Δημοκρατία και πολιτική συμπεριφορά
Το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της χρονιάς υπήρξε η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Η πρόβλεψη των επιπτώσεών της παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη, συνεχίζεται όμως η ατέρμονη συζήτηση για το «γιατί» της εκλογής του. Πώς εξηγείται η δυσχέρεια της ερμηνείας, παρά την πρόσβαση σε τεράστιες βάσεις δεδομένων; Πιστεύω πως αυτό οφείλεται στην τάση που έχουμε να προσεγγίζουμε την […]
Το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της χρονιάς υπήρξε η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Η πρόβλεψη των επιπτώσεών της παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη, συνεχίζεται όμως η ατέρμονη συζήτηση για το «γιατί» της εκλογής του. Πώς εξηγείται η δυσχέρεια της ερμηνείας, παρά την πρόσβαση σε τεράστιες βάσεις δεδομένων; Πιστεύω πως αυτό οφείλεται στην τάση που έχουμε να προσεγγίζουμε την πολιτική συμπεριφορά με εξιδανικευμένο και μη ρεαλιστικό τρόπο.
Για τους περισσότερους ανθρώπους στα δημοκρατικά καθεστώτα, η πολιτική συμπεριφορά μπορεί να γίνει κατανοητή ως αποτέλεσμα ενός απλού αλγόριθμου που λειτουργεί σε δύο φάσεις – ας τις αποκαλέσουμε «ανήκειν» και «γραμμή». Η πρώτη αφορά την απάντηση στο ερώτημα «με ποια πολιτική παράταξη ταυτίζομαι;». Αυτό δεν σημαίνει πλήρη, συνεχή ή έντονη ταύτιση με συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα όσο μια αίσθηση συγγένειας με μια παράταξη και παράλληλα (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) αντιπάθειας μιας αντίπαλης παράταξης. Η ατομική πολιτική ταυτότητα προκύπτει για τους περισσοτέρους κληρονομικά (π.χ. «προέρχομαι από μια αριστερή οικογένεια»), αλλά μπορεί να είναι αποτέλεσμα της συμμετοχής σε κάποιο κομβικό γεγονός, συνήθως στη διάρκεια της νεότητας. Η πολιτική κοινωνιολογία αναζητεί συσχετισμούς των αρχικών αυτών εντάξεων με μια σειρά ταξικών, θρησκευτικών ή εθνοτικών παραμέτρων, όμως αυτές τείνουν να αναπαράγονται διαγενεακά, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που τις γέννησαν.
Αφού απαντηθεί το ερώτημα του «ανήκειν», προκύπτει το δεύτερο ερώτημα, για όσους τουλάχιστον διαθέτουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα: «τι πρεσβεύω για ένα συγκεκριμένο πολιτικό ζήτημα;». Η απάντηση προκύπτει συνήθως από τη θέση που υιοθετεί η πολιτική παράταξη με την οποία ταυτίζεται κάποιος. Οπως έχουν δείξει εκατοντάδες έρευνες, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν έχει ούτε τον χρόνο αλλά ούτε την έφεση να σκεφτεί πρωτότυπα για τα εκατοντάδες πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν συνεχώς. Γι’ αυτό και τα συμμετοχικά πειράματα, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλή σε ορισμένους πανεπιστημιακούς κύκλους, έχουν εξαιρετικά περιορισμένη χρησιμότητα στην πράξη. Οπως περιορισμένη ερμηνευτική αξία έχουν οι ατελείωτοι προβληματισμοί για την ποιότητα της πολιτικής συμμετοχής και πράξης. Οι περισσότεροι άνθρωποι συγκινούνται από τη συναισθηματική ταύτιση, όχι από τον ορθολογικό προβληματισμό. Η προσέγγιση αυτή μας βοηθάει να κατανοήσουμε αρκετά παράδοξα της πολιτικής, όπως την αναντιστοιχία ανάμεσα στην εκπληκτική σταθερότητα της μαζικής πολιτικής συμπεριφοράς και στο γεγονός πως η έκβαση των εκλογών κρίνεται συνήθως από τις αποφάσεις ενός μικρού αριθμού ψηφοφόρων και την αναντιστοιχία ανάμεσα στον «συστημισμό» από τη μια και τη μεταρρύθμιση και δημαγωγία από την άλλη.
Το εκκρεμές ανάμεσα στη μετριοπάθεια και την πόλωση, τον συστημισμό και τη δημαγωγία, είναι τελικά εγγενές στη δημοκρατία και συνήθως ενισχυτικό της.
Τα πολιτικά κόμματα στοχεύουν στη διατήρηση της συναισθηματικής ταύτισης των ψηφοφόρων με αυτά. Από τη μια οι πολιτικές ηγεσίες διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό τις απόψεις των ψηφοφόρων. Καθώς όμως τους κατατρέχει ο φόβος της ήττας και της μη επανεκλογής, πορεύονται συνήθως με γνώμονα την ελαχιστοποίηση του ρίσκου και επομένως της πολιτικής καινοτομίας. Αναμασούν τα ίδια κλισέ. Αυτό όμως μειώνει τη δυνατότητα των δημόσιων πολιτικών να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πολιτών, πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί στη μείωση της ταύτισης των πολιτών με αυτά. Το αποτέλεσμα είναι το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς της πολιτικής καινοτομίας, πράγμα που οδηγεί στην εμφάνιση νέων παικτών, συνήθως στο εσωτερικό των κομμάτων. Αυτοί με τη σειρά τους επιχειρούν να καινοτομήσουν εκφράζοντας έναν λόγο που μπορεί να περιγραφεί ως μεταρρυθμιστικός ή δημαγωγικός (ή και τα δύο συγχρόνως), περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα ή σοβαρά. Ο λόγος τους συχνά πολώνει και φανατίζει τους πολίτες, αυξάνοντας έτσι την ταύτισή τους με τα κόμματα. Από την άποψη αυτή, η πόλωση είναι ένα λειτουργικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτικού ανταγωνισμού. Το εκκρεμές ανάμεσα στη μετριοπάθεια και την πόλωση, στον συστημισμό και τη δημαγωγία, είναι τελικά εγγενές στη δημοκρατία και συνήθως ενισχυτικό της. Δεν είναι παθογένεια, όπως γίνεται συνήθως αντιληπτό.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.