Γιατί χαλάρωσε η σχέση πολιτών – κομμάτων
Έρευνα της διαΝΕΟσις δίνει τις απαντήσεις και καταδεικνύει ποια ιδεολογικά ρεύματα συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να έχουν απήχηση στο ευρύ κοινό.
Διαπιστώνουμε συχνά, από τον εκλογικό σεισμό του 2012 και έπειτα, πόσο χαλαρός έχει γίνει ο δεσμός των ψηφοφόρων με τα κόμματα. Ιδιαίτερα, το είδαμε αυτό, στο απότομο φούσκωμα και μετά στο ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ, όταν οι πολίτες ριζοσπαστικοποιήθηκαν οικονομικά, αλλά όχι ιδεολογικά, κάτι που εξηγεί τη συρρίκνωση του κόμματος όταν επέστρεψε μια μορφή κανονικότητας.
Τα τελευταία εννέα χρόνια η διαΝΕΟσις διεξάγει σειρά ερευνών για το τι πιστεύουν οι Έλληνες, οι οποίες ανέδειξαν στοιχεία που εξέπληξαν και αιφνιδίασαν, και χθες παρουσιάστηκε το τρίτο μέρος τους από τον Στράτο Φαναρά της Metron Analysis.
Ο Γεράσιμος Μοσχονάς, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνεργάτης της διαΝΕΟσις, συνέθεσε κάποια από τα στοιχεία των ερευνών σε μια ενότητα που εξηγεί σε βάθος την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων και των Ελληνίδων.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματά του, η εικόνα που προκύπτει είναι σύνθετη και καθόλου διχαστική ή πολωτική. Η κοινωνιολογικού τύπου πόλωση (σύμφωνα με την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης, το επάγγελμα, το εισόδημα και την κοινωνική τάξη) είναι μικρότερη από την ιδεολογικο-πολιτική (ή κομματική) πόλωση. Οι ιδεολογικές επιλογές υπερβαίνουν τα κομματικά στρατόπεδα. Η πολιτικο-ιδεολογική κουλτούρα των Ελλήνων και Ελληνίδων είναι σύνθετη, μικτή, με πολλές αντιφάσεις.
Η διαχρονική σταθερότητα των δύο μεγάλων ρευμάτων
Η μεγάλη εικόνα δείχνει ισχυρή και διαχρονική σταθερότητα των δύο μεγάλων ρευμάτων, της σοσιαλδημοκρατίας (20,5%) και του φιλελευθερισμού (19,3%). Ακολουθούν ο σοσιαλισμός (13,8%) και ο νεοφιλελευθερισμός (8,7%). «Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η κατανομή των προτιμήσεων παρά τις επιμέρους, όχι ασήμαντες, διακυμάνσεις, παραμένει σήμερα σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη του 2016», σχολιάζει ο κ. Μοσχονάς. Αντιθέτως, η κατάταξη ισχύος των λιγότερο ισχυρών ρευμάτων έχει ελαφρά τροποποιηθεί, κυρίως λόγω της σημαντικής υποχώρησης του εθνικισμού, από την πέμπτη θέση το 2016 (8,3%) στην έβδομη σήμερα (4,9%).
Τα τρία ισχυρότερα ρεύματα, η σοσιαλδημοκρατία (20,5%, έναντι 19,7% το 2016), ο φιλελευθερισμός (19,3%, έναντι 17,9% το 2016), ο σοσιαλισμός (13,8%, έναντι 12,7%) εμφανίζονται ελαφρά ενισχυμένα, όχι μόνο σε σύγκριση με την έρευνα του 2016, αλλά και σε σύγκριση με την απήχηση που έχουν καταγράψει στο σύνολο των ερευνών της διαΝΕΟσις.
Το 2024 εμφανίζουν, και τα τρία, τα υψηλότερα ποσοστά της περιόδου 2016-2024 και, άρα, τη μεγαλύτερη αθροιστική επιρροή (2024: 53,6%, 2022: 45,1%, 2019: 48,7%, 2018: 43,6%, 2016: 50,3%). Είναι αξιοσημείωτες οι διακυμάνσεις επιρροής του ιδεολογικού χαρακτηρισμού «σοσιαλδημοκρατία» (παράδειγμα: 20,5% σήμερα αλλά μόνο 13,4% το 2018 και 14,1% το 2022), και εντυπωσιακή η διαχρονική σταθερότητα της απήχησης των όρων «φιλελευθερισμός» και «σοσιαλισμός».
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι όροι με περισσότερο «αντισυστημικό» περιεχόμενο ή «αντισυστημικές» συνδηλώσεις –όπως ο εθνικισμός (ο οποίος εμφανίζει σημαντικότατες απώλειες ήδη από το 2019) και ο κομμουνισμός, όρος με μικρές αυξομειώσεις στα ποσοστά του στο πλαίσιο συνολικής, ελαφρώς πτωτικής, σταθερότητας (σε σχέση με την έρευνα του 2016)– βρίσκονται χαμηλά στις «ταυτοτικές» επιλογές της κοινής γνώμης. Η παραμονή σε μια χαμηλή ζώνη επιρροής των δύο λιγότερο «συναινετικών» ιδεολογικών ρευμάτων, σε συνάρτηση με τη μικρή ενίσχυση των δύο περισσότερο «συναινετικών» (σοσιαλδημοκρατία, φιλελευθερισμός), χρήζει υπογράμμισης, σημειώνει ο κ. Μοσχονάς.
Η υποχώρηση της οικολογίας
Εντυπωσιάζει η υποχώρηση της οικολογίας, η οποία βρέθηκε στο υψηλότερο σημείο της το 2019 (11,8%), σε μια περίοδο σημαντικής ενίσχυσης της οικολογικής ευαισθησίας καταγράφοντας με 6,7%, το 2024, το χαμηλότερο ποσοστό της.
Παρά τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αναταράξεις της περιόδου 2016 – 2024, το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να κλίνει προς την ευρύτερη κεντροαριστερά/αριστερά. Μόνο στην έρευνα του 2018 καταγράφεται ισχυρή υπεροχή των ιδεολογικών χαρακτηρισμών που εντάσσονται στην παράδοση της ευρείας δεξιάς (46,3%, έναντι 38,4% για την ευρεία κεντροαριστερά/αριστερά), ενώ σε αυτήν του 2022 το προβάδισμά της είναι οριακό.
Είναι πολύ ενδιαφέρον, συνεχίζει ο κ. Μοσχονάς, ότι το 2024 το σύνολο των ιδεολογικών προτιμήσεων που εντάσσονται στην ευρεία κεντροαριστερά/αριστερά υπερέχει σημαντικά εκείνων που εντάσσονται στην κεντροδεξιά/δεξιά (45,1%, έναντι 39,1% αντιστοίχως).
Αυτό δεν συνάδει με την κυριαρχία της ΝΔ και την στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά δείχνει ότι η ιδεολογική ταυτότητα παραμένει ισχυρή παρά την εξασθένιση των κομμάτων που την εκπροσωπούν. Ταυτόχρονα φανερώνει ότι η αυτοτοποθέτηση στον άξονα αριστερά-δεξιά και η ψήφος δεν ταυτίζονται και ότι συνιστούν δύο αυτόνομα φαινόμενα.
Η σύγκριση των δύο μεγάλων ρευμάτων
Από τη σύγκριση των πιο ισχυρών ρευμάτων, τους «σοσιαλισμούς» (σοσιαλδημοκρατία και σοσιαλισμός) και τους «φιλελευθερισμούς» (φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός), προκύπτουν επίσης ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Ο όρος «σοσιαλδημοκρατία» εκπλήσσει με τον πλουραλισμό του παρότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε αντίστοιχο πολιτικό κόμμα για να τον εκφράσει. Το πολιτικό – ιδεολογικό κέντρο βάρους του βρίσκεται στην κεντροαριστερά και στο κέντρο, ενώ το κοινωνικο – ταξικό στην ανώτερη μεσαία τάξη, στα μεσαία μισθωτά στρώματα υψηλής εκπαίδευσης, κυρίως του δημόσιου τομέα. Πρόκειται για έναν mainstream και εν μέρει αστικό χώρο με ευρεία πολυσυλλεκτική απήχηση, που συνιστά έκφραση βαθύτερων ιδεολογικών μετεξελίξεων στην ελληνική κοινωνία και στην ευρύτερη κεντροαριστερά/αριστερά. Ο σοσιαλισμός, αντίθετα , είναι και mainstream και αντι-mainstream με το κέντρο βάρους του να γέρνει προς μια πιο λαϊκή αριστερά.
Ο «φιλελευθερισμός» είναι εξίσου πολυσυλλεκτικός με τη «σοσιαλδημοκρατία» και σε αυτόν αυτοτοποθετούνται πολίτες που δηλώνουν κεντροδεξιοί και δεξιοί και προέρχονται από μεσαία στρώματα ελεύθερων επαγγελμάτων και εύπορες κοινωνικές ομάδες. Ο «νεοφιλελευθερισμός» είναι πιο πολωτικός, ιδεολογικά και κοινωνιολογικά, δεν διαθέτει την ιδεολογική διείσδυση, τη διαταξικότητα και το εύρος επιρροής του «φιλελευθερισμού», έχει όμως μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή. Η απήχησή του είναι υψηλή, κυρίως στον επιχειρηματικό κόσμο, στα ελεύθερα επαγγέλματα και στις ανώτερες εισοδηματικά κοινωνικές ομάδες.