Μια έκθεση του Τζέιμς Φουτ για την Ελλάδα του θέρους στην καρδιά του Δεκέμβρη
Εχω ξαναγράψει πόσο αστείος ήταν ο τρόπος με τον οποίο γνώρισα τον ζωγράφο Τζέιμς Φουτ. Επισκέφθηκα πριν από κάποια χρόνια για πρώτη φορά το Κυπαρίσσι Λακωνίας και, θαμπωμένη από την ομορφιά αυτού του μέρους, κάθισα σε ένα καφέ και το διαφήμιζα από τηλεφώνου σε φίλους.
Εχω ξαναγράψει πόσο αστείος ήταν ο τρόπος με τον οποίο γνώρισα τον ζωγράφο Τζέιμς Φουτ. Επισκέφθηκα πριν από κάποια χρόνια για πρώτη φορά το Κυπαρίσσι Λακωνίας και, θαμπωμένη από την ομορφιά αυτού του μέρους, κάθισα σε ένα καφέ και το διαφήμιζα από τηλεφώνου σε φίλους. Στην 3η κατά σειράν κλήση, ένας άγνωστος Βρετανός που καθόταν συγκυριακά δίπλα μου ξέσπασε κατακόκκινος: «Εμείς που ζούμε μόνιμα εδώ προσπαθούμε να το προστατεύσουμε από τον υπερτουρισμό και εσείς μέσα σε μισή ώρα το έχετε πει στη μισή Αθήνα!». Αυτό ήταν. Γίναμε φίλοι και ορκίστηκα να μην ξαναδιαλαλήσω τα κάλλη του τόπου που και ο ίδιος αγάπησε τόσο που αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα με τον σύζυγό του Γουάλας, που είναι σαιξπηρικός ηθοποιός. Τώρα βέβαια που το ξανασκέφτομαι, ο Τζέιμς ήταν υπερβολικός. Δεν θα μπορούσα να χαλάσω το Κυπαρίσσι, για τον απλούστατο λόγο ότι το έχει προστατεύσει έως τώρα η ίδια η φύση και η δυσκολία στην πρόσβαση. Στην πλάτη του έχει τον Πάρνωνα, μπροστά του τη θάλασσα και προς βορρά και νότο δεν υπάρχει κοντινός οικισμός. Κάπως έτσι γλιτώνει τους διερχόμενους και τους φιλοπερίεργους, διατηρώντας επίσης μικρό αριθμό δωματίων και καταλυμάτων. Ενσαρκώνει δηλαδή στην πράξη την πολυπόθητη «φέρουσα ικανότητα».
Από το 1993 ο Φουτ ζει στις ακτές της Πελοποννήσου.
Having said that, ο ίδιος ο Φουτ θα έπρεπε ίσως να διαφημίσει τον εαυτό του ως σύγχρονο φιλέλληνα που ζει εδώ και δεκαετίες στην πατρίδα μας (πρόσφατα πήρε και την υπηκοότητα) και την υμνεί μέσα από τα έργα του. Απόψε στις 7 μ.μ. μάλιστα εγκαινιάζεται στον χώρο τής Αμαλίας 36, απέναντι από το Ζάππειο, μια ολιγοήμερη έκθεσή του –μέχρι και τις 22 Δεκεμβρίου– με έργα που έχει εμπνευστεί από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Ο Παρθενώνας ποτέ δεν χάνει τη γοητεία του.
Εντυπωσιάστηκα από τη μαγεία που άσκησαν πάνω του τα Μετέωρα, αλλά πλάι σε αυτές τις ακουαρέλες βρίσκει κανείς ωραιότατες απεικονίσεις της Παραπορτιανής στη Μύκονο, τη Δήλο, τα Ζαγοροχώρια, το Μέτσοβο, τις Σπέτσες, την Αθήνα και βεβαίως τη Μονεμβασιά και το ίδιο το Κυπαρίσσι, που πάντα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εκθέσεις του. Μόνη εξαίρεση σε αυτή τη ζωγραφική περιήγηση στη χώρα μας είναι η Βενετία, την οποία επισκέφθηκε πρόσφατα.
Η Παραπορτιανή της Μυκόνου έχει την τιμητική της.
Γεννημένος σε αγροτική οικογένεια της Κορνουάλης, ο Τζέιμς πάντα έβρισκε ότι το να καλλιεργεί τον κήπο του (που είναι πράγματι θεσπέσιος) αποτελεί το καλύτερο αντίβαρο στην προσήλωση των υδατογραφιών. Ετσι, με την ίδια υπομονή και τέχνη που μεγαλώνει τα φυτά του φτιάχνει τις εικόνες μιας ερωτεύσιμης Ελλάδας. Καΐκια, όρμοι, ξερολιθιές, γκρέμια, σκιερά δένδρα ήταν μέχρι τώρα το ρεπερτόριό του, που εμπλουτίστηκε στην τελευταία αυτή έκθεση από τις ομορφιές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας αλλά και της Βενετσιάνικης Λαγκούνας. Προτού εγκατασταθεί στην Ελλάδα, έζησε κάποια χρόνια στο Μαρόκο και στο Γιβραλτάρ. Πέρασε λίγο και από τις Σπέτσες, αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 βρήκε στο Κυπαρίσσι το μόνιμο αγκυροβόλι του.
Εκκλησάκια και καΐκια είναι τα αγαπημένα του θέματα.
Οι ακουαρέλες είναι ένα από τα δυσκολότερα είδη ζωγραφικής, καθώς ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει εξαρχής όλη τη σύνθεση στο μυαλό του, ενώ δεν επιδέχεται διόρθωση. Αν και εκθέτει στην καρδιά του Δεκεμβρίου, λοιπόν, τα έργα του (αλλά και η κλιματική αλλαγή) μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ζούμε απλώς τα απόνερα του καλοκαιριού.