Κυβέρνηση: Το απροσδόκητο «δώρο» του Κασσελάκη – Η επιβεβαίωση του Μαξίμου
Η λαϊκιστική έκρηξη του Κασσελάκη, λίγο πριν από τις ευρωεκλογές λειτουργεί συμπληρωματικά και επιβεβαιωτικά προς την τακτική του Μεγάρου Μαξίμου.
Παρά τις αναμενόμενες, έντονες και λογικές αντιδράσεις στα όσα είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης για «υπουργούς που σκοτώνουν παιδιά», στην κυβέρνηση είδαν την στροφή αυτή στην ακραία τοξικότητα ως ένα απροσδόκητο δώρο εν όψει εκλογών.
Όπως ομολογείται από κυβερνητικά στελέχη και εν πολλοίς φαίνεται και στις δημόσιες δηλώσεις, η ρητορική αυτή, στην ουσία ακυρώνει την όποια προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει ένα στοιχειωδώς μετριοπαθές πρόσωπο και παραπέμπει στις χειρότερες εποχές της διχαστικής ρητορικής και εχθροπάθειας της περιόδου 2014-2019.
Επί της ουσίας δε, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται με μία ασύμμετρα ακραία φρασεολογία, η οποία είναι απομακρυσμένη από κάθε πολιτική και νομική πραγματικότητα.
Επιβεβαίωση της τακτικής του Μαξίμου
Η λαϊκιστική αυτή έκρηξη του Στέφανου Κασσελάκη, μόλις τέσσερις εβδομάδες πριν από τις εκλογές και ενώ η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός επιχειρούν να χτίσουν την επιχειρηματολογία τους στη βάση της διασφάλισης της σταθερότητας και στην απειλή της αποσταθεροποίησης που θα έφερνε ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα εκτός στόχων, στην ουσία λειτουργεί συμπληρωματικά και επιβεβαιωτικά προς την τακτική του Μεγάρου Μαξίμου.
Επιπλέον όμως, επιδρά και με έναν ακόμη τρόπο ευεργετικά για την κυβέρνηση, καθώς ήδη έχει αναδείξει διχαστικά φαινόμενα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου μία μερίδα στελεχών σπεύδει να πάρει αποστάσεις από τις δηλώσεις του προέδρου του κόμματος και μία άλλη να συνταχθεί μαζί του, σε μία προφανή απόπειρα προσεταιρισμού ακραίων κοινών ενόψει της κάλπης της 9ης Ιουνίου.
Με την επιστροφή της πολιτικής δραστηριότητας στους κανονικούς προεκλογικούς ρυθμούς, αναμένεται ότι η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί σε υψηλούς τόνους.
Από την κυβέρνηση ωστόσο διαμηνύεται ότι η προσπάθεια που θα καταβληθεί, θα εστιάσει στην προβολή της θετικής ατζέντας και στην ανάδειξη του συγκριτικού πλεονεκτήματος του Πρωθυπουργού ως προς την άσκηση της διακυβέρνησης στο διάστημα που θα ακολουθήσει μετά τις ευρωεκλογές και με ορίζοντα την τριετία, έως τις επόμενες εθνικές εκλογές, που εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα γίνουν το 2027.