Η νομισματική πολιτική στη σκιά του πολέμου
Η αβεβαιότητα και τα διλήμματα για τις κεντρικές τράπεζες.
Οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών ενδεχομένως να παρακολουθούν, χωρίς να εμβαθύνουν αυτήν τη στιγμή, τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Το χτύπημα της Τρίτης από το Ιράν στο Ισραήλ εγείρει τον κίνδυνο μιας ισχυρής αντίδρασης. Ενας από τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία είναι ότι η σύγκρουση δημιουργεί ένα χάος στα σχέδια των ρυθμιστικών αρχών της νομισματικής πολιτικής για τη μελλοντική χαλάρωσή της. Η επίθεση με τους 180 πυραύλους της Τεχεράνης καθιστά πιο πιθανό το Ισραήλ να απαντήσει με ένα άμεσο χτύπημα με στόχο ένα σημαντικό κομμάτι της ιρανικής υποδομής. Ενας πιθανός στόχος είναι η εγκατάσταση της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο νησί Καργκ, μέσω της οποίας γίνεται η διαχείριση στο περίπου 90% των εξαγωγών πετρελαίου της. Αν τότε αυτό αναγκάσει το Ιράν να περιορίσει την πρόσβαση στα Στενά του Ορμούζ, μέσω των οποίων διέρχεται το ένα πέμπτο της ημερήσιας προσφοράς πετρελαίου παγκοσμίως, οι τιμές του αργού θα μπορούσαν να εκτιναχθούν πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, όπως έγινε το 2022 μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι διοικήσεις τόσο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ όσο και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν πολλούς λόγους να μην πανικοβάλλονται. Αλλωστε οι πύραυλοι του Ιράν προκάλεσαν ελάχιστες απώλειες, διότι τα ισραηλινά αμυντικά συστήματα, με τη βοήθεια συμμάχων, όπως οι ΗΠΑ, τους κατέρριψαν. Οπότε το Ισραήλ μπορεί να μετριάσει την οποιαδήποτε απάντησή του στον Λίβανο και στη Χεζμπολάχ, η οποία υποστηρίζεται από το Ιράν. Ακόμα κι αν δεν το κάνει, η δυνατότητα της πετρελαιοπαραγωγού Σαουδικής Αραβίας να αντλήσει πολύ περισσότερο αργό μπορεί να αντισταθμίσει τα πάντα, εκτός από τα πιο σοβαρά εμπόδια στις εξαγωγές του Κόλπου. Κι αυτή ήταν η προειδοποίηση του Σαουδάραβα υπουργού Πετρελαίου, απευθυνόμενου στους ομολόγους του από τον Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγικών Χωρών, προσθέτοντας ότι οι τιμές θα μπορούσαν να εξασθενήσουν σε μόλις 50 δολάρια το βαρέλι εάν δεν τηρούσαν τις συμπεφωνημένες περικοπές. Ωστόσο, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών δεν είναι πολύ καλοί στη διαχείριση των κραδασμών στον ενεργειακό εφοδιασμό. Ο πληθωρισμός των ΗΠΑ και της Ευρώπης εκτινάχθηκε σε υψηλά μονοψήφια επίπεδα εν μέσω της κρίσης ηλεκτρικής ενέργειας του 2022.
Μια σοβαρή επανάληψη του σεναρίου αυτού, από τη Μέση Ανατολή τώρα, σε συνδυασμό με άλλες πληθωριστικές πιέσεις, όπως η απεργία των λιμενεργατών στους λιμένες των ΗΠΑ, θα δημιουργούσε δίλημμα στον πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ και στην ομόλογό του της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Η συνέχιση της μείωσης των επιτοκίων θα προκαλούσε σχεδόν σίγουρα μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών. Εντούτοις η παύση των μειώσεων των επιτοκίων ή ακόμη και η αύξηση ξανά του κόστους δανεισμού θα κλιμάκωνε απότομα τον κίνδυνο ύφεσης για μια ήδη υποτονική παγκόσμια οικονομία. Αυτήν τη στιγμή οι επενδυτές δεν συνυπολογίζουν πολλά από τα δεδομένα αυτά. Στην Ευρώπη τα αδύναμα οικονομικά στοιχεία σημαίνουν ότι οι διαπραγματευτές αναμένουν μια δεύτερη συνεχόμενη μείωση επιτοκίων στο 3,25% στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 17 Οκτωβρίου, σύμφωνα με τις τιμές παραγώγων που συλλέγει η LSEG. Αναμένουν επίσης μια σταθερή ροή μειώσεων έπειτα από αυτήν την περικοπή, ώστε το επιτόκιο καταθέσεων να φθάσει στο 1,75% μέχρι τον Οκτώβριο του 2025. Οι τιμές των παραγώγων στις ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, υποδηλώνουν ότι το επιτόκιο θα μειωθεί σε περίπου 3% έως τον Οκτώβριο του 2025, από περίπου 4,9% σήμερα.
Ο Πάουελ και οι ομόλογοί του απέχουν ακόμη από το να χρειαστεί να σκεφτούν μια αλλαγή πλεύσης. Ομως, έχοντας δυσκολευθεί να ανακόψουν μια πληθωριστική άνοδο τα τελευταία πέντε χρόνια, είναι πιθανόν να ανταποκριθούν ακόμη πιο γρήγορα εάν παρατηρήσουν κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή.