Η αποδέσμευση των χρηματαγορών από το ρίσκο
Με την συνηθισμένη υπερβολή τα ΜΜΕ «ανέβασαν» το θέμα της υπεραπόδοσης φόρων, εμφανίζοντας μία εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Λαμβάνοντας υπόψη ετεροχρονισμούς, ειδικές συνθήκες και την διαφορά ανάμεσα στο ταμειακό και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, το πρωτογενές πλεόνασμα για το πρώτο εννεάμηνο του 2024 είναι πάνω από τις προσδοκίες, αλλά με κανένα τρόπο δεν δικαιολογεί ούτε εφησυχασμό ούτε νέες απαιτήσεις. Κι αυτό επειδή η αβεβαιότητα που διακατέχει την παγκόσμια οικονομία είναι μεγάλη.
Καταρχάς, μία μικρή και ανοιχτή οικονομία όπως η ελληνική είναι σε μεγάλο βαθμό ευάλωτη στις παγκόσμιες εξελίξεις και διακυμάνσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κόστος της ενέργειας. Πολλές φορές, εξάλλου, η επίπτωση μίας αρνητικής εξέλιξης μας επηρεάζει πολύ πιο βαθιά επειδή δεν έχουμε τις κατάλληλες υποδομές για την απορροφήσουμε. Πιο εύκολα αντιμετωπίζει η Αμερική τις φυσικές καταστροφές με τους τυφώνες, παρά εμείς – όπως για παράδειγμα με την Θεσσαλία.
Η τρέχουσα κατάσταση οφείλει να μας προβληματίσει διότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής. Αν δούμε το θέμα από την πλευρά της οικονομικής σταθερότητας, η εικόνα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Διάφοροι σχετικοί δείκτες δείχνουν μία αποδέσμευση του ρίσκου από την μεταβλητότητα στις χρηματαγορές. Ενώ, δηλαδή, σύμφωνα με τα αντικειμενικά δεδομένα που λαμβάνουν υπόψη τους οι δείκτες οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί, οι χρηματοπιστωτικές αγορές δείχνουν να μην τον λαμβάνουν αυτό υπόψη τους και ουσιαστικά να συνεχίζουν το πάρτι της ανόδου, καθώς οι δείκτες της μεταβλητότητας παρουσιάζουν μικρότερες διακυμάνσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι αν ξεσπάσει μία κρίση, αν προκύψει ένα σοβαρό απρόβλεπτο γεγονός, η πτώση των χρηματαγορών θα είναι έτσι πολύ μεγαλύτερη και οι επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία πολύ βαθύτερες.
Μέρος της κατάστασης αυτής αντανακλάται ήδη στις έντονες συζητήσεις που διεξάγονται τούτες τις ημέρες σχετικά με την σοφία της μείωσης των επιτοκίων στην οποία προχώρησε η FED. Δεν θα επανέλθω στην παράθεση των επιχειρημάτων – η στήλη έχει εκτενώς ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα – απλά κατατίθεται η παρατήρηση ότι με τους οικονομολόγους διχασμένους, όλοι περιμένουν αφενός τα στοιχεία για την απασχόληση (που θα δημοσιευτούν ακριβώς πριν τις εκλογές) σε συνδυασμό με αυτά του πληθωρισμού για να φανεί ποια πορεία θα ακολουθηθεί ως προς το κόστος χρήματος. Η αβεβαιότητα κυριαρχεί.
Στην εξίσωση δεν έχει καν μπει ο Τραμπ, καθώς η εκλογή του βάσιμα αναμένεται να οδηγήσει – και γρήγορα μάλιστα—σε άνοδο του πληθωρισμού (κυρίως μέσω της επιβολής δασμών) καθώς και σε ένταση της πολιτικό-κοινωνικής διαπάλης. Ανεπηρέαστος δείχνει να είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας από τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και στο Ρώσο-Ουκρανικό μέτωπο, μολονότι η κατάσταση χειροτερεύει μέρα με την μέρα. Η είδηση ότι η Β. Κορέα έχει στείλει πάνω από 10.000 στρατιώτες να συνδράμει την Ρωσία με αντάλλαγμα την παροχή τεχνολογίας και τον εκσυγχρονισμό της αεροπορικής της ισχύος δεν επηρέασε τα χρηματιστήρια. Ένα βαρύ πλήγμα του Ισραήλ στο Ιράν θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε γενικευμένο πόλεμο, αλλά τα χρηματιστήρια ουσιαστικά αντιδρούν μόνο παροδικά.
Στο πλαίσιο αυτό, τα προσεκτικά, ουσιαστικά συντηρητικά, δημοσιονομικά βήματα της κυβέρνησης είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Δύσκολα θα αντέξουμε σε μία μεγάλη κρίση, ας μην κάνουμε τα πράγματα από μόνοι μας χειρότερα.
Διαβάστε επίσης
Τι μπορεί να σημαίνει το Νόμπελ Οικονομίας στους Acemoglu, Johnson και Robinson
Με την συνηθισμένη υπερβολή τα ΜΜΕ «ανέβασαν» το θέμα της υπεραπόδοσης φόρων, εμφανίζοντας μία εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Λαμβάνοντας υπόψη ετεροχρονισμούς, ειδικές συνθήκες και την διαφορά ανάμεσα στο ταμειακό και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, το πρωτογενές πλεόνασμα για το πρώτο εννεάμηνο του 2024 είναι πάνω από τις προσδοκίες, αλλά με κανένα τρόπο δεν δικαιολογεί ούτε εφησυχασμό ούτε νέες απαιτήσεις. Κι αυτό επειδή η αβεβαιότητα που διακατέχει την παγκόσμια οικονομία είναι μεγάλη.
Καταρχάς, μία μικρή και ανοιχτή οικονομία όπως η ελληνική είναι σε μεγάλο βαθμό ευάλωτη στις παγκόσμιες εξελίξεις και διακυμάνσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κόστος της ενέργειας. Πολλές φορές, εξάλλου, η επίπτωση μίας αρνητικής εξέλιξης μας επηρεάζει πολύ πιο βαθιά επειδή δεν έχουμε τις κατάλληλες υποδομές για την απορροφήσουμε. Πιο εύκολα αντιμετωπίζει η Αμερική τις φυσικές καταστροφές με τους τυφώνες, παρά εμείς – όπως για παράδειγμα με την Θεσσαλία.
Η τρέχουσα κατάσταση οφείλει να μας προβληματίσει διότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής. Αν δούμε το θέμα από την πλευρά της οικονομικής σταθερότητας, η εικόνα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Διάφοροι σχετικοί δείκτες δείχνουν μία αποδέσμευση του ρίσκου από την μεταβλητότητα στις χρηματαγορές. Ενώ, δηλαδή, σύμφωνα με τα αντικειμενικά δεδομένα που λαμβάνουν υπόψη τους οι δείκτες οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί, οι χρηματοπιστωτικές αγορές δείχνουν να μην τον λαμβάνουν αυτό υπόψη τους και ουσιαστικά να συνεχίζουν το πάρτι της ανόδου, καθώς οι δείκτες της μεταβλητότητας παρουσιάζουν μικρότερες διακυμάνσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι αν ξεσπάσει μία κρίση, αν προκύψει ένα σοβαρό απρόβλεπτο γεγονός, η πτώση των χρηματαγορών θα είναι έτσι πολύ μεγαλύτερη και οι επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία πολύ βαθύτερες.
Μέρος της κατάστασης αυτής αντανακλάται ήδη στις έντονες συζητήσεις που διεξάγονται τούτες τις ημέρες σχετικά με την σοφία της μείωσης των επιτοκίων στην οποία προχώρησε η FED. Δεν θα επανέλθω στην παράθεση των επιχειρημάτων – η στήλη έχει εκτενώς ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα – απλά κατατίθεται η παρατήρηση ότι με τους οικονομολόγους διχασμένους, όλοι περιμένουν αφενός τα στοιχεία για την απασχόληση (που θα δημοσιευτούν ακριβώς πριν τις εκλογές) σε συνδυασμό με αυτά του πληθωρισμού για να φανεί ποια πορεία θα ακολουθηθεί ως προς το κόστος χρήματος. Η αβεβαιότητα κυριαρχεί.
Στην εξίσωση δεν έχει καν μπει ο Τραμπ, καθώς η εκλογή του βάσιμα αναμένεται να οδηγήσει – και γρήγορα μάλιστα—σε άνοδο του πληθωρισμού (κυρίως μέσω της επιβολής δασμών) καθώς και σε ένταση της πολιτικό-κοινωνικής διαπάλης. Ανεπηρέαστος δείχνει να είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας από τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και στο Ρώσο-Ουκρανικό μέτωπο, μολονότι η κατάσταση χειροτερεύει μέρα με την μέρα. Η είδηση ότι η Β. Κορέα έχει στείλει πάνω από 10.000 στρατιώτες να συνδράμει την Ρωσία με αντάλλαγμα την παροχή τεχνολογίας και τον εκσυγχρονισμό της αεροπορικής της ισχύος δεν επηρέασε τα χρηματιστήρια. Ένα βαρύ πλήγμα του Ισραήλ στο Ιράν θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε γενικευμένο πόλεμο, αλλά τα χρηματιστήρια ουσιαστικά αντιδρούν μόνο παροδικά.
Στο πλαίσιο αυτό, τα προσεκτικά, ουσιαστικά συντηρητικά, δημοσιονομικά βήματα της κυβέρνησης είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Δύσκολα θα αντέξουμε σε μία μεγάλη κρίση, ας μην κάνουμε τα πράγματα από μόνοι μας χειρότερα.
Διαβάστε επίσης
Τι μπορεί να σημαίνει το Νόμπελ Οικονομίας στους Acemoglu, Johnson και Robinson