Ελλάδα – Αλβανία; Ασ’ το καλύτερα… | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Να το πούμε ακόμα μια φορά: το ποδόσφαιρο σχεδόν ποτέ δεν έχει να κάνει μόνο με το ποδόσφαιρο. Στο βιβλίο που παρακολουθούμε αυτή την πρώτη εβδομάδα που «τρέχει» στις τηλεοράσεις το ποδοσφαιρικό Euro, το πρόσφατο «Δυσκολότερο από ένα Μουντιάλ. Euro: τα εξήντα χρόνια μιας ευρωπαϊκής ιστορίας» (εκδ. Παπαδόπουλος), ο Αντώνης Καρπετόπουλος μας υπενθυμίζει (μάλλον, πιο […]
Να το πούμε ακόμα μια φορά: το ποδόσφαιρο σχεδόν ποτέ δεν έχει να κάνει μόνο με το ποδόσφαιρο. Στο βιβλίο που παρακολουθούμε αυτή την πρώτη εβδομάδα που «τρέχει» στις τηλεοράσεις το ποδοσφαιρικό Euro, το πρόσφατο «Δυσκολότερο από ένα Μουντιάλ. Euro: τα εξήντα χρόνια μιας ευρωπαϊκής ιστορίας» (εκδ. Παπαδόπουλος), ο Αντώνης Καρπετόπουλος μας υπενθυμίζει (μάλλον, πιο σωστά: μας μαθαίνει) μια νόστιμη ιστορία ποδοσφαίρου και πολιτικής μαζί.
Μπορεί στην παρθενική διοργάνωση του Euro το 1960, η Εθνική Ελλάδος να ήταν η πρώτη ομάδα που αποκλείστηκε, τέσσερα χρόνια μετά, το 1964, η Εθνική μας επανέλαβε αυτό το «θαύμα» – αυτή τη φορά, προτού καν ξεκινήσει η διοργάνωση. Βλέπετε, στην κλήρωση που έγινε στη Ζυρίχη, στις 10 Ιανουαρίου του 1962, προέκυψε ένα πολύ ενδιαφέρον ζευγάρι: Ελλάδα – Αλβανία.
«Οι σχέσεις με τη γείτονα χώρα ήταν ανύπαρκτες», γράφει ο Καρπετόπουλος. «Υπήρχε ακόμα εμπόλεμη κατάσταση». Στις 3 Μαρτίου του 1962, η ΕΠΟ υπέβαλε αίτημα αλλαγής αντιπάλου: η Εθνική μας να παίξει με την Ισπανία και η Αλβανία με τη Ρουμανία.
Ηταν ένα «χωρίς λογική αίτημα», όπως εύστοχα σχολιάζει ο «Κάρπετ» (αίτημα που υπάκουε στους μετεμφυλιακούς παραλογισμούς των καιρών εκείνων, θα προσθέταμε εμείς), το οποίο δεν υπήρχε περίπτωση να μην απορριφθεί από την UEFA.
Η Ελλάδα όμως το πήγε ακόμα παραπέρα. Στις 23 Μαρτίου, έπειτα από πρόταση του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, η ελληνική κυβέρνηση «αποφάσισε, οριστικά και αμετάκλητα», την απαγόρευση της συμμετοχής της Εθνικής Ελλάδος στα προκριματικά του Euro. «Μάλιστα ο Αβέρωφ δήλωσε πως γνώριζε ότι το ελληνικό αίτημα θα απορριφθεί από την UEFA, ενώ ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν θα δεχόταν να αγωνιστεί με την Αλβανία ούτε σε ουδέτερη χώρα!».
Κατά τον συγγραφέα, χάθηκε τότε η ευκαιρία να δούμε σε ελληνικό γήπεδο (στα προκριματικά οι διπλοί αγώνες γίνονται στις έδρες των δύο αντιπάλων) τον Παναγιότ Πανό, τον Βορειοηπειρώτη επιτελικό χαφ, ο οποίος αγωνίστηκε για 18 χρόνια στην Αλβανία.
Πάνου ήταν το ελληνικό του όνομα και ήταν γεννημένος στο Δυρράχιο. Φόρεσε 25 φορές τη φανέλα της εθνικής Αλβανίας κι έγινε ο πρώτος παλαίμαχος ποδοσφαιριστής που τιμήθηκε με το παράσημο της Τιμής, την ανώτατη διάκριση του αλβανικού κράτους. Οταν πέθανε στη Φλόριντα από καρδιά, το 2010, στην Αλβανία κηρύχθηκε εθνικό πένθος.
Ο γιος του, Λεωνίδας, μας πληροφορεί πάντοτε ο «Κάρπετ», έπαιξε μπάλα στην ελληνική Α΄ Εθνική από το 1992 έως το 2000, στην Ξάνθη και στον ΠΑΣ Γιάννενα. «Ο “Λεόντι”, όπως τον αποκαλούσαν, κάτι πήρε από τον μπαμπά. Κατά τη διάρκεια της 16χρονης καριέρας του (1986-2002) εκτέλεσε 50 πέναλτι και ευστόχησε σε όλα!».
Το συμβάν του 1964 δεν είχε κυρώσεις για την Ελλάδα. «Επί τριάντα ολόκληρα χρόνια όμως η Ελλάδα και η Αλβανία δεν συναντήθηκαν ποτέ σε όμιλο προκριματικών λόγω πιλοταρισμένων κληρώσεων»…