Η «ακινησία» στην εξωτερική μας πολιτική
Ακούω για το δόγμα της ακινησίας που χαρακτήριζε την εξωτερική πολιτική της πατρίδας μας και προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει αυτό και κυρίως πού στηρίζεται. Και επειδή την εξωτερική πολιτική τη χαράσσουν και την ασκούν πρόσωπα, ποιοι ήταν οι εμπνευστές αυτού του δόγματος. Οσοι ισχυρίζονται πως υπήρχαν περίοδοι που η Ελλάδα ήταν ένας παρατηρητής των […]
Ακούω για το δόγμα της ακινησίας που χαρακτήριζε την εξωτερική πολιτική της πατρίδας μας και προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει αυτό και κυρίως πού στηρίζεται. Και επειδή την εξωτερική πολιτική τη χαράσσουν και την ασκούν πρόσωπα, ποιοι ήταν οι εμπνευστές αυτού του δόγματος. Οσοι ισχυρίζονται πως υπήρχαν περίοδοι που η Ελλάδα ήταν ένας παρατηρητής των εξελίξεων σε ζητήματα που την αφορούσαν, θα πρέπει να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό τους. Προχθές, από αυτή τη στήλη, έγραφα για τις επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά και για τις λίγες αποτυχίες της, κάτι που ανατρέπει την άποψη ότι απλώς παρακολουθούσαμε τα γεγονότα να τρέχουν. Διότι και οι αποτυχίες μαρτυρούν σχεδιασμούς και παρεμβάσεις και όχι αδρανείς συμπεριφορές. Το σχέδιο Ατσεσον, σχεδόν επί δύο μήνες, απασχόλησε την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και απέτυχε διότι η ελλαδική πλευρά δεν μπόρεσε να πείσει τον Μακάριο να το αποδεχθεί. Και στα Ιμια, το υπουργείο Εξωτερικών στη συνέχεια κλήθηκε να διαχειριστεί τα τετελεσμένα μιας στρατιωτικής αποτυχίας.
Και οι αποτυχίες μαρτυρούν σχεδιασμούς και παρεμβάσεις και όχι αδρανείς συμπεριφορές.
Γνωρίζοντας την πολιτική ανθρωπογεωγραφία βλέπω πως όσοι διακινούν τα περί «εξωτερικής πολιτικής της ακινησίας» ουσιαστικά αναφέρονται στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και στο πώς χειρίστηκε το δημοψήφισμα της Κύπρου πρωτίστως και ακολούθως την πορεία που έδωσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είμαι από τους πλέον αυστηρούς κριτές της εν λόγω κυβέρνησης, όμως επί του προκειμένου νομίζω ότι οι επικριτές της την αδικούν. Η κυβέρνηση αυτή κέρδισε τις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004, το δημοψήφισμα στην Κύπρο για το σχέδιο Ανάν διεξήχθη στις 24 Απριλίου και οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν με το συντριπτικό 76%. Τι περιθώρια χειρισμών είχε μια κυβέρνηση που μόλις είχε εκλεγεί; Πώς θα μπορούσε να μεταστρέψει μια πλειοψηφία που, συντασσόμενη με τον Πρόεδρό της, επέλεγε την απόρριψη; Αν παρενέβαινε, το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να διαταράξει τις σχέσεις της με τον Τάσσο Παπαδόπουλο και τους Ελληνοκύπριους, εγγράφοντας έτσι με το καλημέρα μια πολιτική ήττα.
Οσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήταν ολοφάνερο πως η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή είχε μια διαφορετική θεώρηση από αυτήν του προκατόχου του Κώστα Σημίτη. Συνεπώς ήταν λογικό να μη συνεχίσει να περπατά στα βήματα που χαράχθηκαν από τη συμφωνία της Μαδρίτης. Από το σημείο αυτό –που είναι απολύτως αποδεκτό στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος– μέχρι του σημείου να εγκαλούμε την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εκείνης της περιόδου για εξωτερική πολιτική της «ακινησίας», η απόσταση είναι μεγάλη. Και αν γνωρίζουμε τα πρόσωπα είναι άδικο να προσάπτουμε αυτή την αβασάνιστη μομφή στον κ. Πέτρο Μολυβιάτη, τον εγκέφαλο του υπουργείου Εξωτερικών τότε, έναν διπλωμάτη που βρέθηκε στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του δίπλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον Ευάγγελο Αβέρωφ, το δίδυμο που με κατάλληλους χειρισμούς επέλυσε το Κυπριακό, αγνοώντας το πολιτικό κόστος.