Μάχη των μαχών οι ευρωεκλογές – Τα «βάρη» της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Περισσεύουν οι ανησυχίες στο Μαξίμου από την πίεση των ψηφοφόρων – Ο πρωθυπουργός ετοιμάζεται για σκληρό διμέτωπο με την Αριστερά και την εθνολαϊκιστική Δεξιά στις ευρωεκλογές
Παρά τη διατηρούμενη επί μακρόν αδιαμφισβήτητη δημοσκοπική υπεροχή, εσχάτως περισσεύουν οι πολιτικές ανησυχίες στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Λίγους μήνες πριν από τις ξεχωριστές και κρίσιμες ευρωκάλπες το τοπίο θολώνει για την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη.
Επιφανής υπουργός της κυβέρνησης σημείωνε τις προηγούμενες μέρες ότι «ένας αντιπολιτευτικός λαϊκιστικός χυλός απλώνεται συστηματικά και οργανωμένα στη χώρα, αμφισβητώντας τη μακρά και δύσκολη, ούτως ή άλλως, κυβερνητική προσπάθεια για την ανόρθωση της οικονομίας και τη δημιουργία περιβάλλοντος ευκαιριών για την ευημερία της κοινωνίας». Προσέθετε δε ότι «ο τρέχων αντιπολιτευτικός αχταρμάς, δεξιός και αριστερός, αξιοποιεί άσχετες μεταξύ τους υποθέσεις για να πλήξει την κυβέρνηση και να δημιουργήσει ρήγματα στις σχέσεις της με τους πολίτες».
Το δυστύχημα των Τεμπών
Η αλήθεια είναι ότι σειρά διαβρωτικών θεμάτων και προβληματικών υποθέσεων έρχονται και επανέρχονται τελευταίως με ένταση στο προσκήνιο διαμορφώνοντας πεδία αμφισβήτησης, ικανά να πλήξουν ή καλύτερα να περιορίσουν την εκλογική επιρροή του κυβερνώντος κόμματος στις ευρωεκλογές του προσεχούς Ιουνίου.
Ιδιαιτέρως αναφέρεται το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών και οι απορρέουσες από αυτό ευθύνες, πολιτικές, διοικητικές και άλλες. Αναμφίβολα το δυστύχημα πιέζει αφόρητα την κυβέρνηση, μοιάζει με χαίνουσα πληγή που κατατρώγει τα αποθέματα εμπιστοσύνης που ο κ. Μητσοτάκης συσσώρευσε με κόπο όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Είναι το βάρος του δυστυχήματος μέγα και οι όποιες αναφορές δεν πείθουν, ούτε επαρκούν να εξηγήσουν την απώλεια δεκάδων ανύποπτων νέων. Επιπλέον, η δυναμική διεκδίκηση που αναπτύσσουν κυρίως οι γονείς των θυμάτων, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη για την απονομή δικαίου και απόδοση ευθυνών σε αρμόδιους υπουργούς και κυβερνητικά στελέχη, πληγώνει την κυβέρνηση που προσπαθεί εναγωνίως να πείσει ότι δεν υπάρχει συγκάλυψη στοιχείων και ευθυνών, παρά διαχρονικά ελλείμματα που καταδιώκουν εδώ και δεκαετίες το κράτος και τους δημόσιους οργανισμούς που ελέγχει.
Καταχρηστικές πρακτικές
Το σκάνδαλο των υποκλοπών επίσης συνεχίζει να πιέζει την κυβέρνηση καθώς επανέρχεται με διάφορες ευκαιρίες στο προσκήνιο υπενθυμίζοντας στους πάντες ότι οι υπεύθυνοι παραμένουν όχι απλά ατιμώρητοι, αλλά και ακαταδίωκτοι. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν οι διακινητές του παράνομου λογισμικού κηρύχθηκαν ανεπιθύμητα πρόσωπα από τις αμερικανικές αρχές.
Το προηγούμενο διάστημα το σκάνδαλο της παράνομης χρήσης των προσωπικών στοιχείων των αποδήμων από την ευρωβουλευτή Αννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, με τη βοήθεια στελεχών του υπουργείου Εσωτερικών, ήλθε να επιβεβαιώσει τη ροπή των κυβερνητικών παραγόντων σε καταχρηστικές πρακτικές. Όλα μαζί έρχονται να στηρίξουν το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που έθετε ζητήματα πιστής εφαρμογής των κανόνων του κράτους δικαίου στη χώρα μας.
Ευημερία για… λίγους
Αλλά δεν είναι τα μόνα θέματα που θολώνουν την κυβερνητική εικόνα. Η οικονομική πολιτική και οι επιδόσεις της δεν προκαλούν πλέον κανέναν ενθουσιασμό, όπως συνέβαινε το 2022 και το 2023. Οι μεταπανδημικές προσδοκίες έχουν εμφανώς υποχωρήσει, οι ρυθμοί ανάπτυξης απέχουν πολύ από τις κυβερνητικές προγνώσεις, η ανεργία δεν απομειώνεται με τη δέουσα ταχύτητα και οι επενδύσεις, παρά τα γιγαντιαία επιχειρηματικά κέρδη, είναι κατώτερες των προβλέψεων.
Ούτε υπάρχει πλέον καθοδηγούν πνεύμα και όραμα στην οικονομία, ικανό να συγκινήσει την πλειονότητα των πολιτών. Τα ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας πιστεύουν ότι η προπαγανδιζόμενη οικονομική πρόοδος και ευημερία των αριθμών δεν τους αφορά, δεν τους αγγίζει καν. Ιδιαιτέρως στις απομακρυσμένες από το κέντρο περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας κοινή είναι η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει για αυτούς μέρισμα ανάπτυξης. Κατά βάση δεν αντέχουν άλλες αναμονές, δεν πιστεύουν την περιγραφόμενη από την κυβέρνηση διάχυση του παραγόμενου νέου πλούτου, παρά νιώθουν καταδικασμένοι στη δική τους μίζερη ζωή.
Αντιθέτως εκτιμούν ότι η κυβέρνηση εργάζεται για τον κύκλο της, για τα διασυνδεδεμένα με αυτήν συμφέροντα, ότι τα λεφτά πάνε στα λεφτά και πως ο φτωχός λαός δεν έχει να περιμένει τίποτε σπουδαίο. Και επιπλέον οι ασθενέστεροι των πολιτών αισθάνονται έντονη την πίεση από τη διευρυνόμενη ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας και τη διαφαινόμενη αντίστοιχη πορεία της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και αν απέδιδε τα μέγιστα το σχήμα οικονομικής πολιτικής του κ. Μητσοτάκη, η διάχυση των όποιων αποτελεσμάτων της στην ελληνική κοινωνία θα απαιτούσε χρόνο, πολύ χρόνο, που οι εδώ και πάνω από μια δεκαετία χειμαζόμενοι πολίτες δεν είναι σε θέση να προσφέρουν. Κατά βάση αδημονούν για καλύτερες αμοιβές, σταθερότερες θέσεις εργασίας και ασφαλέστερο μέλλον. Και όσο αυτά δεν προσφέρονται, διευκολύνεται το έργο των λαϊκιστών και των δυνάμεων που δεν το έχουν σε τίποτε να υποσχεθούν στους πάντες τα πάντα.
Πίεση στησυντηρητική ζώνη
Στο Μέγαρο Μαξίμου νιώθουν τη φθορά του χρόνου και τις τάσεις μετατόπισης του εκλογικού σώματος. Μετρούν και ξαναμετρούν τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και διαπιστώνουν ότι η πίεση πολλαπλασιάζεται ιδιαιτέρως στην ευρύτερη συντηρητική ζώνη, όπου η Νέα Δημοκρατία κατάφερνε να κυριαρχεί και να αποκρούει τις όποιες απόπειρες διεκδίκησης ψηφοφόρων της από εθνολαϊκιστικά κόμματα και σχήματα.
Πέντε χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη νίκη του κ. Μητσοτάκη υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο ευρύτερος συντηρητικός χώρος πολιορκείται στην κυριολεξία από τέτοια σχήματα και δυνάμεις που «παίζουν» με ταυτοτικά θέματα, είναι συνδεδεμένα με την Εκκλησία και ορίζονται από το ακροδεξιό δόγμα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Ο ίδιος κύκλος εκμεταλλεύθηκε συστηματικά και οργανωμένα τις πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις, τοποθετήθηκε αρνητικά απέναντι στον γάμο των ομοφύλων και καλλιεργεί την άποψη ότι «ο Μητσοτάκης έχει ντιλάρει όλη τη χώρα» ότι «προετοιμάζει όλες τις μεγάλες δουλειές για τα συμφέροντα που τον πλαισιώνουν» και «ουδόλως ενδιαφέρεται για τον πολύπαθο ελληνικό λαό».
Αυτή είναι ίσως η πλέον διαβρωτική προπαγάνδα σε βάρος της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Πρωθυπουργός διαισθάνεται τη συγκεκριμένη απειλή και σκοπεύει να αντιδράσει, επιτιθέμενος με σφοδρότητα σε όσους δεξιά και αριστερά υιοθετούν την παραπάνω επιχειρηματολογία. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η πορεία προς τις ευρωεκλογές θα είναι σκληρή και αδυσώπητη. «Ολα τα διαθέσιμα όπλα θα βγουν από τα θηκάρια» βεβαιώνουν κυβερνητικά στελέχη. Ηδη ο κ. Κασσελάκης πιέζεται για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στις ΗΠΑ και αναμένεται αντίστοιχη πίεση να ασκηθεί στον κ. Βελόπουλο που παριστάνει τη «λευκή περιστερά» και είναι έτοιμος να κατηγορήσει τους πάντες για τα πάντα.
Η επιδίωξη για άνω του 30%
Κοινώς ο κ. Μητσοτάκης θα κάνει τα πάντα προκειμένου η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει πάνω από το 30% των ψήφων στις ευρωεκλογές και να παραμείνει ένα από τα ισχυρότερα και λαοφιλέστερα σχήματα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Η επιδίωξη αυτή δεν είναι άσχετη και με τις μελλοντικές ευρωπαϊκές στοχεύσεις του. Παρότι κατά καιρούς έχει διαψεύσει το ενδεχόμενο να διεκδικήσει στο μέλλον κάποιο ευρωπαϊκό αξίωμα, στις προσωπικές του επαφές δεν το αποκλείει. Τελευταία μάλιστα φέρεται να εκμυστηρεύθηκε σε φίλους του ότι του έγινε σχετική πρόταση, χωρίς να διευκρινίζεται για ποιο αξίωμα. Το σενάριο εμπλουτίζεται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν στη Γηραιά Ηπειρο ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, με γνώση και κατανόηση των διεθνών συνθηκών και των ευρωπαϊκών αναγκών. Και επιπλέον υποστηρίζεται από το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις και με τις πέραν του Ατλαντικού δυνάμεις. Οι πιο ευφάνταστοι μάλιστα φθάνουν στο σημείο να συνδέουν το ενδεχόμενο μεταπήδησης στις Βρυξέλλες με το επερχόμενο ταξίδι στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Οπως και να έχει, ο κ. Μητσοτάκης είναι διατεθειμένος να δώσει τη μάχη των μαχών στις ευρωεκλογές του προσεχούς Ιουνίου. Η σύγκρουση κατά τα φαινόμενα αναμένεται σκληρή και ανελέητη. Γιατί απλούστατα από την έκβασή της θα κριθεί πόσο ευχερής και απρόσκοπτη θα είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης τετραετίας και κατά πόσο το αποτέλεσμά τους θα επιτρέπει, σε δεύτερο χρόνο, μια ηχηρή «μεταγραφή» στις Βρυξέλλες.