Η Ελλάδα που υπολείπεται, η Ελλάδα που κολλάει
Πενήντα χρόνια πριν, τρεις χώρες παρόμοιου μεγέθους στα τρία άκρα της ευρωπαϊκής ηπείρου, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, ήταν περίπου το ίδιο φτωχές. Στον μισό αιώνα που μεσολάβησε, και οι τρεις χώρες εξελίχθηκαν, προόδευσαν και αναπτύχθηκαν. Αλλά με πολύ διαφορετικό ρυθμό. Μία από τις τρεις, η δική μας, έμεινε εξόφθαλμα πολύ πίσω. Μόνο […]
Πενήντα χρόνια πριν, τρεις χώρες παρόμοιου μεγέθους στα τρία άκρα της ευρωπαϊκής ηπείρου, ήταν περίπου το ίδιο φτωχές. Η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση από πολλές απόψεις. Κλειστές οικονομίες, αγροτικές κοινωνίες. Μεσαίου μεγέθους χώρες. Οι δύο μόλις έβγαιναν από στρατιωτικές χούντες. Η Ιρλανδία είχε μόλις μπει στην ΕΟΚ, οι άλλες δύο ήταν στον προθάλαμο. Στο μισό αιώνα που μεσολάβησε και οι τρεις χώρες εξελίχθηκαν, προόδευσαν και αναπτύχθηκαν. Αλλά με πολύ διαφορετικό ρυθμό. Μία από τις τρεις, η δικιά μας, έμεινε εξώφθαλμα πολύ πίσω. Μόνο το ΑΕΠ να κοιτάξει κανείς, βλέπει ότι η Ιρλανδία αναπτυσσόταν σε όλο αυτό το διάστημα με ρυθμό 2,7% ετησίως κατά μέσο όρο -ένα θεαματικό επίτευγμα. Η Πορτογαλία αναπτυσσόταν με το πιο γήινο αλλά εξίσου αξιοπρεπές 1,8%. Και η Ελλάδα; Η Ελλάδα, στην πιο ειρηνική, ανέφελη, ανέμελη και σταθερή περίοδο της ιστορίας της, αναπτυσσόταν κατά μέσο όρο με 0,8% το χρόνο. Σήμερα, λέει, ο μέσος Ιρλανδός έχει 3,4 φορές καλύτερο βιοτικό επίπεδο από ό,τι ο Ιρλανδός του 1973. Ο μέσος Πορτογάλος, 2,3 φορές καλύτερο. Το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα, όπως, είναι μόλις 1,2 φορές καλύτερο -μισό αιώνα τώρα ζούμε σχεδόν στα ίδια. Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα συμπεράσματα που άκουσα και σε όλα τα πρόσφατα συνέδρια και τις ανασκοπήσεις για τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα: μολονότι σε αυτά τα 50 χρόνια η χώρα μας αναμφίβολα άλλαξε και προόδευσε, δεν απογειώθηκε οικονομικά. Έχασε τις ευκαιρίες που της δόθηκαν, έκανε λάθη, δεν πέρασαν ποτέ οι περιβόητες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε και ορίστε. Η ανάπτυξη μισό αιώνα τώρα ήταν αναιμική. Και η υστέρηση δεν ήταν μόνο οικονομική. Στο ίδιο διάστημα εκείνες οι άλλες χώρες, φτωχές κι αυτές, παραδοσιακές, με έντονο θρησκευτικό αίσθημα και συντηρητικές αξίες, προόδευσαν και έγιναν αυτό που αποκαλούμε “ευρωπαϊκές”. Εμείς, όπως τεκμηριώνουν και όλες οι κοινωνικές έρευνες που μετράνε τις “αξίες” των λαών, όχι και τόσο.
Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά; Γιατί δυο άλλες χώρες με πολύ παρόμοιο προφίλ πενήντα χρόνια πριν μπόρεσαν να αναπτυχθούν καλύτερα, να περάσουν μεταρρυθμίσεις, να φτιάξουν ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο και να εξασφαλίσουν περισσότερη ευημερία για τους πολίτες τους; Δεν είναι “καλύτεροι” οι Πορτογάλοι και οι Ιρλανδοί. Ούτε τίποτε έξυπνοι είναι, ούτε νηφάλιοι ή πολιτικά ώριμοι. Σιγά τους λαούς. Έχετε γνωρίσει ποτέ Πορτογάλο; Σαν κι εμάς είναι. Οπότε τι συνέβη; Γιατί αυτοί απογειώθηκαν κι εμείς κολλήσαμε;
Αυτό ακριβώς είναι το θέμα του πιο πρόσφατου βιβλίου του Τάκη Παππά “Παράδοξη Χώρα”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Παππάς πήρε την πολιτική και την οικονομική ιστορία της κάθε μιας από τις τρεις χώρες, τις έβαλε κάτω, και βάλθηκε να καταλάβει τι πήγε καλά στην περίπτωση των άλλων δύο και τι πήγε στραβά στη δική μας. Η απάντηση είναι σύνθετη, αλλά στην ουσία του θέματος, βασικά, καταλήγει σε μια λέξη: πόλωση. Η πόλωση ήταν το πρόβλημα. Όπως περιγράφει ο Παππάς στο βιβλίο, οι άλλες δύο χώρες από την αρχή έχτισαν μια πολιτική κουλτούρα συναίνεσης, μέσα από την οποία με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και κάποιες δύσκολες αποφάσεις μπορούσαν να ληφθούν, και κάποιες μεταρρυθμίσεις μπορούσαν να περάσουν. Εμείς; Εμείς όχι.
Η ανάλυση των διάφορων φάσεων αυτής της ιστορίας που γίνεται στο βιβλίο είναι συναρπαστική και χρήσιμη. Στα 51 χρόνια από το 1973 μέχρι το 2024 την Ελλάδα και την Πορτογαλία την κυβέρνησαν 16 κυβερνήσεις αντίστοιχα, ενώ την Ιρλανδία 13. Από όλες αυτές, οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις στην Πορτογαλία ήταν τέσσερις. Τέσσερις στις δεκαέξι. Στην Ιρλανδία ήταν μόνο μία. Και στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα, από τις 16 κυβερνήσεις, οι αυτοδύναμες μονοκομματικές ήταν 12. Στη χώρα μας, αντίθετα από το τι συνέβη στις άλλες δύο, αναπτύξαμε την κουλτούρα της πόλωσης, ενός πολιτικού διχασμού ο οποίος χώριζε οριζόντια τη χώρα τέμνοντας ταξικές, μορφωτικές, γεωγραφικές ή άλλες διαχωριστικές γραμμές. Αμέσως με την αυγή της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα εμφανίστηκαν δύο πόλοι: ο ένας που έλεγε άσπρο, και ο άλλος που έλεγε μαύρο. Η δικιά μας ήταν η μόνη χώρα στην οποία εμφανίστηκε ένα ισχυρό λαϊκιστικό κόμμα (τόσο ισχυρό που γρήγορα μόλυνε/μύησε στο λαϊκισμό και το άλλο), και η μόνη στην οποία σχηματίστηκαν δύο ευδιάκριτοι πόλοι που μισιούνταν θανάσιμα μεταξύ τους, που πυροδοτούσαν το μίσος και στους ψηφοφόρους τους και που μοιράζονταν σχεδόν το 80% των ψήφων σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Μόνο εδώ έγιναν αυτά. “Μέσα στο κλίμα της πόλωσης που επικράτησε έκτοτε”, γράφει ο Παππάς, “σφυρηλατήθηκαν οι αντίπαλες κομματικές ταυτότητες και διαμορφώθηκε το κλίμα κοινωνικής και πολιτικής εχθροπάθειας, μέσα από το οποίο κάθε προσπάθεια μεταρρυθμίσεων ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία”.
Η κρισιμότερη από τις διάφορες περιόδους της μεταπολίτευσης για την Ελλάδα φαίνεται ότι ήταν η δεκαετία του 1980. Τότε ήταν που χάθηκε η μπάλα στα οικονομικά. Ενώ η παραγωγικότητα στην ΕΟΚ αυξανόταν γοργά (+20,1% στη δεκαετία) στην Ελλάδα έπεφτε (-5,5%). Τα πραγματικά εισοδήματα έμεναν καθηλωμένα (μόλις +6,8% στη δεκαετία, έναντι +26,5% στην ΕΟΚ), η ανταγωνιστικότητα κατέρρεε, το έλλειμα του ισοζυγίου πληρωμών εκτοξεύονταν σε πρωτοφανή επίπεδα. Το χτίσιμο ενός νέου, στιβαρότερου πελατειακού κράτους σχεδόν τριπλασίασε το χρέος της χώρας εκείνη τη μοιραία δεκαετία. Την ίδια περίοδο, οι άλλες χώρες κάλπαζαν. Στις επόμενες περιόδους οι άλλες χώρες συνέχιζαν να καλπάζουν. Στην Ελλάδα, βεβαίως, μετά τη δεκαετία του ’80 είχαμε και ανάπτυξη (ρηχή, βασισμένη στην κατανάλωση και στα δανεικά, με τη μορφή “φούσκας”, βεβαίως), ενώ υπήρξαν και κάποιες κυβερνήσεις με αυθεντικά μεταρρυθμιστικό προφίλ (η ΝΔ της περιόδου 1990-1993, το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη). Φυσικά κι αυτές απέτυχαν παταγωδώς επειδή σε συνθήκες πόλωσης, με την αντιπολίτευση στα κάγκελα να πυροδοτεί λαϊκή οργή και εκρήξεις, δύσκολα πράγματα δεν περνάνε ούτε από αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Η πόλωση που πυροδοτήθηκε από το λαϊκισμό με το που επιστρέψαμε στη δημοκρατία μόλυνε τόσο βαθιά το πολιτικό μας σύστημα, που ήμασταν χαμένοι από χέρι. Οι δεκαετίες περνούσαν, οι μεταρρυθμίσεις όχι. Και οι άλλοι κάλπαζαν.
Και η Πορτογαλία έχει πολιτικά κόμματα, ξέρετε. Και η Ιρλανδία. Και εκείνες είχαν πολιτικάντηδες που ήθελαν να κυβερνήσουν σώνει και ντε. Και εκεί είχαν λαϊκιστικές φωνές. Αλλά εκεί δεν χωρίστηκαν σε γαλάζια και πράσινα καφενεία. Ο λαός δεν διχάστηκε σε στρατόπεδα που διεξήγαγαν την πολιτική με αποκλειστικό στόχο την εξόντωση του αντιπάλου. Τα κόμματα αναγκάστηκαν αργά ή γρήγορα να συγκυβερνήσουν, να κάνουν προγραμματικές συμφωνίες, να κάνουν συμβιβασμούς και παραχωρήσεις για να αγγίξουν την εξουσία, να μάθουν να διεξάγουν την πολιτική αλλιώς -από ανάγκη- και να φτάσουν, αναπόφευκτα, στον σημαντικότερο καταλύτη των μεταρρυθμίσεων: τη συναίνεση. Δεν ήταν πολιτικοί παράδεισοι αυτές οι χώρες, ούτε είχαν φωτισμένους ηγέτες. Και εκεί η πολιτική ήταν ένα τοπίο θολό, με άχρηστους και διεφθαρμένους, με αποτυχίες και πισωγυρίσματα. Αλλά μέσα από μισό αιώνα συνεργασιών και συναινέσεων, ένα καλύτερο αποτέλεσμα βγήκε. Ενώ εμείς τσακωνόμασταν ποιο κόμμα θα δώσει περισσότερα επιδόματα στους οπαδούς του, εκεί αναγκάζονταν να φτιάξουν τις οικονομίες τους, να θωρακίσουν τους θεσμούς τους, να συγυρίσουν το κράτος τους και να τακτοποιήσουν τα δημοσιονομικά τους. Κι όταν τους χτύπησε κι αυτούς η κρίση, χρησιμοποίησαν αυτά τα ίδια εργαλεία (τη συναίνεση, το συμβιβασμό) για να την ξεπεράσουν μέσα σε 2-3 χρόνια και να πάνε παρακάτω, κοιτάζοντας με απορία εμάς, που την ίδια ώρα σφαζόμασταν μεταξύ μας για δέκα χρόνια, χωρίς να μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε για τα βασικά. Αυτά τα εργαλεία είχαμε εμείς. Τόσο ξέραμε.
Όλα αυτά μοιάζουν να αφορούν στο παρελθόν, να περιγράφουν κριτικά το πώς φτάσαμε ως εδώ, επαναλαμβάνοντας κάποια πράγματα γνωστά μέσα από το αποκαλυπτικό πρίσμα μιας δόκιμης σύγκρισης. Αλλά εγώ νομίζω ότι η αξία αυτής της ανάλυσης είναι και εξαιρετικά επίκαιρη. Αφορά άμεσα το σήμερα και υπογραμμίζει και έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο που αντιμετωπίζει το πολιτικό μας σύστημα. Θα σας εξηγήσω τι εννοώ.
Στο τέλος του βιβλίου ο Παππάς καταλήγει σε μια σειρά από “μαθήματα”, οκτώ τον αριθμό. Το τρίτο λέει: “Σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, η βασική συναίνεση αφορά τρεις πυλώνες πολιτικής: τον κοινοβουλευτισμό, τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τον ευρωπαϊσμό”. Αυτά είναι τα βασικά συστατικά όλων των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων, οπότε κανείς θα περίμενε η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στις ευρωπαϊκές χώρες να τα ασπάζεται ως δεδομένα. Βεβαίως, αυτό δεν ισχύει. Υπάρχουν κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου πολιτικοί χώροι που κυβερνούν αμφισβητούν, πρακτικά, και τα τρία. Αλλά στις δύο από τις τρεις χώρες που εξέτασε ο Παππάς στο βιβλίο, το πολιτικό σύστημα αποδέχεται και τους τρεις εδώ και πενήντα χρόνια. Έτσι επιτυγχάνουν τις συναινέσεις: αφού συμφωνούν στα βασικά, στα επιμέρους θέματα μπορούν εύκολα ή δύσκολα να τα βρουν, όταν χρειαστεί. Εμείς αυτό μέχρι πολύ πρόσφατα δεν το είχαμε καθόλου. Τα κόμματα του εγχώριου λαϊκισμού παραδοσιακά αμφισβητούσαν τουλάχιστον κάποιο από αυτά τα τρία -ενίοτε και δύο από τα τρία. Αλλά από το 2015 και μετά αυτό μοιάζει να τελείωσε. Με το ζόρι, μεν, και χωρίς να το παραδεχόμαστε και πολύ φωναχτά, αλλά τελείωσε. Πλέον όλα τα “συστημικά” ελληνικά κόμματα δέχονται και τους τρεις πυλώνες ως αυτονόητους. Αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο παρουσιάζει ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας: την ανάπτυξη και στη δική μας χώρα μιας κουλτούρας πολιτικής συναίνεσης. Ένα σύστημα με τρεις ή τέσσερις συστημικούς πολιτικούς σχηματισμούς που μπορούν να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση μέσα από προγραμματικές συμφωνίες, συνεργασίες και συναινέσεις. Στα βασικά συμφωνούν ήδη. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω περί αυτού. Πού είναι το πρόβλημα; Ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν είναι καθόλου δεκτικό να μάθει τέτοια καινούργια κόλπα. Δείτε όλη τη συζήτηση που έχει ανοίξει για την “ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς” και για το ποιος θα μπορούσε, θεωρητικά, να ηγηθεί μιας προσπάθειας συμπόρευσης. Στην πραγματικότητα το θέμα για το οποίο μιλάνε είναι η παλινόρθωση της πόλωσης και του δικομματισμού. Πώς θα επιστρέψουμε στο παλιό, γνώριμο μοντέλο δύο πολών που μισιούνται και εναλάσσονται στην εξουσία, μόνοι τους κάθε φορά. Το ενδεχόμενο να μην ξαναϋπάρξει ελληνικό κόμμα που να παίρνει πάνω από 40% σε εκλογές τους μοιάζει αδιανόητο και -ακόμα χειρότερα- καταστροφικό. Πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο όλοι αυτοί να διαβάσουν το βιβλίο του Τάκη Παππά. Ίσως καταλάβουν ότι ασχολούνται με το λάθος ερώτημα. Ότι η λύση στο ελληνικό πολιτικό κενό δεν είναι η επιστροφή στα γνώριμα λάθη που κόλλησαν τη χώρα στο βούρκο, αλλά η παραδοχή ότι αυτό το σύστημα δε λειτουργεί, ότι δεν λειτούργησε ποτέ, και ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να δοκιμάσουμε ένα άλλο. Χώρες παρόμοιες με τη δικιά μας, με λαούς όχι πιο φωτισμένους ή ώριμους απ’ τον δικό μας, το κατάφεραν. Το καταφέρνουν, πενήντα χρόνια τώρα. Γιατί όχι κι εμείς;