Μία φανέλα, ένα έμβλημα, ο κόσμος όλος
Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους ένας πιτσιρικάς των 5-6 χρόνων παίρνει μια απόφαση που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Διότι, ως γνωστόν, «γυναίκα αλλάζεις, δουλειά αλλάζεις, ομάδα δεν αλλάζεις ποτέ». Και σ’ αυτόν τον κανόνα θα μπορούσα να πω ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Το δέσιμο με τη φανέλα, επειδή κινείται […]
Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους ένας πιτσιρικάς των 5-6 χρόνων παίρνει μια απόφαση που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Διότι, ως γνωστόν, «γυναίκα αλλάζεις, δουλειά αλλάζεις, ομάδα δεν αλλάζεις ποτέ». Και σ’ αυτόν τον κανόνα θα μπορούσα να πω ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Το δέσιμο με τη φανέλα, επειδή κινείται στο φαντασιακό επίπεδο, είναι ακατάλυτο. Δοκιμάζεται στα πέτρινα χρόνια, ποτέ όμως δεν αμφισβητείται, διότι σε ένα κομμάτι ύφασμα συμπυκνώνονται πολλά πράγματα. Η Ιστορία της ομάδας σου, η σημαία της, το έμβλημά της, ο ύμνος της και τα συνθήματα της εξέδρας, οι φυσιογνωμίες των κορυφαίων παικτών της και, τέλος, οι σύντροφοι στη μάχη της κερκίδας. Οι οικείες φυσιογνωμίες κάθε Κυριακής, που πολύ γρήγορα παίρνουν τη θέση τους στον πραγματικό σου κόσμο.
Το οπαδικό «συνανήκειν» σε κατατάσσει σε μια κοινότητα μεγάλη ή μικρή, σε κοινωνικοποιεί και –το κυριότερο– σε καθιστά μέτοχο μιας συλλογικής χαράς ή λύπης.
Βασικός λόγος για να επιλέξει ένα παιδί την ομάδα του είναι οι φίλοι του, ο πατέρας του ή ο μεγαλύτερος αδελφός του. Αυτός πολλές φορές εξελίσσεται σε έναν φοβερό δυνάστη μέχρι να πετύχει τον σκοπό του. Σχεδόν πάντα ο εξάχρονος –φοβισμένα και χαμηλόφωνα στην αρχή, με θάρρος και περηφάνια στη συνέχεια– απαντάει στο κλασικό ερώτημα «τι ομάδα είσαι;». Πιστεύω ότι αν υπήρχε μια παγκόσμια στατιστική ερωτηματολογίων, αυτό θα αναδεικνυόταν πρώτο και με διαφορά. Θυμάμαι, πιτσιρίκος ων, όταν μου έκαναν αυτή την ερώτηση οι φίλοι του πατέρα μου, απαντούσα με συστολή, σχεδόν ψιθυριστά, διότι γνώριζα εκ των προτέρων το επιτιμητικό τους σχόλιο: «Από τη Θεσσαλονίκη και είσαι Παναθηναϊκός; Τόσες ομάδες έχουμε!». Τι να τους πω; Οτι ένας από τους λόγους που επιλέγουμε την ομάδα μας είναι το πόσο ισχυρή είναι; Αν σχεδόν κάθε Κυριακή νικάει; Κανένα παιδί δεν θέλει να είναι με τον ηττημένο. Ολοι θέλουν να απολαμβάνουν τη χαρά του νικητή και το κυριότερο, να αποφεύγουν το δευτεριάτικο πείραγμα στο σχολείο. Θυμάμαι πως υπήρχαν κάτι ασήκωτες Δευτέρες, που δεν ήθελα να πάω στον «τόπο του μαρτυρίου», γιατί γνώριζα τι με περιμένει. Η εκδίκηση των ηττημένων και των «αδικημένων» είναι σκληρή σε όλες τις ηλικίες, ακόμη και σ’ αυτές που θεωρητικά η καρδιά του ανθρώπου μαλακώνει. Βλέπω στο Διαδίκτυο τι γίνεται με τις κόντρες μεταξύ των «αιωνίων» σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και μεταξύ ανθρώπων που ο χρόνος που τους χωρίζει από το επέκεινα είναι αισθητά μικρότερος από τον ήδη διανυθέντα. Και αυτό έχει μια σκληρή, ευεξήγητη γοητεία. Μια επιλογή που έγινε, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, πριν από 70 χρόνια, εξακολουθεί και επιβιώνει ακάματη από τον χρόνο και, ευκαιρίας δοθείσης, έρχεται στην επιφάνεια με εφηβική ένταση.
Το οπαδικό «συνανήκειν» είναι κάτι ανάλογο με το ομόγλωσσον, το όμαιμον και το ομότροπον. Σε κατατάσσει σε μια κοινότητα μεγάλη ή μικρή, σε κοινωνικοποιεί και –το κυριότερο– σε καθιστά μέτοχο μιας συλλογικής χαράς ή λύπης.