Είναι η Ελλάδα προετοιμασμένη για ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα;
Η ανάδυση ενός νέου κυρίαρχου συστήματος στο διεθνές στερέωμα –προκαλείται από τη μετατόπιση των δημογραφικών στοιχείων, της οικονομικής δύναμης και των στρατιωτικών δυνατοτήτων– είναι από τις πιο πιεστικές ανησυχίες για τα κράτη, αφού μπορεί να προμηνύει μια μετάβαση ισχύος στο διεθνές σύστημα.
Η ανάδυση ενός νέου κυρίαρχου συστήματος στο διεθνές στερέωμα –προκαλείται από τη μετατόπιση των δημογραφικών στοιχείων, της οικονομικής δύναμης και των στρατιωτικών δυνατοτήτων– είναι από τις πιο πιεστικές ανησυχίες για τα κράτη, αφού μπορεί να προμηνύει μια μετάβαση ισχύος στο διεθνές σύστημα.
Στην ανησυχία που δημιουργεί η ανάδυση μιας νέας δύναμης αναφέρεται η περίφημη φράση του Θουκυδίδη «Η αύξηση της δύναμης της Αθήνας και η ανησυχία που ενέπνευσε στη Σπάρτη έκαναν τον πόλεμο αναπόφευκτο». Ο όρος “πολικότητα” περιγράφει τη διεθνή κατανομή ισχύος και πως αυτή αλλάζει με το χρόνο. Η πολικότητα έχει τρεις μορφές: Μονοπολικότητα (μια χώρα είναι πολύ πιο ισχυρή από όλες τις άλλες), διπολικότητα (δύο χώρες έχουν περίπου την ίδια ισχύ) και πολυπολικότητα (η ισχύς διαχέεται σε διάφορες χώρες).
Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επικρατούσε ένα πολυπολικό σύστημα με σχετική ισορροπία ισχύος μεταξύ πολλών δυνάμεων. Μετά από αυτόν επικράτησε η διπολικότητα του Ψυχρού Πολέμου, όπου κυριαρχούσαν δύο αντίθετες μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση), με καθορισμένες σφαίρες επιρροής. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν στη μόνη υπερδύναμη σ’ ένα μονοπολικό διεθνές σύστημα.
Η κατανόηση του τι είδους νέο διεθνές σύστημα αναδύεται σήμερα και η αξιολόγηση των πιθανών κινδύνων και δυνατοτήτων του, είναι απαραίτητη για κάθε κράτος, ώστε να διαμορφώσει μια αποτελεσματική και ρεαλιστική εξωτερική πολιτική. Τρεις απόψεις αντιπαρατίθενται σχετικά με τη δομή (πολικότητα) του διεθνούς συστήματος που θα επικρατήσει:
Ενώ το μεγάλο μέρισμα ισχύος που απολάμβαναν οι ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έχει μειωθεί σημαντικά και πολλές χώρες καλύπτουν αυτό το χάσμα, η μονοπολικότητα, έστω και περιορισμένη, θα διατηρηθεί λόγω της παγκόσμιας στρατιωτικής εμβέλειας των ΗΠΑ και της κυριαρχίας του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές.
Διαμορφώνεται ένας νέος διπολικός Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, όπου κανένα τρίτο κράτος δεν μπορεί να αναπτύξει μια συγκρίσιμη ισχύ. Η Κίνα έχει φτάσει την αμερικανική οικονομική ισχύ, ενώ ο στρατός της ανταγωνίζεται τον αμερικανικό.
Αναδύεται μια συνεργατική πολυπολικότητα, όπου Κίνα και ΗΠΑ είναι δύο μεγάλες δυνάμεις, αλλά η οικονομική ισχύς διαχέεται σημαντικά: η ΕΕ έχει υπολογίσιμη ρυθμιστική ισχύ σε ό,τι αφορά το εμπόριο και τη τεχνολογία παγκοσμίως. Οι δημοκρατίες της Άπω Ανατολής και ο αναπτυσσόμενος κόσμος είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα
Η μεταπολεμική μονοπολικότητα είναι σε κρίση. Η αμερικανική στρατιωτική ισχύς απέτυχε στην καταπολέμηση της παγκόσμιας τρομοκρατίας, ενώ ενεπλάκη σε σταυροφορικές εκστρατείες με εκατόμβες θανάτων κατά ανυπότακτων μικρών δυνάμεων στα Βαλκάνια, Αφρική και Μέση Ανατολή. Η πρόσφατη σύρραξη στην Ουκρανία μπορεί να οδηγήσει στο Γ’ (και τελευταίο) Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη βάση της κρίσης είναι ότι, αντίθετα με τις ομοιογενείς κοινωνίες προηγούμενων μονοπολικών ηγεμονιών, η σημερινή αμερικανική κοινωνία είναι επικίνδυνα ετερογενής. Μια ασταθής κοινωνία με επιδεινούμενες πολώσεις στο εσωτερικό της, πιθανόν στα πρόθυρα εμφύλιας αντιπαράθεσης, δύσκολα μπορεί να κυβερνήσει με σταθερότητα ένα μονοπολικό κόσμο.
Οι οπαδοί της διπολικότητας υπενθυμίζουν ότι η ψυχροπολεμική περίοδος μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης ήταν η πιο σταθερή, αφού απεφεύχθη ένας Παγκόσμιο Πόλεμος. Παραβλέπουν, όμως, το βαρύ τίμημα που πλήρωσε ο Τρίτος Κόσμος από το μεγάλο αριθμό αιματηρών τοπικών πολέμων (Κορέα, Βιετνάμ, Καμπότζη, Αφγανιστάν κλπ.), την έντονη υπαρξιακή απειλή των πυρηνικών όπλων και τη σκληρή κοινωνική καταστολή στα αυταρχικά κράτη του ανατολικού μπλοκ.
Η σύγχρονη πολυπολικότητα υπόσχεται μια πολύ ευρύτερη επιλογή εταίρων και συμμαχιών από ό,τι η διπολική ευθυγράμμιση των κρατών πίσω από δύο ηγεμόνες. Κάθε κράτος-πόλος μπορεί να προσελκύσει άλλα κράτη μέσω της πολιτιστικής, πολιτικής και οικονομικής ελκυστικότητας του. Οι πόλοι δεν έχουν το ίδιο μέγεθος: ΗΠΑ και Κίνα είναι οι μόνοι παγκόσμιας εμβέλειας πόλοι. Ινδία, ΕΕ, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Βραζιλία ενεργοποιούνται σε μικρότερο διεθνές πεδίο. Ο αντίκτυπος άλλων πιθανών πόλων (Αυστραλία, Νιγηρία, Τουρκία κλπ.) είναι περιφερειακά περιορισμένος. Η απόσταση μεταξύ πόλων εξαρτάται από τα συμφέροντα και τους προσανατολισμούς τους (η ΕΕ βρίσκεται πιο κοντά στις ΗΠΑ από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο πόλο). Ενώ οι πόλοι μπορεί να έχουν διαφορές στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική τους προσέγγιση, όλοι υπακούουν στο Διεθνές Δίκαιο και όχι στο μεροληπτικό σύστημα κανόνων της μονοπολικότητας.
Οι ΗΠΑ απέναντι στο πολυπολικό σύστημα
Η προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάϊντεν αφορά σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο των αφηγημάτων. Μοιραία, βασίζεται σε ανακριβείς υποθέσεις σχετικά με τη διπολικότητα, καθώς και στην αμφίβολη ικανότητα των ΗΠΑ να επαναλάβουν το εγχειρίδιο του Ψυχρού Πολέμου για την οικοδόμηση ενός αντικινεζικού συνασπισμού. Η έμφαση στην οικοδόμηση ενός τέτοιου παγκόσμιου μπλοκ “ομοϊδεατών” χωρών είναι εμφανής στην αναφορά της Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας: «Ο πυρήνας της συμμαχίας μας είναι αποκλειστικά εκείνοι οι εταίροι που μοιράζονται περισσότερο τα συμφέροντά μας».
Στη πράξη, η Ουάσινγκτον διαιωνίζει ένα αυταρχικό μοντέλο διπολικού ανταγωνισμού που αφήνει ελάχιστες δυνατότητες στα συμμαχικά κράτη να αναπτύξουν τις δικές τους προτεραιότητες και ευκαιρίες, με δήθεν αντάλλαγμα την παροχή αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας έναντι συχνά κατασκευασμένων απειλών. Από την άλλη πλευρά –όπως σημείωσε το Foreign Affairs– οι ίδιες οι ΗΠΑ συνεχίζουν να συνεργάζονται επιλεκτικά με τις απολυταρχίες όταν τις βολεύει, υπονομεύοντας το ενοποιημένο μπλοκ που υποτίθεται αποσκοπεί στην απόρριψη του αυταρχισμού.
Αυτή η περίοδος ρευστότητας του διεθνούς συστήματος έχει σημαντικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, αφού η κατεύθυνση του συστήματος θα καθορίσει τους τρόπους με τους οποίους τα κράτη θα αλληλεπιδρούν τις επόμενες δεκαετίες. Η κατανόηση αυτών των αλλαγών από τους υπεύθυνους χάραξης εξωτερικής πολιτικής είναι ζωτικής σημασίας για τη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και βιώσιμης εθνικής στρατηγικής. Η ανάγκη μιας σοβαρής μελέτης της δομής του διεθνούς συστήματος αφήνει αδιάφορες τις ελληνικές πολιτικές ελίτ που έβαλαν όλα τα αυγά τους στο “καλάθι” του Μπάϊντεν. Όμως, μια αντικειμενική αξιολόγηση σε ποιο σύστημα θα λειτουργήσει καλύτερα η χώρα έχει καθοριστικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο θα επιδιώξει τα συμφέροντα της.
Εξαίρεση η Ελλάδα
Η προβληματική νεοψυχροπολεμική στρατηγική Μπάϊντεν δεν συμβαδίζει με τις δηλώσεις πολλών εταίρων και αντιπάλων των ΗΠΑ που υποστηρίζουν ανοιχτά μια πολυπολική εποχή. Ο Μακρόν δηλώνει ότι η Ευρώπη πρέπει να «επιδιώξει να είναι ο τρίτος πόλος» σε μια αναδυόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Ο Ινδός Μόντι τονίζει: «Πιστεύω ότι οι BRICS και οι φιλικές χώρες μπορούν να συνεργαστούν για την ενίσχυση ενός πολυπολικού κόσμου».
Ο Βραζιλιάνος ντα Σίλβα (Λούλα) επιθυμεί ισχυρότερους δεσμούς με Κίνα, διατηρώντας παράλληλα συνεργασίες με ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία. «Ο κόσμος του 21ου αιώνα είναι ένας πολυπολικός κόσμος» τονίζει ο Σολτς στο επίσημο κείμενο “Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας της Γερμανίας” . Ο Πούτιν δήλωσε: «Ένα πολυπολικό σύστημα διεθνών σχέσεων διαμορφώνεται τώρα, πρόκειται για μια μη αναστρέψιμη διαδικασία». Ακόμη και η Χίλαρι Κλίντον παρατήρησε: «Βλέπουμε μια μετατόπιση της ισχύος προς έναν πιο πολυπολικό κόσμο, σε αντίθεση με το ψυχροπολεμικό μοντέλο ενός διπολικού κόσμου».
Πολλά μικρότερα κράτη δεν παίρνουν θέση με τον τρόπο που επιθυμεί η κυβέρνηση Μπάϊντεν. Αντιθέτως, επιδεικνύουν μια ικανότητα επιλεκτικής εμπλοκής και πολλαπλής ευθυγράμμισης που το Foreign Policy περιγράφει ως εξής: «Μια ενεργή απόφαση που λαμβάνεται για την οικοδόμηση φιλικών δεσμών με πολλαπλές μεγάλες δυνάμεις, συνεργαζόμενα στενότερα με όποιον εταίρο ταιριάζει καλύτερα στα συμφέροντα ασφάλειας και οικονομίας της χώρας τους σε ένα συγκεκριμένο θέμα».
“Στην Ευρώπη οι ΗΠΑ δεν έχουν συμμάχους, έχουν ομήρους”
Η Ελλάς αποτελεί εξαίρεση, αφού η κυβέρνηση παραμένει ολοκληρωτικά, σχεδόν μονομανώς αφοσιωμένη στη πολιτική Μπάιντεν, ανεξάρτητα από τα εθνικά συμφέροντα. Συγκεκριμένα, είναι απροετοίμαστη για το σοβαρό ενδεχόμενο ο κόσμος να μετατοπιστεί προς τη πολυπολικότητα, όπου ΗΠΑ και Κίνα θα κατέχουν σημαντικά ποσοστά ισχύος, αλλά τα μικρότερα κράτη σε κάθε περιοχή θα διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο.
Το βλέπουμε στην περίπτωση της Τουρκίας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να εξετάσουν πως να χρησιμοποιήσουν προς όφελος του έθνους αυτή τη δυνητική στροφή προς την πολυπολικότητα, ενισχύοντας τις σχέσεις με τους εταίρους και συμμάχους της, ενθαρρύνοντας οικονομικά ανοίγματα και διατηρώντας ευέλικτες συνεργασίες με πολλά διαφορετικά κράτη, ώστε να απαντήσουν σε επικίνδυνες προκλήσεις.