Με αγωνία θα αντιμετωπίσει το 2025 η οικονομία μας
Τα μάτια εξακολουθούν να είναι στραμμένα στην Αμερική, καθώς είναι καθολική η εκτίμηση ότι ο Τραμπ θα κάνει ακριβώς ότι έχει δηλώσει. Η αίσθηση, αν όχι γνώση, ότι πολλές εξελίξεις βρίσκονται πλέον σε σημείο καμπής (inflection point) δημιουργεί αβεβαιότητα – ότι το χειρότερο, δηλαδή, σ’ έναν κόσμο που ήδη βρίσκεται σε περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων.
Χθες, η στήλη υποστήριξε ότι η κυβέρνηση οφείλει να υιοθετήσει πολιτική λελογισμένης λιτότητας (όχι άλλα επιδόματα, όχι αναβίωση του θεσμού των φόρων υπέρ τρίτων) ), να εντείνει τις προσπάθειες βελτίωσης της καθημερινότητα (κυρίως υγεία) και να αντιμετωπίσει ρηξικέλευθα τις στρεβλώσεις στις αγορές – που έχουν πολλαπλασιαστεί αντί να μειωθούν τα τελευταία χρόνια.
Η οικονομία μας έχει και ισχυρά και αδύνατα ερείσματα. Αντίθετα με πολλές απόψεις, το ισοζύγιο πληρωμών δεν ανησυχεί ιδιαίτερα. Το 2023 το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έκλεισε στο 6% του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές, η αναφορά σε σταθερές τιμές δεν μου είναι κατανοητή). Αντίθετα, ανησυχητική είναι η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (το ύψος των απαιτήσεων και υποχρεώσεων κατοίκων έναντι μη κατοίκων) που χειροτερεύει διαρκώς – χρωστάμε στους μη κατοίκους διαρκώς περισσότερα χρήματα – στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 φτάσαμε τα 307 δις. ευρώ.
Πρόβλημα, και μάλιστα σοβαρό, είναι το θέμα των επενδύσεων. Όπως παρατηρεί η Eurobank, στην περίοδο 2010-2021 χάθηκαν πάγια (κτίρια και εξοπλισμός) αξίας σχεδόν 90 δισ. ευρώ, και στην διετία 2022/23 «ανακτήθηκαν» μόλις 7,5 δισ. Το πολυσυζητημένο επενδυτικό κενό παραμένει ουσιαστικά αμείωτο. Ακόμη χειρότερα, μέρος της θετικής εξέλιξης προέρχεται από τις επενδύσεις χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων – δηλαδή μέρος των πιστώσεων ουσιαστικά «επέστρεψε» στους φορείς δανεισμού.
Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι με τον Τραμπ θα εισέλθουμε σε περίοδο υψηλών επιτοκίων και τιμών. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έχει ανακοινώσει μείωση των επιτοκίων κατά το ¼ της ποσοστιαίας μονάδας (όπως οι αγορές είχαν ήδη προεξοφλήσει) αλλά υπάρχουν πολλοί αναλυτές που θεωρούν πως ο συνδυασμός της επιβολής δασμών και της μείωσης φόρων θα αυξήσει τιμές και δημόσιο χρέος στην Αμερική, θα μειώσει τις ροές εμπορίου και θα εγείρει πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη και οι κεντρικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αυξήσουν ξανά το επιτόκιο – χειροτερεύοντας έτσι την κατάσταση ακόμη περισσότερο.
Το ερώτημα είναι αν σε αντιστάθμισμα για την μείωση του επιτοκίου που μπορεί να ήρθε τελικά σε ακατάλληλη στιγμή, η FED θα σταματήσει την ποσοτική χαλάρωση; Ήδη η ζήτηση για τα δάνεια μίας νύχτας (overnight facility) δείχνει να αυξάνεται, ενώ αρκετά κρίσιμα επιτόκια (benchmark) όπως για τα ομόλογα του δημοσίου, δείχνουν επίσης ανοδική τάση. Με την αβεβαιότητα του Τραμπ, η κεντρική τράπεζα καλείται έτσι να βρει μία δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στον έλεγχο των μακροχρόνιων επιτοκίων και την διατήρηση ζωτικότητας στην θέληση ανάληψης ρίσκου και στην λειτουργία των αγορών.
Η κάθε οικονομία πάντα κινδυνεύει από τα απρόβλεπτα αρνητικά γεγονότα—στην εποχή μας τα τρία μεγάλα είναι η κλιματική κρίση, η μετανάστευση και η γεωπολιτική σύγκρουση. Στην τρόικα προσετέθη τώρα και ο Τραμπ.
Διαβάστε επίσης
Τι πρέπει να κάνει το Μέγαρο Μαξίμου μετά την εκλογή Τραμπ – Αρθρο παρέμβαση
Τα μάτια εξακολουθούν να είναι στραμμένα στην Αμερική, καθώς είναι καθολική η εκτίμηση ότι ο Τραμπ θα κάνει ακριβώς ότι έχει δηλώσει. Η αίσθηση, αν όχι γνώση, ότι πολλές εξελίξεις βρίσκονται πλέον σε σημείο καμπής (inflection point) δημιουργεί αβεβαιότητα – ότι το χειρότερο, δηλαδή, σ’ έναν κόσμο που ήδη βρίσκεται σε περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων.
Χθες, η στήλη υποστήριξε ότι η κυβέρνηση οφείλει να υιοθετήσει πολιτική λελογισμένης λιτότητας (όχι άλλα επιδόματα, όχι αναβίωση του θεσμού των φόρων υπέρ τρίτων) ), να εντείνει τις προσπάθειες βελτίωσης της καθημερινότητα (κυρίως υγεία) και να αντιμετωπίσει ρηξικέλευθα τις στρεβλώσεις στις αγορές – που έχουν πολλαπλασιαστεί αντί να μειωθούν τα τελευταία χρόνια.
Η οικονομία μας έχει και ισχυρά και αδύνατα ερείσματα. Αντίθετα με πολλές απόψεις, το ισοζύγιο πληρωμών δεν ανησυχεί ιδιαίτερα. Το 2023 το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έκλεισε στο 6% του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές, η αναφορά σε σταθερές τιμές δεν μου είναι κατανοητή). Αντίθετα, ανησυχητική είναι η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (το ύψος των απαιτήσεων και υποχρεώσεων κατοίκων έναντι μη κατοίκων) που χειροτερεύει διαρκώς – χρωστάμε στους μη κατοίκους διαρκώς περισσότερα χρήματα – στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 φτάσαμε τα 307 δις. ευρώ.
Πρόβλημα, και μάλιστα σοβαρό, είναι το θέμα των επενδύσεων. Όπως παρατηρεί η Eurobank, στην περίοδο 2010-2021 χάθηκαν πάγια (κτίρια και εξοπλισμός) αξίας σχεδόν 90 δισ. ευρώ, και στην διετία 2022/23 «ανακτήθηκαν» μόλις 7,5 δισ. Το πολυσυζητημένο επενδυτικό κενό παραμένει ουσιαστικά αμείωτο. Ακόμη χειρότερα, μέρος της θετικής εξέλιξης προέρχεται από τις επενδύσεις χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων – δηλαδή μέρος των πιστώσεων ουσιαστικά «επέστρεψε» στους φορείς δανεισμού.
Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι με τον Τραμπ θα εισέλθουμε σε περίοδο υψηλών επιτοκίων και τιμών. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έχει ανακοινώσει μείωση των επιτοκίων κατά το ¼ της ποσοστιαίας μονάδας (όπως οι αγορές είχαν ήδη προεξοφλήσει) αλλά υπάρχουν πολλοί αναλυτές που θεωρούν πως ο συνδυασμός της επιβολής δασμών και της μείωσης φόρων θα αυξήσει τιμές και δημόσιο χρέος στην Αμερική, θα μειώσει τις ροές εμπορίου και θα εγείρει πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη και οι κεντρικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αυξήσουν ξανά το επιτόκιο – χειροτερεύοντας έτσι την κατάσταση ακόμη περισσότερο.
Το ερώτημα είναι αν σε αντιστάθμισμα για την μείωση του επιτοκίου που μπορεί να ήρθε τελικά σε ακατάλληλη στιγμή, η FED θα σταματήσει την ποσοτική χαλάρωση; Ήδη η ζήτηση για τα δάνεια μίας νύχτας (overnight facility) δείχνει να αυξάνεται, ενώ αρκετά κρίσιμα επιτόκια (benchmark) όπως για τα ομόλογα του δημοσίου, δείχνουν επίσης ανοδική τάση. Με την αβεβαιότητα του Τραμπ, η κεντρική τράπεζα καλείται έτσι να βρει μία δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στον έλεγχο των μακροχρόνιων επιτοκίων και την διατήρηση ζωτικότητας στην θέληση ανάληψης ρίσκου και στην λειτουργία των αγορών.
Η κάθε οικονομία πάντα κινδυνεύει από τα απρόβλεπτα αρνητικά γεγονότα—στην εποχή μας τα τρία μεγάλα είναι η κλιματική κρίση, η μετανάστευση και η γεωπολιτική σύγκρουση. Στην τρόικα προσετέθη τώρα και ο Τραμπ.
Διαβάστε επίσης
Τι πρέπει να κάνει το Μέγαρο Μαξίμου μετά την εκλογή Τραμπ – Αρθρο παρέμβαση