Η Ελλάδα φοβάται τα παιδιά της
Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια ο φίλος, μακαρίτης πια, Μισέλ Ντεόν, συγγραφέας και ελληνολάτρης, μου είχε εκφράσει μιαν απορία. Πηγαίναμε για φαγητό στο «Ιντεάλ», το εστιατόριο που δεν υπάρχει πια. Ο Ντεόν με ρώτησε γιατί όλο και περισσότεροι Ελληνες περπατούν στον δρόμο παραμιλώντας. Του απάντησα ότι μιλούν στο ακουστικό του κινητού τους. Παρ’ όλ’ αυτά […]
Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια ο φίλος, μακαρίτης πια, Μισέλ Ντεόν, συγγραφέας και ελληνολάτρης, μου είχε εκφράσει μιαν απορία. Πηγαίναμε για φαγητό στο «Ιντεάλ», το εστιατόριο που δεν υπάρχει πια. Ο Ντεόν με ρώτησε γιατί όλο και περισσότεροι Ελληνες περπατούν στον δρόμο παραμιλώντας. Του απάντησα ότι μιλούν στο ακουστικό του κινητού τους. Παρ’ όλ’ αυτά βρήκα την περιγραφή του απολύτως καίρια, σχεδόν κυριολεκτική. Και τότε ακόμη δεν υπήρχαν τα smartphones, ούτε τα tablets, ούτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – ή κι αν κάνω λάθος και υπήρχαν, δεν αντιμετωπίζονταν ως δημοκρατικό δικαίωμα όπως σήμερα. Η σχέση του ατόμου με τα θαύματα αυτά της τεχνολογίας δεν είναι παρά μια εκδοχή του παραμιλητού. Είναι μια συνομιλία με τον εαυτό σου ή με κάποιον αόρατο συνομιλητή. Το χρησιμοποιώ για να λύσω προβλήματα με τον εαυτό μου και με διάφορους άλλους ενοχλητικούς. Σήμερα μπορείς να δεις τον συνομιλητή σου, να ξέρεις πού βρίσκεται και να έχεις την αίσθηση ότι είσαι μαζί του. Σε αυτή τη λεπτή διαφορά, ανάμεσα στην αίσθηση και την πραγματικότητα, βρίσκεται το πρόβλημα. Σε αυτή τη λεπτή διαφορά στηρίζεται η δύναμη της λεγόμενης κοινωνικής δικτύωσης. Κάποιος είναι «φίλος» σου ή «φίλη» σου. Είναι μια αναπαράστασή της που διεγείρει την αίσθηση της φιλίας, μια σχέση που παραπέμπει στη σχέση της ερωτικής σχέσης με την πορνογραφία. Ο «φίλος» σου είναι σαν τον υδραυλικό που έρχεται σπίτι και η ιδιοκτήτρια τον υποδέχεται με τα εσώρουχά της.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η σχέση είναι προνόμιο της εφηβικής ή ακόμη και της προεφηβικής ηλικίας. Ομως δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να ξέρεις ότι για τον έφηβο η απόσταση που χωρίζει την αίσθηση της πραγματικότητας από την ίδια την πραγματικότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Κι αν υποθέσουμε ότι η εκπαίδευση έχει ως στόχο να μάθει στα παιδιά μας την πραγματικότητα του κόσμου μας, αντιλαμβανόμαστε τον ανασταλτικό ρόλο που παίζει ο «ψηφιακός εθισμός» όχι μόνον στην εκπαιδευτική λειτουργία αλλά και στην ένταξη του παιδιού και του εφήβου στην πραγματικότητα της κοινωνίας. Και δεν είναι μόνον τα ακραία φαινόμενα, όπως η βία ή η σεξουαλική κακοποίηση. Είναι και η νοοτροπία που εδραιώνεται αθόρυβα, χωρίς να παράγει συμπτώματα. Είθε η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τον περιορισμό πρόσβασης των εφήβων στα ΜΚΔ να έχει αποτελέσματα. Απαιτείται όμως και η ενεργός συμμετοχή της οικογένειας. Η οικογένεια, και όχι μόνο στην Ελλάδα, φοβάται τα παιδιά της. Είτε λόγω ενοχών είτε λόγω αδιαφορίας – το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Πόσοι από εμάς αντιλαμβανόμαστε ότι ο ψηφιακός εθισμός, η σύγχυση της πραγματικότητας με την αίσθησή της, οδηγεί στην αλλοίωση των πολιτισμικών κυττάρων της κοινωνίας μας; Και πόσοι θα τολμήσουν να συγκρουστούν με τον ήδη εθισμένο έφηβο;