Καλπάζει η ζήτηση για υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας στην Ελλάδα
«Οι πελάτες μας δεν έχουν ακόμη δεχτεί επίθεση, αλλά αυτό νομοτελειακά θα συμβεί». Η φράση αυτή ανήκει σε επικεφαλής μεγάλης τεχνολογικής εταιρείας, ο οποίος περιέγραφε σε πρόσφατη συνάντηση με εκπρόσωπους Τύπου την ασύμμετρη απειλή των κυβερνοεπιθέσεων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
«Οι πελάτες μας δεν έχουν ακόμη δεχτεί επίθεση, αλλά αυτό νομοτελειακά θα συμβεί». Η φράση αυτή ανήκει σε επικεφαλής μεγάλης τεχνολογικής εταιρείας, ο οποίος περιέγραφε σε πρόσφατη συνάντηση με εκπρόσωπους Τύπου την ασύμμετρη απειλή των κυβερνοεπιθέσεων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας παροχής λύσεων κυβερνοασφάλειας Check Point, το τελευταίο εξάμηνο εκδηλώνονται, κάθε εβδομάδα κατά μέσον όρο, περισσότερα από 750 κυβερνοχτυπήματα (χωρίς επιτυχία τα περισσότερα) μόνο στις ελληνικές τράπεζες. Τα δεδομένα αυτά κατατάσσουν την Ελλάδα δεύτερη, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ως προς τον κίνδυνο εκδήλωσης κυβερνοεπίθεσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Tο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η αμερικανική συμβουλευτική Advisen τοποθετούν τις απώλειες του χρηματοοικονομικού τομέα, παγκοσμίως, σε 11,5 δισ. ευρώ κατά τα τελευταία 20 χρόνια, οπότε περισσότερα από 20.000 περιστατικά έχουν εκδηλωθεί. Με τις κυβερνοεπιθέσεις να αυξάνονται δραματικά και τους χάκερ ακτιβιστές (αποκαλύπτουν τις τρωτότητες χωρίς να προκαλούν ανεπανόρθωτες βλάβες στα πληροφοριακά συστήματα) να έχουν σχεδόν πλήρως αντικαταστήσει κυβερνοεγκληματίες, που υποκλέπτουν προσωπικά δεδομένα και αποσπούν χρηματικά ποσά, γίνεται αντιληπτό γιατί εντός κι εκτός Ελλάδας η αγορά των υπηρεσιών κυβερνοασφάλειας ακμάζει. Εως το 2030 η αξία της συγκεκριμένης αγοράς αναμένεται να αγγίξει τα 360 δισ. ευρώ από περίπου 170 δισ. ευρώ το 2024, εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10%, σύμφωνα με έρευνα ξένης συμβουλευτικής εταιρείας.
Tο τελευταίο εξάμηνο εκδηλώνονται, κάθε εβδομάδα κατά μέσον όρο, περισσότερα από 750 κυβερνοχτυπήματα, χωρίς επιτυχία τα περισσότερα, μόνο στις ελληνικές τράπεζες.
«Ολα μας τα προσωπικά δεδομένα βρίσκονται στο Διαδίκτυο, διότι σχεδόν κάθε είδους δραστηριότητα πραγματοποιείται ψηφιακά, γεγονός που προσελκύει τους κυβερνοεγκληματίες. Καθίσταται, λοιπόν, μονόδρομος η υιοθέτηση μέτρων προστασίας, πεδίο στο οποίο δραστηριοποιούνται πολυάριθμες επιχειρήσεις, οι οποίες για να επιβιώσουν δεν αρκεί να δημιουργούν απλώς καλές, αλλά πολύ καλύτερες λύσεις από τις υφιστάμενες», δηλώνει στην «Κ» ο Σολ Γκράντμαν, διευθύνων σύμβουλος της ισραηλινής τεχνολογικής εταιρείας ASG Ltd και πρόεδρος της ισραηλινής λέσχης ανώτατων στελεχών υψηλής τεχνολογίας (Silicon Club) που συμμετείχε στο πρόσφατο Emerging Tech Forum (διοργανώθηκε για τέταρτη συνεχή χρονιά από την ένωση ελληνικών εταιρειών αναδυόμενων τεχνολογιών). Στην Ελλάδα, η ζήτηση για αποτελεσματικές υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας καλπάζει, ενισχύοντας το αντικείμενο εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα, παρότι σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων επιλέγει να μη λαμβάνει μέτρα.
«Η ζήτηση για υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας αυξάνεται με εντυπωσιακό ρυθμό, κάτι που γίνεται σε εμάς φανερό τόσο από τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο εργασιών της Neurosoft, όσο και από τη συνολική ανάπτυξη της αγοράς στον συγκεκριμένο τομέα. Οι πιέσεις που δέχονται οι επιχειρήσεις ώστε να αναπτυχθούν στο κομμάτι της κυβερνοασφάλειας είναι πολλαπλές. Πρώτον, είναι κανονιστικές. Δεύτερον, σχετίζονται με την αυξητική τάση των κυβερνοεπιθέσεων, οι οποίες γίνονται ολοένα πιο εξελιγμένες και στοχεύουν κρίσιμες υποδομές, επιχειρήσεις και οργανισμούς. Τρίτον, η κυβερνοασφάλεια είναι πλέον ζήτημα στρατηγικής σημασίας, καθώς η στρατηγική που χαράσσεται και εφαρμόζεται βαρύνει πλέον νομικά τη διοίκηση των οργανισμών. Το ατυχές είναι ότι οι οργανισμοί υπολείπονται στο πεδίο του πλήρους ψηφιακού μετασχηματισμού. Με άλλα λόγια, δεν παρατηρούμε μια συνολικά αυξημένη ωριμότητα σε θέματα κυβερνοασφάλειας, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν κρίσιμοι τομείς και πεδία με ανεπαρκή μέτρα προστασίας», σημειώνει ο Γιώργος Κορρές, διευθυντής λειτουργιών κυβερνοασφάλειας της Neurosoft, που εμφανίζει διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, σε σχέση με το 2023, οπότε ο κύκλος εργασιών είχε διαμορφωθεί σε 27,2 εκατ. ευρώ. Οι ευρωπαϊκές οδηγίες NIS 2 (Network and Information Security Directive 2) και DORA (Digital Operational Resilience Act) έχουν ενισχύσει περαιτέρω τη ζήτηση για υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας. «Η NIS 2 επιβάλλει αυστηρές απαιτήσεις στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κρίσιμους τομείς, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και η υγεία. Ως εκ τούτου, διασφαλίζει την προστασία κρίσιμων υποδομών και συστημάτων, επισφραγίζοντας την εμπιστοσύνη των πελατών των επιχειρήσεων. Η DORA επικεντρώνεται στη διασφάλιση της επιχειρησιακής ανθεκτικότητας ενός ευρέος φάσματος χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να υιοθετήσουν ισχυρές πολιτικές και μέτρα για την αντιμετώπιση κυβερνοαπειλών και λειτουργικών κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι πολύτιμος σε έναν οργανισμό ο ρόλος του διευθυντή ασφάλειας πληροφοριών (CISO)», τονίζει ο κ. Κορρές.
Η ισχυρή ζήτηση για υπηρεσίες κυβερνοασφάλειας τροφοδοτεί και μία δίχως προηγούμενο κινητικότητα των τελευταίων ετών στη συγκεκριμένη αγορά. Πριν από ένα χρόνο, το Ταμείο «Φαιστός» (χρηματοδοτεί εταιρείες που αναπτύσσουν εφαρμογές 5G) επένδυσε στην ελληνική τεχνολογική εταιρεία κυβερνοασφάλειας Sphynx, η οποία καταγράφει ισχυρή ανάπτυξη. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο ιδρυτής και CEO της Sphynx Γιώργος Σπανουδάκης, έως τις αρχές του νέου έτους, η εταιρεία θα έχει ολοκληρώσει τη δημιουργία του δικού της επιχειρησιακού κέντρου κυβερνοασφάλειας όπου θα απασχολούνται 25 άτομα. Η Sphynx, που έχει δημιουργήσει δύο νέα παραρτήματα στο Ελληνικό και στο Ηράκλειο Κρήτης, από τις αρχές της χρονιάς έχει ήδη προσλάβει 20 άτομα, ενώ το τελευταίο δωδεκάμηνο έχει αναλάβει συμβάσεις αξίας άνω των 12 εκατ. ευρώ. Ο τζίρος της διαμορφώθηκε το 2023 σε 2,93 εκατ. ευρώ, ενώ η εταιρεία που έχει εισέλθει στον κλάδο της ναυτιλίας, τοποθετεί τον ρυθμό ανάπτυξης του 2024 σε 25%-30%.
Επίσης, τον Απρίλιο του 2021, το family office της Μαριάννας Λάτση εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της Obrela Security Industries, η οποία πριν από περίπου δύο χρόνια εξαγόρασε την Encode, μία εταιρεία με ομοειδές αντικείμενο δραστηριότητας. Το 2023, έναντι του 2022, η εταιρεία ενίσχυσε κατά 85% τα έσοδά της, σε 7,4 εκατ. ευρώ, αλλά παρέμεινε ζημιογόνος. Στις νεοεισερχόμενες στην ελληνική αγορά εταιρείες ανήκει και η NVISO Ελλάδας, που συστάθηκε τον Αύγουστο του 2022, ενισχύοντας πέρυσι ετησίως τον κύκλο εργασιών κατά περισσότερες από επτά φορές, σε 3,7 εκατ. ευρώ. H εταιρεία απασχολεί περισσότερους από 100 εργαζομένους –αρχικά σχεδίαζε 60 προσλήψεις έως το τέλος του 2025– και δρομολογεί την επόμενη χρονιά τη δημιουργία νέου γραφείου στη Θεσσαλονίκη.