Ευρωπαϊκές τιμές με βαλκανική αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, παρά την αύξηση στον κατώτατο μισθό το 2023, διαμορφώθηκε πέρυσι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, με την Ελλάδα να ξεπερνάει σε επίδοση μόνον τη Βουλγαρία.
Σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, παρά την αύξηση στον κατώτατο μισθό το 2023, διαμορφώθηκε πέρυσι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, με την Ελλάδα να ξεπερνάει σε επίδοση μόνον τη Βουλγαρία.
Δυστυχώς, η σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ενωση καταγράφεται μόνο στο επίπεδο των τιμών, το οποίο αν και είναι χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, είναι αρκετά υψηλό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2023 στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε.-27, όσο ήταν δηλαδή και το 2022.
Από την άλλη, το επίπεδο τιμών βρίσκεται στο 88,2% του μέσου όρου της Ε.Ε.-27 (σ.σ. πρόκειται για στοιχεία του 2022, καθώς για το συγκεκριμένο μέγεθος δεν είναι ακόμη διαθέσιμα τα στοιχεία από τη Eurostat). Αυτή ακριβώς η διαφορά είναι που κάνει ιδιαιτέρως έντονο το αίσθημα της ακρίβειας στην Ελλάδα, προκαλώντας εκτεταμένη δυσαρέσκεια στον πληθυσμό, όπως έχουν καταδείξει στο σύνολό τους και όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε χθες η Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε στην Ελλάδα το 2023 σε 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου ή 33% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με τη χώρα μας να καταλαμβάνει την 26η θέση μεταξύ των «27», με τη Βουλγαρία να βρίσκεται στην 27η θέση, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε στο 64% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που βρέθηκαν επίσης στη δίνη της οικονομικής κρίσης την προηγούμενη δεκαετία, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία βρίσκονται σε πολύ υψηλότερη θέση από την Ελλάδα, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης να διαμορφώνεται το 2023 στο 83%, 89% και 97% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι τουλάχιστον η Ισπανία και η Ιταλία επλήγησαν σημαντικά και από την πανδημική κρίση. Η Ελλάδα κατατάσσεται κάτω και από πολλές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπως η Ρουμανία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, ενώ ακόμη και η Λετονία, που βρίσκεται στην 25η θέση, έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης πάνω από το 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και συγκεκριμένα στο 71% αυτού.
Μόνο η Βουλγαρία έχει χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης από την Ελλάδα στην Ε.Ε.-27.
Ακόμη κι αν λάβουμε υπόψη στην Ελλάδα τη μεγάλη έκταση του φαινομένου της φοροδιαφυγής, που έχει ως συνέπεια τη δήλωση χαμηλότερων εισοδημάτων από τα πραγματικά για σημαντικό τμήμα πολιτών, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού –κυρίως μισθωτών και συνταξιούχων, μικρών και μεσαίων εισοδημάτων– έχει εξαιρετικά μειωμένη αγοραστική δύναμη. Τόσο διότι οι μισθοί και οι συντάξεις που υποχώρησαν στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας δεν έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα όσο και διότι ο πληθωρισμός «ροκανίζει» το διαθέσιμο εισόδημα.
Το επίπεδο τιμών στην Ελλάδα το 2022 βρισκόταν στο 88,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στη 18η θέση μεταξύ των «27», πάνω από την Πορτογαλία, για παράδειγμα, και κοντά σε χώρες όπως η Κύπρος και η Ισπανία, όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι πολύ υψηλότερο. Στην Κύπρο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2023 στο 91% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με το επίπεδο τιμών το 2022 να βρίσκεται στο 92% του μέσου όρου της Ε.Ε.
Από την εξέταση των διαχρονικών στοιχείων του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και του επιπέδου τιμών, προκύπτει ότι στην Ελλάδα υπήρχε μεγάλη απόκλιση και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, γεγονός που επέτεινε τη «φτωχοποίηση» μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Για παράδειγμα, το 2013 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρισκόταν στο 72% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και το επίπεδο τιμών στο 92,4%. Ωστόσο, πριν από την είσοδο σε καθεστώς μνημονίου, το 2009, η απόκλιση ήταν αρκετά μικρότερη, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να βρίσκεται στο 95% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και το επίπεδο τιμών 1% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σύμφωνα, πάντως, με πληροφορίες και παρά το γεγονός ότι το θέμα της ακρίβειας αποτελεί το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα των καταναλωτών και αναμφίβολα «αγκάθι» για την κυβέρνηση, δεν αναμένονται στο άμεσο μέλλον νέες κυβερνητικές παρεμβάσεις για τον έλεγχο των τιμών.
Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης κατέγραψαν το Λουξεμβούργο (140% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) και η Ιρλανδία (112%), κάτι που στο μεν Λουξεμβούργο οφείλεται στην απασχόληση πολλών που δεν είναι πολίτες της χώρας, στη δε Ιρλανδία στην ύπαρξη πολλών πολυεθνικών που έχουν διανοητική ιδιοκτησία. Στην τρίτη θέση σε μεγάλη απόσταση κατατάσσεται η Ολλανδία, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να βρίσκεται 30% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, και δη στο 27%, διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο του 2024 το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, από 26,5% τον Ιανουάριο του 2024. Παράλληλα, οι πωλήσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών αγοράς Circana, αυξήθηκαν τον πρώτο μήνα του έτους κατά 3,6%, ενώ ο ρυθμός των επωνύμων ήταν αρκετά χαμηλότερος, 1,2%. Τούτο αν μη τι άλλο δείχνει ότι οι καταναλωτές, υπό το βάρος της ακρίβειας, στρέφονται ολοένα και περισσότερο σε πιο συμφέρουσες επιλογές.
Συνολικά ο τζίρος των σούπερ µάρκετ τον Ιανουάριο του 2024 διαµορφώθηκε σε 825 εκατ. ευρώ από 807 εκατ. ευρώ το 2023. Τα στοιχεία δείχνουν επίσης µεγάλη αύξηση των προωθητικών ενεργειών τον Ιανουάριο του 2024, κάτι που πιθανώς σχετίζεται µε το γεγονός ότι στις 10 Ιανουαρίου ανακοινώθηκε το µέτρο περί µείωσης των παροχών των προµηθευτών προς τους λιανεµπόρους. Ειδικά στην οµάδα των απορρυπαντικών – καθαριστικών καταγράφηκε αύξηση των πωλήσεων που έγιναν υπό καθεστώς προωθητικής ενέργειας κατά πέντε ποσοστιαίες µονάδες σε σύγκριση µε τον Ιανουάριο του 2023.