Να συναντηθεί η Ελλάδα µε τους συµµάχους της
Μενέλαος Τασιόπουλος – Άρθρο γνώμης
Οι γρήγορες εξελίξεις στη Συρία και η περίοδος της εκεχειρίας που έρχεται για τα µέτωπα του πολέµου στην Ουκρανία και αυτά της Γάζας και του Λιβάνου θα πρέπει να κινητοποιήσουν την ελληνική διπλωµατία σε όλα τα επίπεδα. Η Ελλάδα έπειτα από ένα µακρύ διάστηµα που εύλογα είχε προβάλει τις συζητήσεις της µε την Τουρκία σε όλα τα επίπεδα, τώρα πλέον για την εξυπηρέτηση των δικών της συµφερόντων θα πρέπει να στείλει µηνύµατα διεθνώς ότι είναι συνεπής και ενεργή µε τους συµµάχους της. Σε αυτούς φυσικά δεν συµπεριλαµβάνονται οι Τούρκοι. Η Ελλάδα όπως και η Κύπρος έχει ένα πλέγµα κεντρικών και περιφερειακών συµµαχιών που εν πολλοίς συµπίπτει και στο οποίο βασίζει την ισχύ της τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία πλέον. Οι συµµαχίες αυτές αναφέρονται στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Πολωνία ή και την Ιταλία στο ευρωπαϊκό επίπεδο, στο Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, την Ιορδανία στην Ανατολή, είναι όλο και πιο στενές µε τη Σαουδική Αραβία και µε χώρες του Κόλπου, ενθαρρυντικές υπέρ της ειρήνης και της συγκροτηµένης τάξης στον Λίβανο και διατηρούν ισορροπίες µε την Παλαιστινιακή Αρχή ειδικά στον ανθρωπιστικό τοµέα.
Οι επίµονες συζητήσεις µε την Άγκυρα από την άνοιξη του 2023 ενδεχοµένως να λειτούργησαν κατευναστικά στις εντάσεις που θα µπορούσαν να είχαν δηµιουργηθεί µεταξύ των δύο χωρών στο ενδιάµεσο αυτό διάστηµα παγκόσµιας αναµονής εξελίξεων ή να ανέδειξαν τις δυνατότητες στην επονοµαζόµενη «θετική ατζέντα» συνεργασίας µε την Τουρκία σε επιµέρους θέµατα, µεταξύ αυτών του Μεταναστευτικού ή ζητηµάτων δηµόσιας ασφάλειας και ανάσχεσης του οργανωµένου εγκλήµατος, αλλά ταυτόχρονα έστειλαν και ένα µήνυµα µονοµέρειας και προωθηµένου κατευνασµού µέσα από διακηρύξεις, χωρίς ουσιαστικά τελικό περιεχόµενο, όπως αυτή στην Αθήνα. Η κρίσιµη διαφορά µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων και της αιγιαλίτιδας ζώνης της χώρας, µε προηγούµενη άρση του casus belli από την Τουρκία, ή η συµφωνία για οριοθέτηση των ΑΟΖ µέσω διαλόγου ή προσφυγής σε διεθνή διαιτησία, όπως και τυχόν διαδροµή λύσης του Κυπριακού, συζητήθηκαν, αλλά το µόνο που προέκυψε είναι αδιέξοδο και πάλι.
Τα όρια του διαλόγου µε την Τουρκία έχουν ήδη φανεί. Αυτό δεν σηµαίνει ότι θα πρέπει να επιστρέψουµε σε µια περίοδο έντασης. Ούτε ότι ο διάλογος ως διαδικασία θα πρέπει να διακοπεί. Όµως οι δύο χώρες έχουν διαφορετικά συµφέροντα, στρατηγικές και θεωρήσεις για τη διεθνή και περιφερειακή κατάσταση πραγµάτων. Οι στρατηγικές αυτές εθνικών προτεραιοτήτων τους είναι ευθέως ανταγωνιστικές, ενώ η πάντα επιθετική Τουρκία δεν κρύβει τις φιλοδοξίες της για ανατροπές υπέρ της στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, σε βάρος της εθνικής επικράτειας ή των οικονοµικών ζωνών της Ελλάδας. Η διεθνής πολιτική και το παγκόσµιο power game εξελίσσεται µε ραγδαίους ρυθµούς. Μια νέα τάξη έρχεται στις ζώνες και σε κράτη πέριξ της Μεσογείου αλλά και σε παγκόσµιο επίπεδο, ενώ η προοπτική της Ευρώπης δείχνει εξαιρετικά θολή ή και χλωµή. Η Ελλάδα περισσότερο και από την Κύπρο, που τελικά κάνει πιο αποφασιστικές κινήσεις στο δικό της πεδίο για παράδειγµα µε τις ΗΠΑ ή το Ηνωµένο Βασίλειο, φυσικά µε το Ισραήλ, θα πρέπει να επιδείξει αποφασιστικότητα και συνοχή ως προς τις επιλογές διεθνούς πολιτικής της. Το «ιντερµέτζο» τελείωσε. Είναι ώρα να πάµε στην επόµενη πράξη στην όπερα της εθνικής ισχύος και της περιφερειακής παρουσίας. Η υφυπουργός Εξωτερικών Παπαδοπούλου βρέθηκε στην Ιερουσαλήµ και συναντήθηκε µε οικογένειες οµήρων. Ο πρωθυπουργός σύµφωνα µε το πρόγραµµα θα βρεθεί στον Λίβανο τη ∆ευτέρα. Αυτά είναι σηµάδια ότι κινούµαστε και πάλι. Η διακηρυσσόµενη «πολιτική αρχών» δεν έχει πλέον λογική. Είναι ώρα για ρεαλισµό και σαφήνεια, µακριά από το τουρκικό µισοφέγγαρο…