Γραφείο Προϋπολογισμού: Στα 1,9 δισ. ευρώ τα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής
Γραφείο Προϋπολογισμού: Στα 1,9 δισ. ευρώ τα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής | Liberal.gr
Θετικές προοπτικές συνεχίζει να εμφανίζει η ελληνική οικονομία σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και προβλέπει ανάπτυξη 2,2%-2,4% για το 2025.
Ο επικεφαλής του Γραφείου, Ιωάννης Τσουκαλάς, εκτίμησε ότι τα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 1,9 δισ. ευρώ που προβλέπει ο εφετινός προϋπολογισμός, φτάνοντας ίσως και τα 2 δισ. ευρώ. Παράλληλα, θεωρεί ρεαλιστικό τον κυβερνητικό στόχο για ετήσια έσοδα 2,5 δισ. ευρώ από αυτή την προσπάθεια, προτείνοντας τη μείωση των άμεσων φόρων ως κίνητρο για την ενίσχυση της απασχόλησης.
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% στο τρίτο τρίμηνο του 2024 αποδίδεται κυρίως στην ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,1% και την άνοδο των εξαγωγών κατά 3,3%. Τα φορολογικά έσοδα συνεχίζουν να παρουσιάζουν δυναμική, με αποτέλεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα να εκτιμάται ότι θα κινηθεί μεταξύ 2,5% και 2,8% του ΑΕΠ. Αν και ο πληθωρισμός παραμένει ανθεκτικός, καταγράφεται αποκλιμάκωση στον τομέα των τροφίμων.
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 8% το 2025, με βασικό μοχλό το Ταμείο Ανάκαμψης. Η έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της μείωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών στην εργασία, επισημαίνοντας πως αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Αναφορικά με τη φοροδιαφυγή, ο Ι. Τσουκαλάς τόνισε ότι τα φετινά έσοδα από την πάταξή της θα ξεπεράσουν τα 1,9 δισ. ευρώ. Παρότι απέφυγε να προβλέψει αν ο στόχος των 2,5 δισ. ευρώ θα επιτευχθεί το 2025, υπογράμμισε πως η μείωση των άμεσων φόρων μέσω παρεμβάσεων στη φορολογία εισοδήματος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για εργασία και επενδύσεις.
Ανάφερε επίσης ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ξεχωρίζει στην Ευρωζώνη, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα, με την αύξηση του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2024 να είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές να συμβάλλουν θετικά. Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση και οι αυξημένες εισαγωγές είχαν αρνητική επίδραση. Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων παρουσίασαν επίσης σημαντική άνοδο, αυξάνοντας κατά 47,1% από τον Ιανουάριο του 2019 έως τον Οκτώβριο του 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Παράλληλα σημειώνεται στην σχετική έκθεση ότι, το Σχέδιο Προϋπολογισμού 2025, που εγκρίθηκε πρόσφατα, πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,3% για το επόμενο έτος, με τον πληθωρισμό να υποχωρεί στο 2,1%. Οι εκτιμήσεις αυτές ευθυγραμμίζονται με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο 2025-2028, το οποίο έλαβε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ισχυρή ανάπτυξη, η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους και η βελτίωση του τραπεζικού συστήματος έχουν ήδη οδηγήσει σε αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, με τη χώρα να στοχεύει σε περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της.
Τέλος, γίνονται οι εξής επισημάνσεις:
Το Γραφείο σημειώνει στις θετικές προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας την ενίσχυση των επενδύσεων σε συνδυασμό με την σταθερότητα της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και την βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς και την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω των μεταρρυθμίσεων.
Η προαναφερθείσα εκτίμηση του Γραφείου για τον ρυθμό μεγέθυνσης της Ελληνικής οικονομίας για το 2025 βασίζεται στην πρόβλεψη για ρυθμό αύξησης των συνολικών επενδύσεων στο 7,9%. Η διεθνής βιβλιογραφία συμπεραίνει ότι λιγότερη αβεβαιότητα (μεγαλύτερη σταθερότητα) έχει θετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις και την ανάπτυξη, και μειωτικές στο επενδυτικό κενό.
Για την Ελλάδα, αυτό έχει ένα σημαντικό και ξεκάθαρο μήνυμα πολιτικής: η διατήρηση της (οικονομικής και πολιτικής) σταθερότητας συνδέεται με τον περιορισμό του επενδυτικού κενού, και θεωρούμε ότι λειτουργεί ως αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη του στόχου της περαιτέρω μείωσής του.
Σύμφωνα με την έκθεση, η σταθερότητα ενισχύει την εμπιστοσύνη, δημιουργώντας ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και θα ενισχύσουν τους εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.