Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα; Ο νέος Δικαστικός Χάρτης & το παράδειγμα της Φινλανδίας
Σε ένα δίπολο μεταξύ καταρχήν αντίδρασης από τους άμεσα εμπλεκόμενους και προχειρότητας από τους αρμόδιους, σοβαρή μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει και ακόμα και η πιο εμπνευσμένη ιδέα είναι προορισμένη να αποτύχει.
Η πρεμιέρα του νέου δικαστικού χάρτη τη Δευτέρα έγινε εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων και με αποχή των δικηγόρων. Οι οποίοι ανέδειξαν συγκεκριμένα και απτά ζητήματα που δεν έχουν επιλυθεί και όχι μόνο δυσχεραίνουν την καθημερινότητά τους, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης.
Και είναι η πρώτη φορά εδώ και μήνες που η αντίδραση του δικηγορικού σώματος δεν αναλώνεται σε άνευ πρακτικού νοήματος εξαγγελίες περί δυσκολιών στην καθημερινότητα και τις μετακινήσεις τους λόγω της διάσπασης των Πρωτοδικείων ούτε χάνεται μέσα σε μια γενικευμένη αντίδραση απέναντι στην κυβέρνηση που ερείδεται σε άλλους λόγους.
Εν προκειμένω, αποτυπώνονται συγκεκριμένες ελλείψεις τόσο σε θεσμικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Δραστική μεταρρύθμιση, ελλιπής υλοποίηση
Μόνο το γεγονός ότι συστάθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης μόλις προχτές, τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη του δικαστικού έτους και του νέου δικαστικού χάρτη, Ομάδα Διοίκησης Έργου για την υποστήριξη της υλοποίησης των εν λόγω διατάξεων φανερώνει την εντελώς επιφανειακή διαχείριση της μεταρρύθμισης.
Όταν τον Απρίλιο ψηφίστηκε ο νόμος για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, μπορεί οι αντιδράσεις να ήταν μεικτές, όμως κινούνταν σε ένα διαφορετικό επίπεδο που δεν προοιώνιζε τα όσα θα συνέβαιναν τον Σεπτέμβριο. Σε θεωρητική βάση, ο νομικός κόσμος μιλούσε για μια ορθή μεταρρύθμιση που έχει την προοπτική να μειώσει τον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων, ενώ επί του πρακτέου οι δικηγορικοί σύλλογοι παρουσίαζαν τη συνήθη αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε αλλαγή μέσα σε ένα ευρύτερο κλίμα δυσαρέσκειας.
Αυτή η πόλωση, για άλλη μία φορά στην Ελλάδα, θόλωσε το τοπίο και δεν προετοίμασε για αυτό που θα ερχόταν. Για την απουσία προετοιμασίας στις κτιριακές υποδομές, με αποτέλεσμα να εκδικάζονται υποθέσεις ακόμα και σε αποθήκες ή σε μικρές αίθουσες που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τα νέα δεδομένα.
Για την καθυστέρηση της επιμόρφωσης των Ειρηνοδικών με αποτέλεσμα να δικάζουν -και μάλιστα σε μονομελή σύνθεση- υποθέσεις για τις οποίες δεν έχουν εμπειρία.
Για τη μη εμπρόθεσμη επέκταση της Ψηφιακής Πύλης για Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (solon.gov.gr) στα περιφερειακά δικαστήρια, κάτι που δημιουργεί χάος στον προσδιορισμό των υποθέσεων και την ενημέρωση των δικηγόρων.
Για την αδυναμία των δικηγόρων να εκδώσουν γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής από τα Πρωτοδικεία, επειδή σε αυτά δεν έχουν μεταφερθεί τα αντίστοιχα γραμμάτια που εκδίδονταν στα Ειρηνοδικεία.
Η εικόνα, με λίγα λόγια, είναι αυτή στην οποία είμαστε συνηθισμένοι. Καλές προθέσεις που πάσχουν στην υλοποίηση. Μεταρρυθμιστική διάθεση που μένει στο πρώτο βήμα, αγνοώντας τον τρόπο ή απλά αδυνατώντας να προχωρήσει βαθύτερα. Και επειδή τελικά σε οτιδήποτε μόνο η πρακτική εφαρμογή μετράει, μεταρρυθμίσεις που πάλι δεν φέρνουν τα αναμενόμενα.
Καν’ το όπως η Φινλανδία (ή γιατί αυτό στην Ελλάδα είναι αδιανόητο)
Το πιο αποκαρδιωτικό, όμως, είναι ότι τα προβλήματα που φιλοδοξούν να λύσουν οι όποιες μεταρρυθμίσεις δεν είναι καινοφανή. Ο τεράστιος χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης, εν προκειμένω, δεν είναι (ή τουλάχιστον δεν ήταν) προνόμιο μόνο της Ελλάδας. Απλώς άλλες χώρες έχουν μπορέσει να το αντιμετωπίσουν.
Η Φινλανδία, για παράδειγμα. 20 χρόνια περίπου πριν, αποφάσισε ότι πρέπει να αναδιαμορφώσει το δικαστικό της σύστημα, ώστε να μειώσει τον χρόνο εκδίκασης κάθε υπόθεσης στον έναν χρόνο. Για να το πετύχει αυτό, εισήγαγε ένα πρωτοποριακό σύστημα χρονοδιαγράμματος για κάθε υπόθεση και παρακολούθησης της προόδου του συνόλου των υποθέσεων με τη χρήση αναφορών και στατιστικών από τα δικαστήρια. Μέσω της συστηματικής παρακολούθησης μπορούσε να διαφανεί γρήγορα και απλά ποιες υποθέσεις καθυστερούσαν και γιατί.
Επιπλέον, εισήχθη, παρόλο που μιλάμε για τις αρχές του 21ου αιώνα, η χρήση τεχνολογίας όχι μόνο στη διαχείριση των υποθέσεων, αλλά και στην εκδίκασή τους, η οποία σε αρκετές κατηγορίες υποθέσεων γίνεται με βιντεοδιάσκεψη. Και κάπως έτσι, το φινλανδικό δικαστικό σύστημα θεωρείται αυτή τη στιγμή από τα πιο αποτελεσματικά στην Ευρώπη.
Στην Ελλάδα, όμως, είναι εξαιρετικά αμφίβολη μια τέτοια εξέλιξη. Γιατί λείπουν δύο βασικά συστατικά. Η ολιστική προσέγγιση και η καθετοποιημένη αντιμετώπιση. Τα προβλήματα του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα δεν είναι προφανώς τα ίδια ούτε με τη Φινλανδία ούτε με κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Για να μπορέσει να γίνει μια επιτυχημένη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, θα πρέπει να έχουν προηγουμένως καταγραφεί όλα τα προβλήματα, ώστε να υπάρξει μια ενιαία επίλυση.
Διότι το αν οι δικαστές είναι όσο αποδοτικοί θα μπορούσαν να είναι (οπότε ένα σύστημα παρακολούθησης, στοχοθεσίας και αξιολόγησης της εργασίας τους θα βοηθούσε στην αύξηση της παραγωγικότητας), είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη αποτελείται από τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων που εισάγονται στα δικαστήρια (διπλάσιος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) αλλά και την πρωτοφανή έλλειψη ισχυρής οργανωτικής δομής στα δικαστήρια.
Και εδώ είναι που αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις. Γιατί ακόμα και αν μπορέσουν να δουν το πρόβλημα στην ολότητά του, δεν έχουν σαφή εικόνα του τι συμβαίνει από το υψηλό έως το πιο χαμηλό επίπεδο. Πράγματι, ο αριθμός των δικαστών ανά κάτοικο στην Ελλάδα είναι ελαφρά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ποιο είναι το βάρος, όμως, που επωμίζεται ο Έλληνας δικαστής;
Και δεν αναφερόμαστε μόνο στον τεράστιο αριθμό των υποθέσεων. Για αυτό, αναμένονται να γίνουν ορισμένες κινήσεις προς την ενίσχυση των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών, ενώ εξετάζονται και σενάρια αποθάρρυνσης της κατάθεσης νέων αγωγών μέσω αύξησης του δικαστικού τέλους (αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αυθαίρετα ούτε σε υπερβολικό βαθμό, αφού η πρόσβαση στη δικαιοσύνη προστατεύεται σε συνταγματικό και ευρωπαϊκό επίπεδο).
Αναφερόμαστε στην καθημερινότητα και τις πρακτικές συνιστώσες του δικαστικού ζητήματος. Αριθμοί, όπως οι δικαστές που αναλογούν ανά 100.000 κατοίκους, αγνοούν άλλες παραμέτρους, όπως ο αριθμός δικαστικών γραμματέων που αναλογούν ανά δικαστή ή την προετοιμασία που γίνεται σε γραμματειακό επίπεδο ανά υπόθεση.
Δεν αρκούν, λοιπόν, μεγαλόσχημες ανακατατάξεις και δραστικές μεταρρυθμίσεις, αν δεν συνοδεύονται από την αφανή, σκληρή δουλειά της αποτύπωσης και διόρθωσης των προβλημάτων ακόμα και στο πιο χαμηλό επίπεδο. Όσο αυτό δεν αλλάζει, -και δεν αλλάζει όπως φαίνεται τουλάχιστον- κάθε καλή πρόθεση και φιλόδοξος στόχος θα ανακόπτεται νωρίς και εκκωφαντικά.
Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα; Ο νέος Δικαστικός Χάρτης & το παράδειγμα της Φινλανδίας | Ρεπορτάζ και ειδήσεις για την Οικονομία, τις Επιχειρήσεις, το Χρηματιστήριο, την Πολιτική