H «καλόβολη» οθωμανοκρατούμενη Ελλάδα και ο πλούτος της που κόλασε και υπηρέτες του Θεού: Αρχαιολάτρες, κατσαπλιάδες και πράκτορες σε επικερδείς… ανασκαφές
«Η ίδια η φύση φαίνεται να έχει αλλάξει χρώμα και να αρνείται τα δώρα της στους νέους εποίκους
H Ιερά Μονή Ρουσάνου – Αγίας Βαρβάρας στα Μετέωρα. Η μοναστική Πολιτεία των Μετεώρων διαθέτει έναν πλούσιο και ξεχωριστό θησαυρό σε κειμήλια, κείμενα, έγγραφα και εικόνες. Έναν ανεκτίμητο πλούτο πολιτιστικής κληρονομιάς. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΗΛΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥ
«Η ίδια η φύση φαίνεται να έχει αλλάξει χρώμα και να αρνείται τα δώρα της στους νέους εποίκους που δεν γνωρίζουν να τα εκτιμήσουν και να τα εκμεταλλευτούν. Η χρυσή εποχή που υπήρξε εδώ στην Ελλάδα έχει παρέλθει και η πολύτιμη στους Έλληνες ελευθερία έχει μετατραπεί σε σκληρή σκλαβιά και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ο αγρότης δουλεύει με τη βία και σαν αμοιβή για την εργασία του βλέπει τον ιδρώτα του να αναμιγνύεται με αίμα».
Οπως γράφει η Τόνια Μανιατέα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, μόλις στα 20 χρόνια του ο πάστορας της λουθηρανικής σουηδικής εκκλησίας Άντολφ Φρέντρικ Στούρτσενμπεκερ (Adolf Fredrik Sturtzenbecker) μιλά την αρχαία Ελληνική, τη Λατινική, την Αραβική και την Εβραϊκή. Είναι το δεύτερο μισό του 18ου αι. σε μία ευρεία οθωμανοκρατούμενη επικράτεια και με το ενδιαφέρον της Δύσης σταθερά εστιασμένο εκεί όπου –όπως ο ίδιος περιγράφει- οι νέοι έποικοι της Ελλάδας «δεν γνωρίζουν να εκτιμήσουν και να εκμεταλλευτούν τα δώρα της φύσης (και της ιστορίας) του τόπου».
Η Ελλάδα είναι ο «ονειρεμένος προορισμός» των ξένων μελετητών. Ο αρχαιοελληνικός πλούτος είναι ανεξερεύνητος και πολλοί εξ αυτών έχουν σταλεί από τις πατρίδες τους προκειμένου να ερευνήσουν για «ορφανούς» θησαυρούς, που θα γεμίσουν τις προθήκες των νεότευκτων ευρωπαϊκών μουσείων.
Οι περισσότεροι είναι αρχαιολάτρες που αναζητούν συγκινημένοι τα ερείπια της κλασικής αρχαιότητας, κάποιοι άλλοι, τυχοδιώκτες, κυνηγούν την περιπέτεια σε μία Ανατολή, που τους φαντάζει εξωτική και μυστηριώδης ή απλώς κυνηγοί του χρήματος, που προσβλέπουν σε επικερδείς… ανασκαφές.
Κάμποσοι πάλι είναι πράκτορες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Προφασιζόμενοι ιστορικό ή ταξιδιωτικό ενδιαφέρον, συγκεντρώνουν πληροφορίες για την κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Βαλκανική.
ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΕΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΕΣ, ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΟΔΟΥΛΟΥΣ – ΚΙ ΕΣΥ, ΛΟΡΔΕ ΒΥΡΩΝA;
Και καθώς δεν υπάρχει ξενοδοχειακή υποδομή, το πρώτο και βασικό φορτίο σηκώνουν οι υπόδουλοι Έλληνες, που είναι αναγκασμένοι από τους Τούρκους να φιλοξενούν τους ξένους ταξιδιώτες για όσο χρονικό διάστημα επιθυμούν αυτοί να παραμείνουν στη χώρα. Έτσι, μέσα στις δυσκολίες της καθημερινότητάς του, ο ντόπιος οικοδεσπότης είναι υποχρεωμένος να ταΐζει, να ποτίζει, να κοιμίζει και να διασκεδάζει τον φιλοξενούμενό του κατά πώς επιτάσσει ο Ξένιος Δίας…
Το θέμα είναι πως αυτό το τελευταίο μισό του 18ου αι. οι ξένοι επισκέπτες έχουν αρχίσει να συμπεριφέρονται απαιτητικά και αλαζονικά απέναντι σε Τούρκους και Έλληνες, τόσο που αυτοί οι τελευταίοι αναγκάζονται συχνά να υποβάλουν έγγραφες διαμαρτυρίες προς τον πασά της περιοχής τους για κατάχρηση εκ μέρους των ξένων της φιλοξενίας, που τους παρέχεται. Στη δε περίπτωση που αρνηθούν τη φιλοξενία, δέχονται επίπληξη από τις προξενικές Αρχές της χώρας της οποίας πολίτης είναι ο «non grata» περιηγητής.
[Ενδεικτική είναι η επιστολή διαμαρτυρίας του κατά τα λοιπά ελληνολάτρη λόρδου Βύρωνα προς τον Βρετανό πρεσβευτή Κάννιγκ στην Κωνσταντινούπολη: «Καθώς ταξίδευα από τον Μοριά στην Αθήνα, ο μπέης της Κορίνθου αρνήθηκε επίμονα να μου παράσχει κατάλυμα και δη σε μια στιγμή που η δριμύτητα των καιρικών συνθηκών έκανε αυτή την πράξη όχι μόνον αγενή, αλλά και απάνθρωπη… Ο Έλληνας κοτζαμπάσης ήταν εξίσου απρόθυμος να μου βρει σπίτι και τελικά εξασφάλισα με δυσκολία μία άθλια καλύβα… Είμαι της γνώμης ότι η κτηνωδία δεν επιδοκιμάζεται ούτε καν από τους Τούρκους, αφού διδασκόμαστε ότι η φιλοξενία είναι η αρετή ενός βαρβάρου. Η επέμβασή σας θα εκτιμηθεί ως εύνοια όχι μόνον προς εμένα, αλλά και προς τους μελλοντικούς ταξιδιώτες. – Λόρδος Μπάιρον, 13η Οκτωβρίου 1810».
Σε υποθέσεις μόνον μπορεί να οδηγηθεί κανείς στην προσπάθειά του να καταλάβει γιατί Τούρκος και Έλληνας αρνήθηκαν τη φιλοξενία σε έναν ξένο περιηγητή και μάλιστα σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ανεξαρτήτως αιτίας, το γεγονός αυτό καθ’ αυτό μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί αγένεια. Εξίσου εντυπωσιακή, ωστόσο, είναι και η λάβρα έκκληση του Μπάιρον προς τον πρεσβευτή της ισχυρής πατρίδας του, να τιμωρήσει ούτε λίγο ούτε πολύ τους «απείθαρχους, άξεστους και μάλλον υποδεέστερους Τούρκους και Έλληνες για την κτηνωδία στην οποία προέβησαν»...]
Όπως θα σημειώσει κοντά δύο αιώνες μετά, ο νομικός, ιστορικός και δημοσιογράφος Κυριάκος Σιμόπουλος, οι πιο αντικειμενικοί παρατηρητές για τα τεκταινόμενα αυτής της εποχής στην οθωμανοκρατούμενη Ελλάδα είναι οι ξένοι που φτάνουν στη χώρα με συγκριμένη κρατική αποστολή.
Ένας τέτοιος είναι ο Άγγλος λοχαγός Γουίλιαμ Μάρτιν Λικ (William Martin Leake), οποίος επισκέπτεται την Ελλάδα των πρώτων χρόνων του 19ου αι. και παραμένει για μία 5ετία με μυστική διπλωματική αποστολή κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων.
«Ο ταξιδιώτης αγανακτεί πολλές φορές και αηδιάζει από την πονηρία, την ψευτιά και τη δουλοπρέπεια των ανθρώπων (στην Ελλάδα). Πρέπει όμως να αναλογιστεί πως οι αδυναμίες τους είναι αποτέλεσμα των συνθηκών της ζωής τους, πως η πονηρία και η απάτη είναι το μοναδικό όπλο που τους άφησαν οι τύραννοι και πως αυτά τα ελαττώματα παρουσιάζονται πιο έντονα όταν σμίγουν μ΄ αυτή τη φυσική διαβολική σπιρτάδα των Ελλήνων, που χωρίς αμφιβολία αποτελεί κληρονομία της φυλής.
[…] Το γλυκύτερο κρασί κάνει το πιο άγριο ξίδι. Να ένα θαυμάσιο παράδειγμα, που αποκαλύπτει τις διαβρωτικές συνέπειες του διεφθαρμένου δεσποτισμού πάνω σε ένα ευγενικό και δαιμόνιο πνεύμα», αναφέρει ο Λικ στα κατάστιχά του, αναγνωρίζοντας πως«οι Έλληνες έχουν γενικά έντονη κοινωνικότητα και οι φιλόξενοι τρόποι τους προξενούν εντύπωση όταν ξέρει κανείς τις συνθήκες της ζωής τους, τη φτώχεια δηλαδή και την τυραννία. Χωρίς αυτή τη φιλοξενία θα ήταν αδύνατο ένα ταξίδι στην Ανατολή. Βέβαια, ο ταξιδιώτης μπορεί με ένα φιρμάνι και με τουρκική συνοδεία να ανοίξει την πόρτα κάθε ελληνικού σπιτιού. Αλλά ένας τέτοιος μουσαφίρης θα προκαλούσε δυσαρέσκειες και η έρευνά του θα ναυαγούσε χωρίς την αυθόρμητη φιλόξενη διάθεση».
ΔΥΟ ΣΟΥΗΔΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ένας αντίστοιχα αντικειμενικός ταξιδιώτης φαίνεται πως είναι και ο Σουηδός πάστορας Στούρτσενμπεκερ, ο οποίος έχει μετατεθεί στην Κωνσταντινούπολη για θρησκευτικούς λόγους και όχι για πολιτικούς (ή τουλάχιστον όχι εμφανώς πολιτικούς).
Όταν το 1780 τού προτείνεται απόσπαση στην Κωνσταντινούπολη, εκείνος δέχεται με ενθουσιασμό, καθώς μπροστά του ανοίγεται μία θαυμάσια ευκαιρία να μυηθεί ακόμη περισσότερο στις γλώσσες που κατέχει και να μελετήσει νέους τόπους. Στην πραγματικότητα, του έχει προταθεί η θέση που χήρεψε με τον θάνατο του μελετητή ανατολικών πολιτισμών και εμβριθούς ελληνιστή συμπατριώτη του, Γιάκομπ Γιόνας Μπιόρνστολ (Jacob Jonas Björnståhl).
Πέντε μήνες διαρκεί το ταξίδι του Στούρτσενμπεκερ ίσαμε την Πόλη (17 Ιουνίου αναχώρησε από τη Σουηδία, διέσχισε κεντρική και νότια Ευρώπη και στις 22 Νοεμβρίου έφτασε επιτέλους στον προορισμό του), αλλά, στην αποτίμησή του, άξιζε τον κόπο.
Σε δύο εκτενή χειρόγραφά του, που φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της Ουψάλας, περιγράφει στο πρώτο το ταξίδι του από τη Στοκχόλμη προς την Κωνσταντινούπολη και τη ζωή του σε αυτήν και στο δεύτερο το ταξίδι του από εκεί ως τη Θεσσαλονίκη και την περιήγησή του στον ελλαδικό χώρο.
Ευρισκόμενος πλέον στην Κωνσταντινούπολη, όπου διανύει ήδη τον τέταρτο χρόνο, έχει μάθει την Τουρκική, την Περσική και τη «νέα ελληνική γλώσσα», όπως αποκαλεί ο ίδιος την καθομιλουμένη Ελληνική.
Η μετάβασή του στην Ελλάδα υποκινείται από καθαρό ερευνητικό ενδιαφέρον. Με επιστολή του προς τον Σουηδό πρέσβη, φον Χάιντενσταμ (G. J. von Heidenstam), ζητεί και παίρνει την άδεια να επισκεφθεί την Ελλάδα για να μελετήσει θρησκευτικά χειρόγραφα. Δεν θα είναι ο πρώτος Σουηδός που θα περιηγηθεί στην πατρίδα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Έχει προηγηθεί, κατά σχεδόν μία δεκαετία, ο Μπιόρνστολ, που θα μείνει στην ιστορία ως ο σπουδαιότερος Ευρωπαίος περιηγητής, ο οποίος μάλιστα θα αφήσει και την τελευταία πνοή του στη Θεσσαλονίκη, έχοντας μεταφερθεί εκεί από το Λιτόχωρο, όπου αρρώστησε βαριά.
Με έναν τρόπο, ο Στούρτσενμπεκερ έχει κληρονομήσει την αποστολή του Μπιόρνστολ: Να εντοπίσει βιβλικά χειρόγραφα και να τα αποκτήσει (η έννοια «ιδιοκτησιακό καθεστώς» είναι κάπως… αφηρημένη την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Ένα ενυπόγραφο «κιτάπι» του Οθωμανού τοποτηρητή αρκεί για να ταξιδέψει εκτός ελληνικής επικράτειας και ο πολυτιμότερος θησαυρός της) για λογαριασμό της σουηδικής λουθηρανικής εκκλησίας, που επιδιώκει τη μετάφραση και επεξεργασία των κειμένων της Καινής Διαθήκης.
Ο πάστορας είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον προκάτοχο και προπομπό του στην Ελλάδα, αλλά ακριβώς λόγω του ξαφνικού θανάτου εκείνου, στο δικό του ημερολόγιο παρουσιάζει με λεπτομέρειες τη ζωή των Ελλήνων σε μία μακροσκελή εισαγωγή, φοβούμενος το ενδεχόμενο και μίας δικής του «αιφνίδιας αναχώρησης»…
«Τα ταξίδια σε ξένες χώρες προσφέρουν τέτοια ευχαρίστηση και ικανοποίηση, ώστε οι πολυάριθμοι κίνδυνοι και οι δυσκολίες, που είναι συνυφασμένα ιδιαίτερα με λαούς λιγότερο εκλεπτυσμένους, δεν έχουν καταφέρει με κανένα τρόπο να κρατήσουν μακριά αυτούς που διψούν για γνώση…» σημειώνει σε αυτήν την εισαγωγή.
ΣΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ
Η αλήθεια είναι ότι, εκτός από τις επιδημίες, που κατά περιόδους απειλούν τους πληθυσμούς, ο ελλαδικός χώρος του 1700 εγκυμονεί για τους ξένους και άλλον κίνδυνο. Οι ομάδες των ληστών που νέμονται την ύπαιθρο είναι ανεξέλεγκτες. Οι Οθωμανοί αδυνατούν να προστατέψουν αυτήν την επαρχία της αυτοκρατορίας τους.
Παρά ταύτα, ο Σουηδός όχι μόνον αποφεύγει κάθε μορφής απειλή, αλλά κατορθώνει να διασχίσει τα ελληνικά εδάφη καταγράφοντας δημογραφικά στοιχεία, καλλιέργειες και παραγωγή προϊόντων, χαρακτηριστικά της τοπικής χλωρίδας, ρυμοτομία κατοικημένων περιοχών, τοπικές συνήθειες και έθιμα. Στην περιήγησή του συναντά πόλεις, όπου το κακοποιό ντόπιο στοιχείο υπερέχει. «Η ύπαρξη κακών ανθρώπων είναι δείγμα κακής διοίκησης» αναφέρει.
Διασχίζει τη Θεσσαλία. Κάποτε φτάνει στην Καλαμπάκα κι από κει γραμμή για τα Μετέωρα, όπου έχει προγραμματίσει να καταλήξει. Οι επιβλητικοί βράχοι πάνω στους οποίους είναι χτισμένα τα μοναστήρια τού προκαλούν φόβο, λέει. Αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να τα επισκεφτεί είναι το βριζόνι (χειροκίνητος ανελκυστήρας με δίχτυ ή καλάθι), τον πιάνει πανικός.
«Και να σκεφτεί κανείς ότι σε πολλές μονές υπάρχουν σκάλες κρεμαστές, τις οποίες ανεβοκατεβαίνουν μοναχοί και λαϊκοί χωρίς τη βοήθεια του βριζονιού», περιγράφει έντρομος. Φυσικά, ο ίδιος προτιμά το δίχτυ. Καταγράφει λεπτομερώς την καθημερινότητα στις μονές. Το δυναμικό των μοναχών καθεμιάς από αυτές, τις ασχολίες τους, το περιεχόμενο των βιβλιοθηκών τους ακόμα και τις οφειλές κάθε μονής από τα χαράτσια στον αγά της περιοχής.
Οι καταγραφές του είναι πολύτιμες. Χάρη σε αυτές είναι σήμερα γνωστά χειρόγραφα και παλαιές έντυπες εκδόσεις που υπήρχαν στις μονές των Μετεώρων στα τέλη του 18ου αι. καθώς και ποια από αυτά εντέλει χάθηκαν ή εκλάπησαν τα επόμενα χρόνια, και κυρίως τον 19ο αιώνα.
Ο «ΣΑΠΙΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ»
Επόμενοι προορισμοί του Σουηδού πάστορα είναι τα Γιάννενα και η Άρτα. Από την 6μηνη περιήγησή του στην Ελλάδα δεν θα λείψουν οι Δελφοί, το Δίστομο και η Λειβαδιά, όπου θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή.
Στο ημερολόγιό του ο Στούρτσενμπεκερ «ιχνηλατεί» τη Λειβαδιά με σχολαστικότητα και με συνεχείς αναφορές στον Παυσανία, στον καιρό του οποίου -όπως λέει- ήταν μία πόλη αραιοχτισμένη, ενώ τώρα «έχει 1.000 σπίτια, από τα οποία το σαράι του Χασάν πασά και τα σπίτια ενός Έλληνα μπέη είναι τα μεγαλύτερα».
Ο υποπρόξενος της Σουηδίας στη Λειβαδιά, Σπυρίδων Στάμου, θα περιγράψει τις τελευταίες ημέρες του πάστορα και θα διασώσει τις καταγραφές του. Ύστερα από ένα κουραστικό ταξίδι στον Όσιο Λουκά, τους Δελφούς και την Άμφισσα, ο Στούρτσενμπεκερ επιστρέφει με υψηλό πυρετό στη Λειβαδιά, στις 7 Ιουνίου. «Πυρετό σάπιο» τον αναφέρει ο Στάμου, εννοώντας ότι πρόκειται για πολύ σοβαρό σύμπτωμα. Επιπλέον, οιδήματα στα χέρια και τα πόδια του καθιστούν την κατάσταση ακόμη πιο επικίνδυνη.
Ο Στάμου προτείνει στην πάστορα να καλέσει γιατρό, αλλά εκείνος αρνείται υποστηρίζοντας ότι προφανώς τον κούρασε το τελευταίο ταξίδι του και πως με ξεκούραση και λίγη προσοχή στη διατροφή του θα ξεπεράσει το πρόβλημα (οι κατοπινοί μελετητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο νεαρός καταβλήθηκε από πνευμονία, που του προκάλεσε καρδιακή εμβολή, εξ ου και τα οιδήματα στα άκρα). Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο πάστορας αποδημεί μόλις στα 26 χρόνια του και ενταφιάζεται στον περίβολο της εκκλησίας της Λειβαδιάς. Η ακριβής τοποθεσία της τελευταίας κατοικίας του αγνοείται, καθώς δεν σώζεται διακριτικό σημείο του χώρου.
Η επίσκεψη του Στούρτσενμπεκερ στην Ελλάδα αξιολογείται θετικά, εκτός από κάποιο μελανό σημείο, που θα αποκαλύψει εκ των υστέρων η μελέτη του ημερολογίου του.
Φαίνεται πως ο Σουηδός πάστορας, που με τόση ζέση και τέτοιο ενδιαφέρον παρακολούθησε και έγραψε για την Ελλάδα, προσφέροντας στην ιστορική έρευνα σπουδαίο υλικό, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό… Απέσπασε (δεν αναφέρεται με ποιον τρόπο) κάποια χειρόγραφα βιβλικού και λειτουργικού περιεχομένου, τα οποία απέστειλε στην πατρίδα του και σήμερα φυλάσσονται στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ουψάλας.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
«Πώς είδαν οι ξένοι ταξιδιώτες την Ελλάδα του 1821», Κυρ. Σιμόπουλος (Εκδ. Στάχυ – Αθήνα 1999)
Βιβλιοθήκη του Σουηδικού Πανεπιστημίου Lund
«Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας – από του 1400 μέχρι του 1800», Θ.Ν. Φιλαδελφεύς (Εκδ. Μπεκ και Μπαρτ/Κ. Ελευθερουδάκης – Αθήνα 1902)
Τρικαλινά / «Ένας Σουηδός πάστορας στη Θεσσαλία», Β. Σαμπατακάκης (Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος Τρικάλων – Τρίκαλα 2017)
«Η επίσκεψη και ο θάνατος στη Λειβαδιά, το 1784, του Σουηδού πάστορα A. F. Sturtzenbecker», δρ. Αρ. Σταυρόπουλος – Π. Στάθη, anemourion magazine
«Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα / Η περίπτωση της Πελοποννήσου (1715-1821)», Αν. Κυρκίνη – Κούτουλα (Εκδ. Αρσενίδη – Αθήνα 1996)
Τόνια Α. Μανιατέα, ΑΠΕ-ΜΠΕ