Κύπρος – ΝΑΤΟ: Το παρασκήνιο του εκνευρισμού της Τουρκίας
Η αδυναμία της Τουρκίας να συμμετάσχει στα αμυντικά προγράμματα της Ε.Ε. και η δέσμευση της Ουάσιγκτον για στενότερη στρατιωτική συνεργασία με τη Λευκωσία.
Οι αντιδράσεις της Αγκυρας για το σχέδιο του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη να προωθήσει την ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ όταν οι συνθήκες είναι ώριμες ήταν αφενός αναμενόμενες, καθώς η Τουρκία είναι κράτος-μέλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, αφετέρου προδίδουν εκνευρισμό για ζητήματα που δεν συνδέονται ευθέως με το θέμα.
Αλλωστε, πιθανή ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ περνάει μέσα από τις διαδικασίες απόλυτης ομοφωνίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.
Δύο είναι οι βασικές πηγές που εντείνουν τον εκνευρισμό της Αγκυρας επί του συγκεκριμένου θέματος:
• Η πρώτη αφορά ευθέως την αδυναμία της Τουρκίας να συμμετάσχει στα αμυντικά προγράμματα της Ε.Ε., είτε αυτά αφορούν τα έργα της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO), είτε άλλες δυνατότητες που υπάρχουν (EDF, EDIRPA, EPF, EDA κ.λπ.).
Πρόκειται για μια αγορά στην οποία η Αγκυρα επιθυμεί να αποκτήσει πρόσβαση, καθώς αφορά κοινά αμυντικά έργα που απευθύνονται στην τεράστια εξοπλιστική αγορά των κρατών-μελών της Ε.Ε. Περιττό να υπογραμμιστεί ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μεγέθυνε σημαντικά το δυνητικό αποτύπωμα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία εξάγει μεν, όχι όμως σε χώρες με ανεπτυγμένες δυνατότητες παραγωγής, όπως οι ευρωπαϊκές.
Η Κυπριακή Δημοκρατία συμμετέχει σε όλες αυτές τις διαδικασίες καθώς αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε. και δεν έχει, βεβαίως, κανένα λόγο να ανοίξει δρόμους προς την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, η οποία επιμένει να χτυπάει την πόρτα των διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Βέβαια, σε ένα δεύτερο επίπεδο είναι απολύτως σαφές ότι πίσω από την αρνητική στάση της Λευκωσίας για ένταξη της Τουρκίας στα διάφορα αμυντικά προγράμματα της Ε.Ε. κρύβονται και αρκετές μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες που δεν θα επιθυμούσαν να ανοίξει ένα τέτοιο παράθυρο για την τουρκική αμυντική βιομηχανία.
• Η δεύτερη πηγή εκνευρισμού είναι η διαπιστωμένη σε πολλά επίπεδα δέσμευση των ΗΠΑ να προχωρήσουν τη στενότερη στρατιωτική συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Δεδομένου ότι η Ουάσιγκτον έχει υπογράψει σειρά πρωτοκόλλων που επιτρέπουν την εκπαίδευση της Εθνικής Φρουράς, ενώ οι ΗΠΑ έχουν αποδεσμεύσει και κάποιες δυνατότητες για εξαγωγή εξοπλισμών, γίνεται σαφές ότι αναγνωρίζεται η υψηλή γεωγραφική και στρατηγική σημασία της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η γεωπολιτική αξία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενός μεγάλου σταθμού που βρίσκεται πολύ κοντά στη διαρκώς ασταθή Μέση Ανατολή αναγνωρίστηκε έμπρακτα όχι μόνο από τις ΗΠΑ, αλλά και από τις υπόλοιπες δυτικές –και όχι μόνο– δυνάμεις, που χρησιμοποίησαν αεροδρόμια και λιμάνια για να υποστηρίξουν αποστολές ανθρωπιστικού υλικού αλλά και απομάκρυνσης πολιτών τους (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Καναδάς, Αυστραλία κ.ά.).
Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο προκαλεί εκνευρισμό στην Αγκυρα και όλη αυτή η συζήτηση περί της πιθανότητας μονιμότερης αμερικανικής εγκατάστασης στην Κύπρο, με σενάρια τα οποία –πέρα από την εξαγγελθείσα αεροπορική βάση– περιλαμβάνουν ακόμη και την εκμετάλλευση των υφιστάμενων περιοχών των κυρίαρχων βάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου σε Ακρωτήρι και Δεκέλεια.
Ολα αυτά αποτελούν, βεβαίως, σχεδιασμούς που μένει να υλοποιηθούν, και εντάσσονται, σαφέστατα, στην προσπάθεια της Λευκωσίας να αυξήσει τους παράγοντες εξωτερικής αντιρρόπησης της τουρκικής επιρροής στην περιοχή, οι οποίοι, αναπόδραστα, επηρεάζουν και τις μελλοντικές ισορροπίες σε πιθανές συνομιλίες για το Κυπριακό.