Η ΝΔ έχασε, αλλά οι άλλοι κλυδωνίζονται
Η ΝΔ έχασε, αλλά οι άλλοι κλυδωνίζονται | Liberal.gr
Δεν είναι καμιά μαγική εικόνα. Στην πολιτική δεν υπάρχουν μαγικές εικόνες, όλα έχουν τη λογική τους εξήγηση. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να μην έπιασε τον στόχο της—αυτή είναι η ήττα της—αλλά κράτησε 13,5 μονάδες διαφορά από το δεύτερο κόμμα– αυτή είναι η νίκη της. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν έχουν να παρουσιάσουν καμιά νίκη, κάτι να γλυκάνουν τους ψηφοφόρους τους, αλλά μόνον το ότι πέρασαν κάτω από τον πήχυ που οι ηγεσίες τους έβαλαν. Στη συνέχεια ανέκυψαν τα προβλήματα και στα δύο αυτά κόμματα. Στο ΠΑΣΟΚ πιο έντονα, στον ΣΥΡΙΖΑ, προς το παρόν, η κατάσταση διατηρείται υπό έλεγχο. Αλλά για πόσο;
Στη Νέα Δημοκρατία ουδείς αμφισβητεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη και πολύ δύσκολα θα δημιουργηθεί μια οργανωμένη τάση αμφισβήτησης της κυριαρχίας του, αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα. Δηλαδή αν δε φανεί ότι παύει να αποτελεί την εγγύηση για μια ακόμα εκλογική νίκη. Γιατί σε τελική ανάλυση τα κόμματα εξουσίας τα ενδιαφέρει η εξουσία. Όποιος το αρνείται αυτό ας μην ασχολείται με την πολιτική. Τα μεγάλα κόμματα, με τους μεγάλους κομματικούς στρατούς, αναπαράγονται και ανανεώνονται μέσα από τη νομή, τη διαχείριση και την άσκηση εξουσίας. Απλά πράγματα. Και η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει μπροστά της κάποιο αντίπαλο δέος που θα ανατρέψει αυτό το καθεστώς.
Κάποιοι σχολιαστές σε ρόλο μάντη, προβλέπουν πως η δεύτερη θητεία Μητσοτάκη θα έχει την τύχη της δεύτερης κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη. Πέρα για πέρα άστοχη αυτή η εκτίμηση.
Πρώτα—πρώτα η δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση «ειδικού σκοπού». Είχε σχεδόν αποκλειστικό της έργο τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, με όλα τα προβλήματα και με όλες τις καθυστερήσεις. Συνεπώς όλη την ενέργειά της τη διοχέτευσε σε αυτόν τον σκοπό. Σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μπροστά της μια πλήρη τριετία για να τρέξει τις μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και την Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Δεύτερον, όπως προανέφερα, ο πρωθυπουργός είναι εσωκομματικά παντοδύναμος. Δε διαπραγματεύεται με τους βαρόνους του κόμματος τις αποφάσεις του, διότι απλούστατα δεν υπάρχουν βαρόνοι. Ο Κ. Σημίτης ήταν υποχρεωμένος κάθε απόφαση του να τη συζητά, να τη διαπραγματεύεται με τους «φύλαρχους» του Κινήματος ή να κάνει πως δε βλέπει—για να μη διαταράξει τις ισορροπίες—τις έκνομες δραστηριότητές τους.
Τρίτον, ο Κ. Σημίτης μπήκε στη δεύτερη τετραετία του με μια οριακή νίκη 70.000 ψήφων και αισθανόταν όλο αυτό το διάστημα την ανάσα του Κώστα Καραμανλή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα. Είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, παίζοντας χωρίς αντίπαλο. Μοναδικός αντίπαλος του, τα λάθη του.
Άρα μην προτρέχουμε, συγκρίνοντας ανόμοιες καταστάσεις. Και να μην ξεχνάμε ένα πράγμα: η βάση της Νέας Δημοκρατίας, αυτό το 30%, είναι απόλυτα νομιμόφρον στην εκάστοτε ηγεσία της παράταξης, κάτι που δεν παρατηρείται στα άλλα κόμματα. Από αυτή την κομματική νομιμοφροσύνη αντλεί τη δύναμη της η εκάστοτε ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.