτης κεφαλαίου CET1 δείχνει τη σχέση μεταξύ του κεφαλαίου CET1 μιας τράπεζας και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού της.
Κρίση εμπιστοσύνης
Υπενθυμίζεται ότι η κατάρρευση της Credit Suisse πέρσι τον Μάρτιο, κλόνισε την εμπιστοσύνη στο ελβετικό κράτος, το οποίο φημιζόταν πάντα για τον ισχυρό κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών του.
Η πτώση επήλθε μετά από χρόνια σκανδάλων που επηρέασαν την ψυχολογία των πελατών, ωθώντας τους να αποσύρουν τεράστια χρηματικά ποσά από την τράπεζα, κατά τους μήνες που προηγήθηκαν πριν από την καταστροφή.
Τελικά, η ελβετική κυβέρνηση, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, σχεδίασε μια έκτακτη εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, ανακοινώνοντας ότι η κίνηση προστατεύει τη χώρα και τους φορολογούμενους της, από μια πιθανή οικονομική κατάρρευση.
Το φιάσκο της FINMA
Σε τελική ανάλυση, το κοινοβούλιο επιρρίπτει τις ευθύνες την ηγεσία του τραπεζικού κολοσσού για την κατάρρευση, μιλώντας παράλληλα και για αποτυχία της FINMA.
«Λυπούμεθα που απέτυχε να φτάσει την Credit Suisse σε σημείο που να μπορεί να αντιμετωπίσει πλήρως τις παθογένειες που είχε εντοπίσει», αναφέρουν χαρακτηριστικά τα μέλη του κοινοβουλίου.
Δια του λόγου το αληθές, η FINMA διεξήγαγε οκτώ έρευνες εκείνη την περίοδο, αλλά σύμφωνα με το κοινοβούλιο, τελικά απέφυγε να επιβάλει κυρώσεις σε άτομα, και επομένως, τα ευρήματα των ερευνών της ρυθμιστικής αρχής δεν οδήγησαν σε συνέπειες για τους υπευθύνους.
Νομοθετικές αλλαγές
Ωστόσο, έχει ανοίξει ο δρόμος για την διαμόρφωση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου, που θα περιλαμβάνει δικλίδες ασφαλείας, προκειμένου να μην επαναληφθούν τέτοιου είδους καταστάσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την οικονομία.
Επιπλέον, το ολοκληρωμένο σύνολο προτάσεων της κυβέρνησης για αλλαγές στον χρηματοοικονομικό κανονισμό, που παρουσιάστηκε νωρίτερα φέτος, προβλέπει μεταξύ άλλων, διευρυμένες εξουσίες για τη FΙΝΜΑ.
Από πλευράς της η UBS, χαιρέτισε την Έκθεση του κοινοβουλίου και δήλωσε υπέρ των αλλαγών του ρυθμιστικού πλαισίου.
«Η Έκθεση επιβεβαιώνει ότι η κατάρρευση της Credit Suisse οφείλεται εκτός άλλων σε στρατηγικά λάθη ετών και σημαντικές ρυθμιστικές παραχωρήσεις», σημείωσε η UBS.