Ενεργειακή μετάβαση: Τέσσερις συν μία προκλήσεις για την Ευρώπη και την Ελλάδα
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις και η συνακόλουθη επίμονη ενεργειακή και πληθωριστική κρίση υπενθύμισαν με βίαιο τρόπο τη ζωτική σημασία της ενέργειας, η οποία νομοτελειακά θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη.
Με τον πενταετή πολιτικό κύκλο που άνοιξε η εκλογή νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και νέου Κολεγίου Επιτρόπων, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η χώρα μας καλούνται να αντιμετωπίσουν δυσεπίλυτα μακροχρόνια προβλήματα, αλλά και σημαντικές νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την αυτονομία, την ανθεκτικότητα, την ανταγωνιστικότητα, τη διεθνή συνεργασία, τη συμμετοχικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις και η συνακόλουθη επίμονη ενεργειακή και πληθωριστική κρίση υπενθύμισαν με βίαιο τρόπο τη ζωτική σημασία της ενέργειας, η οποία νομοτελειακά θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη.
Στρατηγική Αυτονομία, ενεργειακή ασφάλεια και ανταγωνιστικότητα
Ο εντεινόμενος γεωπολιτικός ανταγωνισμός και οι επιθετικές βιομηχανικές πολιτικές τρίτων χωρών μειώνουν την ασφάλεια των εισαγωγών κρίσιμων τεχνολογιών και κρίσιμων πρώτων υλών στην Ευρώπη καθιστώντας απαραίτητη τη δημιουργία εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού. Ο τομέας ενέργειας αποτελεί την κινητήριο δύναμη των εγχώριων αλυσίδων αξίας από τις πρώτες ύλες (εξορυκτικός κλάδος) και τη μεταποίηση έως τις μεταφορές και την τελική διάθεση προϊόντων.
Κρίσιμη πρόκληση για την Ευρώπη και τη χώρα μας αποτελεί η αδιάλειπτη διαθεσιμότητα ενέργειας σε προσιτή τιμή. Μετά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρώπη αύξησε σημαντικά την παραγωγή εγχώριων ΑΠΕ ξεπερνώντας το α εξάμηνο του 2024 το 50% της ηλεκτροπαραγωγής, και υποκατέστησε σε σημαντικό βαθμό τις εισαγωγές από τη Ρωσία με πιο αξιόπιστους προμηθευτές (ΗΠΑ, Νορβηγία), όμως, με το πολύ πιο ακριβό LNG. Ταυτόχρονα, όμως, απέτυχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των υψηλών τιμών ενέργειας, καθώς οι βιομηχανικές τιμές ηλεκτρισμού είναι 2 με 3 φορές υψηλότερες από τις ΗΠΑ και του φυσικού αερίου, 3 ως 6 φορές υψηλότερες. Δυστυχώς η κατάσταση στη χώρα μας είναι ακόμα δυσμενέστερη, δημιουργώντας επιπρόσθετες προκλήσεις για τους εγχώριους παραγωγικούς κλάδους. Η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα (υπεράκτια αιολικά, ενεργειακές κοινότητες) και η απεικόνιση του χαμηλού κόστους παραγωγής τους στις τελικές τιμές. Προς τούτο χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση, βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο των ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένου του χωροταξικού σχεδιασμού (πότε επιτέλους θα θεσμοθετηθεί, όταν από το 2014 το είχαμε εντάξει στο ΕΣΠΑ;), με παράλληλη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της διασυνοριακής ρυθμιστικής εποπτείας.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της, οφείλουν να δημιουργήσουν ένα σταθερό και πειστικό μακροχρόνιο σχεδιασμό που θα προσφέρει επενδυτική ασφάλεια με την υποβολή φιλόδοξων, αλλά και υλοποιήσιμων Εθνικών Σχεδίων για Ενέργεια & Κλίμα (ΕΣΕΚ) και Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας. Η αξιοπιστία του μακροχρόνιου σχεδιασμού θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την επιτυχία των σχεδιαζόμενων πολιτικών, ειδικά σε νέες αγορές, όπως το υδρογόνο και τα συνθετικά καύσιμα, που οι αγορές προσφοράς και ζήτησης πρέπει να δημιουργηθούν ταυτόχρονα, σχεδόν από το μηδέν.
Σημειώνεται πάντως ότι εδώ και μια 10ετία, ήδη από το 2014, η Ελλάδα βρισκόταν στην 3η καλύτερη παγκόσμια θέση στην κατά κεφαλήν παραγωγή φωτοβολταϊκών και στην 7η καλύτερη της Ε.Ε. στα αιολικά.
Επιπλέον, με σωφροσύνη και προβλεπτικότητα, ήδη από το 2013 σχεδιάσαμε κι εντάξαμε για χρηματοδότηση στα Ευρωπαϊκά Ταμεία, κορυφαία έργα Ενεργειακής Ασφάλειας, όπως ο αγωγός TAP (λειτουργεί ήδη αρκετά χρόνια), το FSRU της Αλεξανδρούπολης (σε στάδιο δοκιμών λειτουργίας), ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB (ήδη λειτουργεί), το ηλεκτρικό καλώδιο Great Sea Interconnector (πρώην EuroAsia) που έχει ήδη διασφαλίσει χρηματοδότηση άνω των 650 εκατομμυρίων ευρώ, η αντλησιοταμίευση της Αμφιλοχίας (έχει ξεκινήσει η υλοποίηση), ο αγωγός EastMed (που αποτελεί κορυφαίο έργο τροφοδοσίας της Ε.Ε. από την Ανατολική Μεσόγειο).
Περιττεύει να επαναλάβω για πολλοστή φορά τη βαθιά απογοήτευση από την ουσιαστική εγκατάλειψη των προσπαθειών για αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, αξίας άνω των 250 δις ευρώ και εκτιμώμενης ποσότητας 680 bcm, που θα συνιστούσε μέγιστη εθνική γεωπολιτική αναβάθμιση λόγω της ενεργειακής ασφάλειας που θα παρείχε στα υπόλοιπα 26 Κράτη-Μέλη.
Ανθεκτικότητα και υποδομές ενέργειας
Τα έντονα καιρικά φαινόμενα και οι επαναλαμβανόμενες τραγωδίες κινδυνεύουν να γίνουν η νέα κανονικότητα σε μια Ήπειρο που θερμαίνεται ταχύτερα παγκοσμίως, καθιστώντας την ιδιαίτερα ευάλωτη σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Τα σημερινά επίπεδα ετοιμότητας δεν μπορούν να προστατεύσουν τους ευρωπαίους πολίτες και τις υποδομές τους από το νέο υψηλότερο επίπεδο απειλής. Απαιτούνται νέοι σχεδιασμοί και σοβαρές επενδύσεις στην Ανθεκτικότητα, καθώς σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο τέως Επίτροπος Διαχείρισης Κρίσεων κ. Janez Lenarčič, κάθε ένα ευρώ που επενδύεται στην Πρόληψη και την Ετοιμότητα στην Ευρώπη, συνήθως αποδίδει δύο έως δέκα ευρώ από την αποφυγή ζημιών και το κόστος αποκατάστασής τους.
Ενώ το μέσο κόστος των καταστροφών τη δεκαετία του 1980 κυμαινόταν σε 8 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, το 2022 ξεπέρασε τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υποδομές τις ενέργειας χρειάζονται νέους σχεδιασμούς ασφάλειας, διαχείρισης και συντήρησης για να οχυρωθούν από επαναλαμβανόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά και συνυπολογισμό σεναρίων που έως σήμερα φαίνονταν απίθανο να συμβούν, όπως μια πιθανή μόνιμη άνοδος της στάθμης της θάλασσας ή μια σημαντική αλλαγή στα υδρολογικά δεδομένα ολόκληρων Περιφερειών που θα επηρεάσουν μεγάλες υποδομές ενέργειας όπως υπεράκτιες εγκαταστάσεις και υδροηλεκτρικές Μονάδες και φράγματα αντίστοιχα.
Ταυτόχρονα, η ανθεκτικότητα των ενεργειακών μας υποδομών είναι αντιμέτωπη και με τις προκλήσεις ασφάλειας από κακόβουλες ή επιθετικές ενέργειες. Για παράδειγμα, έως τον Σεπτέμβριο, στην Ουκρανία, είχε καταστραφεί το 80% των θερμικών και το 35% των υδροηλεκτρικών μονάδων, τα διυλιστήρια και μεγάλο μέρος των ενεργειακών δικτύων. Επιπρόσθετα, τα προηγούμενα χρόνια, ενεργειακές υποδομές έγιναν στόχοι κυβερνο-επιθέσεων, όπως τα δίκτυα ενέργειας της Ουκρανίας το 2015, ο Πυρηνικός Σταθμός Temelín της Τσεχίας το 2019 και ευρωπαϊκές εταιρείες φυσικού αερίου και πετρελαίου το 2020-2021. Καθώς τα ενεργειακά συστήματα γίνονται πιο ψηφιακά και διασυνδεδεμένα, παρουσιάζουν νέες ευκαιρίες για εγκληματίες του κυβερνοχώρου και κρατικά υποστηριζόμενους κακόβουλους φορείς. O ανθρώπινος παράγοντας με την τακτική εκπαίδευση αλλά και τα προληπτικά Σχέδια ασφάλειας και οι δοκιμές, είναι ζωτικής σημασίας για την ανθεκτικότητα των υποδομών.
Διεθνής συνεργασία
Η όξυνση των γεωπολιτικών συγκρούσεων και η επανεκλογή Τραμπ προοιωνίζουν περιορισμό της διεθνούς συνεργασίας σε κρίσιμα παγκόσμια ζητήματα, όπως η διεθνής ασφάλεια, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και η δημόσια υγεία (κίνδυνοι για πανδημίες). Η ΕΕ βρίσκεται γεωγραφικά εγγύτερα σε περιοχές γεωπολιτικής και οικονομικής – κοινωνικής αναστάτωσης, και επιπρόσθετα η χώρα μας αντιμετωπίζει αμεσότερα προκλήσεις οικονομικού ανταγωνισμού, ως μια μικρή οικονομία, που δυστυχώς έχει υψηλό δείκτη ενεργειακής εξάρτησης (το 2022 ήταν 76%, ενώ της ΕΕ μόλις 62,5%), χρόνια εμπορικά ελλείματα και παραμελημένο πρωτογενή τομέα (πρώτες ύλες) και μεταποίηση.
Σε ένα τέτοιο δυσμενές διεθνές περιβάλλον η μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ και την χώρα μας είναι η εξασφάλιση ανταγωνιστικής και σταθερής πρόσβασης σε πρώτες ύλες, η ενίσχυση των αλυσίδων εφοδιασμού και η μείωση των κινδύνων εξάρτησης, ώστε να αποφευχθεί η επιβράδυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Ταυτόχρονα, η περαιτέρω ανάπτυξη σταθερών εταιρικών σχέσεων της ΕΕ με αξιόπιστους εταίρους, ιδίως στην ευρύτερη γειτονιά μας (Μεσόγειος, Δυτικά Βαλκάνια, Μέση Ανατολή) και σε έως σήμερα προνομιακές περιοχές για τους ανταγωνιστές μας (όπως η Αφρική για την Κίνα στις κρίσιμες πρώτες ύλες), αλλά και οι διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες που ανέπτυξε η χώρα μας μετά το 2010 (όπως η διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ), αποτελούν θεμελιώδεις προκλήσεις.
Συμμετοχικότητα και ενεργειακή μετάβαση
Για την επίτευξη του στόχου μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% στην ΕΕ το 2040, οι συνολικές επενδύσεις στους διάφορους τομείς εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 7 τρισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για επενδύσεις σε μεγάλες υποδομές για τις οποίες απαιτείται η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, όπως ηλεκτρικές διασυνδέσεις, δίκτυα υδρογόνου, εγκαταστάσεις δέσμευσης: μεταφοράς- αποθήκευσης CO2, μεγάλες υπεράκτιες και χερσαίες εγκαταστάσεις ΑΠΕ, αντλησιοταμίευση, εξορύξεις πρώτων υλών χρήσιμων για την ενεργειακή μετάβαση.
Η μεγάλη αλληλεξάρτηση μεταξύ των Κρατών – Μελών, η ύπαρξη κοινών στόχων, αλλά και η διασυνοριακότητα των περισσότερων επενδύσεων, απαιτεί τη διαμόρφωση ενός πανευρωπαϊκού τρόπου συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες της ενεργειακής μετάβασης, για να αποφευχθούν καθυστερήσεις και τελικά να γεφυρωθεί το κενό ανάμεσα στους στόχους της ΕΕ και την κάθε εθνική και τοπική πραγματικότητα. Οι δημόσιες Αρχές θα πρέπει στο μέλλον να εξετάζουν την ωριμότητα μιας επένδυσης όχι μόνο βάσει του κόστους – οφέλους και της περιβαλλοντικής όχλησης που αυτή συνεπάγεται, αλλά και βάσει του βαθμού έγκαιρης και ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών σε τοπικό επίπεδο. Η μεγάλη πρόσκληση είναι η μετάβαση από την σημερινή αποδοχή (acceptance) από το κοινό μιας μεγάλης επένδυσης, στην ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας στο σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία της (engagement).
Κοινωνική δικαιοσύνη
Η ενεργειακή φτώχεια είναι μια διαρκής πρόκληση που ακόμα δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς. Σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό του πληθυσμού της ΕΕ που δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του αυξήθηκε από 6,9% το 2019 σε 10,6% το 2023. Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη αφού από 17,9% το 2019 έφτασε σε 19,2% το 2023. Ουσιαστικά, δηλαδή, η Ελλάδα σήμερα έχει τη διπλάσια ενεργειακή φτώχεια, σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. Η Ευρώπη, με την προσεχή μεταρρύθμιση του Κανονισμού Διακυβέρνησης της Ενεργειακής Ένωσης, οφείλει να καταπολεμήσει την ενεργειακή φτώχεια στο πλαίσιο των ΕΣΕΚ, με συγκεκριμένους στόχους, χρονοδιαγράμματα, μέσα πολιτικής και χρηματοδότηση. Ταυτόχρονα, με την αναγκαία βελτίωση του τρόπου λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι απαραίτητο η φθηνή πράσινη ενέργεια να φανεί στους λογαριασμούς των πολιτών μας. Ενώ, τέλος, είναι απαραίτητο να πολλαπλασιαστούν οι ανακαινίσεις κατοικιών, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης, άρα και του κόστους ενέργειας.
Επιπρόσθετη πρόκληση αποτελούν τα καλά σχεδιασμένα πλαίσια στήριξης των Περιφερειών σε μετάβαση (όπως π.χ. η Δυτική Μακεδονία), και κυρίως η αποτελεσματική εφαρμογή τους, για να διασφαλιστεί ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς. Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, αλλά και η επίτευξη της δίκαιης μετάβασης δεν είναι μόνο ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και μεγάλη πρόκληση ενίσχυσης της ανθεκτικότητας, της δημοκρατίας και των κοινωνιών μας.
Ο Καθ. Γιάννης Μανιάτης είναι πρ. Υπουργός, Ευρωβουλευτής και Αντιπρόεδρος Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D)