Νέες προκλήσεις για την Ελλάδα
Η χρονιά που φεύγει επιβεβαίωσε την εκτίμηση ότι το διεθνές σύστημα εξελίσσεται σε πολυπολικό, επομένως και λιγότερο προβλέψιμο. Οι ΗΠΑ αρχίζουν να απαγκιστρώνονται από όποιες περιοχές δεν διακυβεύονται δικά τους ζωτικά συμφέροντα και εστιάζουν στη ζώνη Ινδικού – Ειρηνικού.
Η χρονιά που φεύγει επιβεβαίωσε την εκτίμηση ότι το διεθνές σύστημα εξελίσσεται σε πολυπολικό, επομένως και λιγότερο προβλέψιμο. Οι ΗΠΑ αρχίζουν να απαγκιστρώνονται από όποιες περιοχές δεν διακυβεύονται δικά τους ζωτικά συμφέροντα και εστιάζουν στη ζώνη Ινδικού – Ειρηνικού. Η Ρωσία έχει προτεραιοποιήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία έναντι δεσμεύσεων στη Μέση Ανατολή, αλλά διατηρεί τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της στην Αφρική. Η Κίνα ασκεί με μεγαλύτερη ένταση την πολυμερή διπλωματία της σε Νοτιοανατολική και Κεντρική Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική. Η Ευρωπαϊκή Ενωση εξακολουθεί να παρακολουθεί με πρόδηλη αγωνία τις εξελίξεις στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μέση Ανατολή, αφού δεν έχει κατορθώσει να συγκροτήσει μια κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αβεβαιότητας, η ελληνική διπλωματία βρέθηκε αντιμέτωπη μέσα στο 2024 με πολλαπλές προκλήσεις και δυσκολίες. Οι εξελίξεις στο εγγύς γεωπολιτικό περιβάλλον σχεδόν μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της ελληνικής διπλωματίας για προφανείς λόγους. Αντικειμενικά, όμως, οι σχέσεις της Αθήνας με τα Σκόπια, τα Τίρανα και την Αγκυρα έχουν επιδεινωθεί αρκετά.
Κατ’ αρχάς, η νέα κυβέρνηση του εθνικιστικού VMRO έχει αποφασίσει να παραβιάσει ευθέως το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας των Πρεσπών. Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, η ελληνική κυβέρνηση έχει ουσιαστικά εναποθέσει τις ελπίδες της για τιθάσευση του νεοαναθεωρητισμού των Σκοπίων στη Βουλγαρία. Εν απουσία μιας αποτελεσματικής κυβερνητικής στρατηγικής, η πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα αρχίζει να πολώνεται ανησυχητικά. Από τη μία πλευρά βρίσκεται ο ψηφοθηρικός λαϊκισμός όσων καλούν σε καταγγελία της συμφωνίας, χωρίς να αναλογίζονται τις αρνητικές συνέπειες. Από την άλλη υπάρχει η ιδεοληπτική αφέλεια εκείνων που κάνουν κριτική στην Αθήνα για τη μη τήρηση όλων των διατάξεων της συμφωνίας και αντιμετωπίζουν τον «μακεδονισμό» με πολιτική ή επιστημονική ουδετερότητα. Με άλλα λόγια, το έλλειμμα στρατηγικής μπορεί να οδηγήσει σε μια «επανασκοπιανοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής μας.
Επίσης, η ελληνική διπλωματία φάνηκε να αιφνιδιάζεται από τη σκληρή στάση που κράτησε το καθεστώς Ράμα απέναντι στην ελληνική εθνική μειονότητα. Η εκλογή του Φρέντη Μπελέρη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρουσιάστηκε ως μια εθνική επιτυχία, ενώ τελικά κερδισμένη είναι η αλβανική ηγεσία που κατάφερε να ελέγξει τον κρίσιμο δήμο της Χειμάρρας. Ταυτόχρονα, ο Εντι Ράμα προέβη σε επιθετικές κινήσεις μέσα στην Ελλάδα, που έμειναν για άγνωστους λόγους αναπάντητες. Δεν υπήρχε ακόμα καμία πρόοδος σχετικά με το ζήτημα της οριοθέτησης της ΑΟΖ, λόγω της αυξημένης τουρκικής επιρροής στη γειτονική χώρα. Εντούτοις, η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε την έναρξη των διαπραγματεύσεων για ένταξη της Αλβανίας στην Ε.Ε. χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις συνέχισαν φαινομενικά να κινούνται στα ίδια επίπεδα επειδή δεν υπήρχαν μαζικές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου. Στην πραγματικότητα, η Αγκυρα πέτυχε να προσθέτει θέματα στη διμερή ατζέντα και να μην υποχωρεί από πάγιες μαξιμαλιστικές θέσεις της. Η ένταση κοντά στην Κάσο για την πόντιση ηλεκτρικού καλωδίου μέσα στην οριοθετημένη ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ, η καθυστέρηση που σημειώνεται στη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων στις Κυκλάδες και η μη αξιοποίηση των βραχονησίδων στο κεντρικό και ανατολικό Αιγαίο καταδεικνύουν την αδυναμία της ελληνικής διπλωματίας να πείσει την άλλη πλευρά για ευελιξία προς όφελος και της ιδίας.
Κατά τη διάρκεια του 2024, η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε διαρκώς την ακλόνητη υποστήριξή της προς τη δοκιμαζόμενη Ουκρανία. Ωστόσο, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει προβληματισμό στην ελληνική πρωτεύουσα επειδή ο διακηρυγμένος στόχος της νέας αμερικανικής διοίκησης είναι ο τερματισμός του ρωσοουκρανικού πολέμου. Μέχρι τώρα, η Ελλάδα έχει καταφέρει να ταυτίσει τα συμφέροντά της με εκείνα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή η επιτυχία προφανώς πιστώνεται στην ελληνική ηγεσία, αλλά στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν νομοτέλειες. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι ευμετάβλητη, όπως φανερώνει η τωρινή στάση της Ουάσιγκτον στη Συρία μετά την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, η Αθήνα και η Λευκωσία ανησυχούν για την πιθανότητα η Αγκυρα να υφαρπάξει ένα κομμάτι της εικαζόμενης κυπριακής ΑΟΖ μέσω μιας συμφωνίας οριοθέτησης με τη Δαμασκό. Η αυτοαναφορικότητα και η επίκληση του διεθνούς δικαίου δεν προσφέρουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό που χρειάζεται να γίνει άμεσα είναι η Ε.Ε. στο σύνολό της να καταστήσει σαφές στη μεταβατική κυβέρνηση της Συρίας ότι μια τέτοια κίνηση επισείει σοβαρές συνέπειες. Σε αντίθετη περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος η Τουρκία να σημειώσει μια μεγάλη διπλωματική νίκη εις βάρος του ελληνισμού. Χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση για την οριοθέτηση των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, που δεν θα αποκλείει κανέναν, εκτός φυσικά από το ψευδοκράτος. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια παρατήρηση σχετικά με τη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που παραμένει υπόθεση ενός ή δύο ατόμων. Αυτό δεν είναι πλέον λειτουργικό, δεδομένου ότι έχουμε μπει σε μια πολύπλοκη εποχή με κύριο χαρακτηριστικό το ξέσπασμα πολυκρίσεων. Ποιος τελικά ορίζει τι είναι ή δεν είναι επωφελές για τη χώρα; Λόγω της απουσίας ενός θεσμικού κειμένου που θα δεσμεύει το πολιτικό προσωπικό, το επωφελές καταλήγει να ορίζεται με έναν υποκειμενικό και ενίοτε ιδιοτελή τρόπο. Το πιο σημαντικό είναι όμως ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική εξακολουθεί να στερείται ενός γεωπολιτικού οράματος σε μια περιοχή του κόσμου όπου το χειρότερο σενάριο συνήθως επαληθεύεται.
*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.