Νικόλας Πατέρας: Από το πρώτο Benetti στο Adamas V – Το πάθος του εφοπλιστή για τα superyachts
Ο Νικόλας Πατέρας είναι ένας εφοπλιστής με βαθιές ρίζες στη ναυτιλία, ο οποίος έχει επιδείξει επιχειρηματική δεινότητα, ανθεκτικότητα και πάθος για τη θάλασσα και τα superyacht.
Σε συνέντευξη του στο περιοδικό Boat International, ο γνωστός πλοιοκτήτης μίλησε για όλα. Για την πορεία του στην ναυτιλία, την οικογενειακή παράδοση στον κλάδο, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τις επιτυχημένες του κινήσεις, αλλά και το πρώτο μεγάλο yacht που αγόρασε το 1990.
Έκτοτε είχε στην κατοχή του πάνω από οκτώ superyachts, ενώ πρόσφατα έγινε ιδιοκτήτης του 65 μέτρων Adamas V, το οποίο ναυπηγήθηκε αρχικά ως Al Menwar για τον εμίρη του Κατάρ και στη συνέχεια αγοράστηκε από έναν Ισπανό μεγιστάνα ξενοδοχείων, ο οποίος έκανε τον γύρο του κόσμου με αυτό μαζί με την οικογένειά του.
Στο παρελθόν είχε στην ιδιοκτησία του το Adamas, ένα 33μετρο Benetti, το Adamas II, το οποίο κατασκευάστηκε για τον εμίρη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, το Gloria, ένα δικάταρτο σκάφος, που τελικά πούλησε στον Βρετανό επιχειρηματία Peter de Savary, το Adamas III, ένα 37μετρο της εταιρείας Cantieri di Pisa, το Adamas IV, ένα 33μετρο της ίδια εταιρείας, και το Arionas, ένα 40μετρο που κατασκευάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1967.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο ίδιος προτιμά ένα σκάφος με πιο συμπαγή εμφάνιση, όπως το Adamas V. «Ήμασταν έξω την περασμένη εβδομάδα με έξι ή επτά μποφόρ και έπλεε σαν φρεγάτα – ήταν φανταστικό!» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Adamas V φωτογραφία: fraseryachts.com
Οικογενειακή παράδοση
Είναι σαφές ότι ο εφοπλιστής λατρεύει να περνάει χρόνο στη θάλασσα. Όπως αναφέρει, όταν ήταν επτά χρονών παιδί, ο πατέρας του, ο οποίος διοικούσε τη ναυτιλιακή εταιρεία Pateras Brothers Ltd, τον έπαιρνε στο γραφείο τα Σάββατα.
«Ήταν μαγικό – τότε δεν χρησιμοποιούσαν υπολογιστές, είχαν μεγάλους μαγνητικούς παγκόσμιους χάρτες στους οποίους τοποθετούσαν τα πλοία [για να τα παρακολουθούν]», θυμάται. «Έτσι έβλεπα ότι είχαμε ένα πλοίο, ας πούμε, στην Ινδία, και προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν να βρίσκομαι στην Ινδία».
Το να παίζει με μαγνήτες ήταν ωραίο και καλό, όπως και το να μεταφέρει λαμπερούς σχεδιαστές γιοτ (ο 14χρονος Νικόλας κάποτε έκανε τον σοφέρ του Jon Bannenberg, χωρίς να έχει ιδέα ποιος ήταν), αλλά η σκληρή δοκιμασία ήρθε όταν ο πατέρας του τον έστειλε να εργαστεί στον στόλο του ως κατώτερος αξιωματικός στην εφηβεία του. «Νομίζω ότι λίγο-πολύ το έβλεπε ως τιμωρία, επειδή δεν ήμουν αυτό που θα λέγαμε άριστος μαθητής», επισημαίνει χαμογελώντας.
Σε κάθε αποστολή, παρουσίαζε στον κυβερνήτη μια επιστολή από τον πατέρα του. «Δεν έλεγε «Φρόντισε τον γιο μου», έλεγε «Φέρσου στον γιο μου όπως σε κάθε άλλο νεαρό άτομο στο πλοίο», λέει. «Δεν είχα καμία ειδική μεταχείριση. Οι άνθρωποι είτε το αγαπούν είτε το μισούν. Εγώ το λάτρεψα».
Τα δύο πρώτα του ταξίδια ήταν αξέχαστα – το ένα ήταν σε ένα πλοίο ψυγείο μεταξύ Φλόριντα και Τούρμπο στην Κολομβία, το οποίο μετέφερε μπανάνες για την Chiquita, ενώ το άλλο ήταν σε ένα πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου που διέσχιζε από το Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής μέχρι τη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας.
Σήμερα, τρέφει απόλυτο σεβασμό για όσους εργάζονται στον στόλο του. «Ειδικά κατά την περίοδο Covid-19», σημειώνει. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που κράτησαν ολόκληρο τον κόσμο ζωντανό και απέτρεψαν το σπάσιμο της εφοδιαστικής αλυσίδας».
Ο Νικόλας Πατέρας το 1986 στο οικογενειακό αλιευτικό σκάφος πηγή: προσωπικό αρχείο του εφοπλιστή
Η ναυτιλία στην οικογένειά του ξεκίνησε από τον προπάππου του. Ο παππούς του πέθανε νέος, αναγκάζοντας τον πατέρα του να κληρονομήσει την οικογενειακή επιχείρηση με μόλις δύο φορτηγά πλοία το 1953 ως άπειρος 23χρονος.
Η ιστορία θα επαναλαμβανόταν αργότερα, με τον πατέρα του Νικόλα, τον Διαμαντή, να παραδίδει στη συνέχεια τα ηνία στον ίδιο όταν και αυτός ήταν μόλις 23 ετών. «Είχα θείους που ήταν 60 ετών και δεν τους δινόταν η ευκαιρία να υπογράψουν επιταγή!» λέει με έκπληξη.
Τώρα, βρίσκεται στη διαδικασία μεταβίβασης της επιχείρησης στην επόμενη γενιά για άλλη μια φορά, με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, την Αναστασία, 27 ετών, και τον Διαμαντή, 24 ετών, να εργάζονται στην Contships.
Από κάθε άποψη, ο Νικόλας Πατέρας έχει κάνει τεράστια επιτυχία στην ζωή του.
«Έχω περάσει δύο σημαντικούς κύκλους κατά τη διάρκεια της καριέρας μου, όπου σχεδόν έχασα τα πάντα και στη συνέχεια τα ξαναέχτισα όλα», εξηγεί, «και αισθάνομαι την πίεση μερικές φορές». Υπολογίζει ότι έχει αγοράσει και πουλήσει σχεδόν 160 πλοία κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Ίδρυσε τη γνωστή Pacific & Atlantic, το 1993 («το μωρό μου», όπως λέει), και εκμεταλλευόμενος την καλή συγκυρία πούλησε 50 πλοία λίγο πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008.
Καθώς βρισκόταν στην κορυφή της επιτυχίας του, σκέφτηκε: «Τι στο καλό; Ας κάνω ένα διάλειμμα» και έκανε ένα διάλειμμα, κατά την διάρκεια του οποίου διετέλεσε πρόεδρος και μέτοχος της ποδοσφαιρικής ομάδας του Παναθηναϊκού από το 2008 έως το 2010, κατακτώντας το ελληνικό πρωτάθλημα και το Κύπελλο Ελλάδος.
Η είσοδος στην αγορά των containerships
Στη συνέχεια εισήλθε στην αγορά των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, ιδρύοντας το 2015 την Contships Management.
Στην αρχή, «ήταν κόλαση», θυμάται, «επειδή πρόκειται για μια πολύ κλειστή αγορά». Οι μεγάλοι παίκτες δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, οπότε αύξησε τον στόλο του από τρία σε 59 πλοία.
Κατά τη διάρκεια του Covid-19, οι ναυτιλιακές εταιρείες γνώρισαν μεγάλη άνθηση, με εταιρείες όπως η MSC να αποκομίζουν κέρδη ύψους 66 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε τρία χρόνια. «Λίγα από αυτά τα χρήματα ήρθαν σε εμάς», σημειώνει ο Νικόλας Πατέρας. Και, τι καλύτερο για να τα ξοδέψει από το Adamas V και την ανακαίνιση του, που το μετέτρεψε στο όνειρο της ζωής του.
Η αγάπη για το yachting
Η αγάπη του εφοπλιστή για το yachting ξεκίνησε από τότε που άρχισε να εργάζεται στα πλοία. Όσο πάθος είχε για την επιχείρηση, άλλο τόσο είχε και για τα σκάφη.
Αγόρασε το πρώτο του, το Adamas, ένα Benetti, το 1990, το έδεσε κάτω από το ξενοδοχείο Four Seasons Astir Palace στην Αθήνα και ζούσε σε αυτό.
«Ο πατέρας μου και ο θείος μου έλεγαν: «Ξέρεις ότι θα έχεις κάποια προβλήματα υγείας εδώ, γιατί έχει υγρασία και δεν είναι ωραίο να ζεις στο σκάφος τον χειμώνα»», χαμογελάει, «αλλά το σκάφος πάντα με χαλάρωνε».
Προσκαλούσε συναδέλφους, φίλους και συγγενείς, αλλά απέφευγε να χρησιμοποιήσει το γιοτ επαγγελματικά, κάτι που συνεχίζει μέχρι σήμερα. «Πολλοί άνθρωποι λένε ότι το Adamas V είναι μεγάλο, οπότε γιατί δεν το ναυλώνουμε; Αλλά μου αρέσει να έχω τις οικογενειακές μου κορνίζες, τα προσωπικά μου αντικείμενα, τα πάντα στη θέση τους», επισημαίνει.
Ο εφοπλιστή απέκτησε το σκάφος το 2022. Βρισκόταν προς πώληση σε υψηλή τιμή και χρειαζόταν αρκετά χρήματα για την ανακαίνιση του, οπότε δεν προχώρησε σε προσφορά αμέσως, αναφέρει το Boat International.
Όσο περνούσε ο καιρός, οι ιδιοκτήτες μείωσαν την τιμή και τελικά έκλεισε η συμφωνία. Μάλιστα ο ίδιος δεν είχε καν μπει στο σκάφος – απλώς είχε δει βίντεο από τις δύο επιθεωρήσεις που είχε κάνει η ομάδα του.
«Μου είπαν ότι πρόκειται για ένα πολύ γερό σκάφος χωρίς ούτε ένα σημείο σκουριάς πουθενά», θυμάται. «Είπαν, αυτό είναι το είδος του σκάφους που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να κάνεις τον γύρο του κόσμου».
Η πρώτη του κίνηση ήταν να επιστρατεύσει τον σχεδιαστή Γιώργο Βαφειάδη, με τον οποίο είχε συνεργαστεί σε προηγούμενα projects. Ο Βαφειάδης επισήμανε ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του σκάφους, τα αλεξίσφαιρα παράθυρα, έπρεπε να αντικατασταθούν μαζί με τα κουφώματα.
Συγκεκριμένα επισήμανε: «Αφού θα ξεγυμνώσουμε όλο το σκάφος, ας αλλάξουμε ολόκληρο το σύστημα κλιματισμού -που ήταν μεγάλη υπόθεση- ας βάλουμε μάρμαρο σε όλα τα δάπεδα των μπάνιων [αντικαθιστώντας τα χαλιά από την εποχή του εμίρη] και ας αλλάξουμε όλο τον εξοπλισμό, ας εκσυγχρονίσουμε τα πάντα», θυμάται ο Πατέρας. «Έτσι ακολούθησα τις οδηγίες του. Ήταν ένα σημαντικό κόστος, αλλά άξιζε τον κόπο».
Το εσωτερικό και το εξωτερικό του σκάφους αποτελούν έναν ασυνήθιστο αλλά «επιτυχημένο γάμο», όπως λέει ο ίδιος.
Εξωτερικά, μοιάζει «με κάποιο είδος πολεμικού πλοίου», αλλά οι εσωτερικοί χώροι είναι πολυτελείς και σύγχρονοι, χωρίς τα μεταξωτά και τα χρυσά φινιρίσματα που προτιμούσε ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του, προς τα ανοιχτόχρωμα ξύλα και τα νέα βερνίκια.
Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με εντυπωσιακές φωτογραφίες που προέρχονται από το Condé Nast, αλλά ο εφοπλιστής θα προτιμούσε οι επισκέπτες να θαυμάζουν το ηλεκτρικό του Citroën Ami, το οποίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο επάνω κατάστρωμα, μαζί με τις δύο μοτοσικλέτες και τα τέσσερα τζετ σκι του. «Οι άνθρωποι με κοιτάζουν και λένε: «Έλα τώρα, δεν μπορεί να τα οδηγείς αυτά»», αναφέρει.
Ο ίδιος το βλέπει πρακτικά. Είναι «ένα οικογενειακό σκάφος», λέει. «Θέλουμε απλώς όλοι να τρέχουν, να απολαμβάνουν το σκάφος, τα παιδιά να πηδάνε από δω κι από κει… γι’ αυτό είναι τα σκάφη».
Η τεράστια μεταμόρφωση του yacht διήρκεσε μόλις εννέα μήνες στο Ελληνικό Ναυπηγείο του Ρέστη, μειώνοντας στο μισό το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα.
Η ασφάλεια είναι ύψιστης σημασίας
«Νομίζω ότι είμαι εύκολος πελάτης γιατί ξέρω τι θέλω», σημειώνει ο Πατέρας. Η ασφάλεια είναι ύψιστης σημασίας γι’ αυτόν και πολλά από τα αιτήματά του ήταν να γίνουν τα πράγματα πιο πρακτικά.
Άλλαξε, για παράδειγμα, τη θέση των τεντών, για να κάνει τη χρήση τους πιο απλή, και μετέφερε όλο τον εξοπλισμό ασφαλείας από το κατάστρωμα σε σημεία όπου θα ήταν πιο εύκολη η πρόσβαση, γεμίζοντας το κενό με ένα σαλόνι και μια πισίνα σπα.
Τη νύχτα, επιμένει να έχει διπλή βάρδια, και αν το σκάφος είναι εν πλω, βρίσκεται πάντα στη γέφυρα. «Στη ναυτιλία έχω δει να συμβαίνουν πολλά ατυχήματα. Είχαμε πλοία που προσάραξαν επειδή έχασαν την άγκυρά τους. Είχαμε πυρκαγιές επειδή το πλήρωμα της μηχανής δεν είχε βάρδια τη νύχτα. Έτσι, όλα αυτά τα πράγματα με έκαναν να έχω μεγάλη συνείδηση της ασφάλειας», εξηγεί.
Του αρέσει να εξερευνά ελληνικά νησιά, όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες και η Πάτμος, και στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού είχε θέσει ως θέμα της κρουαζιέρας του τα απίστευτα μοναστήρια, απολαμβάνοντας μαγευτικά αξιοθέατα στην Πάτμο, τις Οινούσσες και την Τήνο, η οποία διαθέτει «μία από τις πιο διάσημες εκκλησίες στην Ελλάδα».
Λυπάται, ωστόσο, για ορισμένες από τις επιπτώσεις που έχει επιφέρει ο τουρισμός στην πατρίδα του. «Μου αρέσει το γεγονός ότι κάποια μέρη έχουν εκσυγχρονιστεί, αλλά τα νησιά πρέπει να προστατεύσουν τον εαυτό τους», σημειώνει.
Πάρτε για παράδειγμα τη Σαντορίνη και τη Μύκονο. «Οι Έλληνες δεν τα επισκέπτονται πια, γιατί υπάρχουν 90% τουρίστες και 10% Έλληνες – συν τα επιβατηγά πλοία που φέρνουν 5.000 με 6.000 άτομα την ημέρα και προκαλούν χάος…».
Ο εφοπλιστής ονειρεύεται να κάνει έναν περίπλου, αλλά προς το παρόν προτεραιότητά του είναι το ίδρυμά του, το οποίο «κάνει πολλή δουλειά για σχολεία, νοσοκομεία και εκκλησίες στην Ελλάδα».
Σχεδιάζει μια φιλόδοξη κρουαζιέρα και με τα δύο σκάφη του – το Adamas V με τους ενήλικες και το Wally B γεμάτο με τα παιδιά και τους φίλους τους.
Το ιστιοπλοϊκό σκάφος του Νικόλα Πατέρα, Wally B
Ο ενθουσιασμός του Πατέρα για το yachting είναι μεταδοτικός και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι όσοι βρίσκονται στο σκάφος δεν θα μοιραστούν σύντομα το πάθος του.
«Τα yachts είναι μια μεγάλη απόδραση από το καθημερινό άγχος, από όλη την πίεση της δουλειάς», λέει. «Το μόνο που εύχομαι είναι να μπορούσα να χρησιμοποιώ πιο συχνά τα γιοτ που είχα κατά τη διάρκεια της ζωής μου».
Διαβάστε επίσης:
Αποκαλυπτικά στοιχεία από την ετήσια έρευνα του ΝΑΤ
Ο Νικόλας Πατέρας είναι ένας εφοπλιστής με βαθιές ρίζες στη ναυτιλία, ο οποίος έχει επιδείξει επιχειρηματική δεινότητα, ανθεκτικότητα και πάθος για τη θάλασσα και τα superyacht.
Σε συνέντευξη του στο περιοδικό Boat International, ο γνωστός πλοιοκτήτης μίλησε για όλα. Για την πορεία του στην ναυτιλία, την οικογενειακή παράδοση στον κλάδο, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τις επιτυχημένες του κινήσεις, αλλά και το πρώτο μεγάλο yacht που αγόρασε το 1990.
Έκτοτε είχε στην κατοχή του πάνω από οκτώ superyachts, ενώ πρόσφατα έγινε ιδιοκτήτης του 65 μέτρων Adamas V, το οποίο ναυπηγήθηκε αρχικά ως Al Menwar για τον εμίρη του Κατάρ και στη συνέχεια αγοράστηκε από έναν Ισπανό μεγιστάνα ξενοδοχείων, ο οποίος έκανε τον γύρο του κόσμου με αυτό μαζί με την οικογένειά του.
Στο παρελθόν είχε στην ιδιοκτησία του το Adamas, ένα 33μετρο Benetti, το Adamas II, το οποίο κατασκευάστηκε για τον εμίρη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, το Gloria, ένα δικάταρτο σκάφος, που τελικά πούλησε στον Βρετανό επιχειρηματία Peter de Savary, το Adamas III, ένα 37μετρο της εταιρείας Cantieri di Pisa, το Adamas IV, ένα 33μετρο της ίδια εταιρείας, και το Arionas, ένα 40μετρο που κατασκευάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1967.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο ίδιος προτιμά ένα σκάφος με πιο συμπαγή εμφάνιση, όπως το Adamas V. «Ήμασταν έξω την περασμένη εβδομάδα με έξι ή επτά μποφόρ και έπλεε σαν φρεγάτα – ήταν φανταστικό!» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Adamas V φωτογραφία: fraseryachts.com
Οικογενειακή παράδοση
Είναι σαφές ότι ο εφοπλιστής λατρεύει να περνάει χρόνο στη θάλασσα. Όπως αναφέρει, όταν ήταν επτά χρονών παιδί, ο πατέρας του, ο οποίος διοικούσε τη ναυτιλιακή εταιρεία Pateras Brothers Ltd, τον έπαιρνε στο γραφείο τα Σάββατα.
«Ήταν μαγικό – τότε δεν χρησιμοποιούσαν υπολογιστές, είχαν μεγάλους μαγνητικούς παγκόσμιους χάρτες στους οποίους τοποθετούσαν τα πλοία [για να τα παρακολουθούν]», θυμάται. «Έτσι έβλεπα ότι είχαμε ένα πλοίο, ας πούμε, στην Ινδία, και προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν να βρίσκομαι στην Ινδία».
Το να παίζει με μαγνήτες ήταν ωραίο και καλό, όπως και το να μεταφέρει λαμπερούς σχεδιαστές γιοτ (ο 14χρονος Νικόλας κάποτε έκανε τον σοφέρ του Jon Bannenberg, χωρίς να έχει ιδέα ποιος ήταν), αλλά η σκληρή δοκιμασία ήρθε όταν ο πατέρας του τον έστειλε να εργαστεί στον στόλο του ως κατώτερος αξιωματικός στην εφηβεία του. «Νομίζω ότι λίγο-πολύ το έβλεπε ως τιμωρία, επειδή δεν ήμουν αυτό που θα λέγαμε άριστος μαθητής», επισημαίνει χαμογελώντας.
Σε κάθε αποστολή, παρουσίαζε στον κυβερνήτη μια επιστολή από τον πατέρα του. «Δεν έλεγε «Φρόντισε τον γιο μου», έλεγε «Φέρσου στον γιο μου όπως σε κάθε άλλο νεαρό άτομο στο πλοίο», λέει. «Δεν είχα καμία ειδική μεταχείριση. Οι άνθρωποι είτε το αγαπούν είτε το μισούν. Εγώ το λάτρεψα».
Τα δύο πρώτα του ταξίδια ήταν αξέχαστα – το ένα ήταν σε ένα πλοίο ψυγείο μεταξύ Φλόριντα και Τούρμπο στην Κολομβία, το οποίο μετέφερε μπανάνες για την Chiquita, ενώ το άλλο ήταν σε ένα πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου που διέσχιζε από το Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής μέχρι τη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας.
Σήμερα, τρέφει απόλυτο σεβασμό για όσους εργάζονται στον στόλο του. «Ειδικά κατά την περίοδο Covid-19», σημειώνει. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που κράτησαν ολόκληρο τον κόσμο ζωντανό και απέτρεψαν το σπάσιμο της εφοδιαστικής αλυσίδας».
Ο Νικόλας Πατέρας το 1986 στο οικογενειακό αλιευτικό σκάφος πηγή: προσωπικό αρχείο του εφοπλιστή
Η ναυτιλία στην οικογένειά του ξεκίνησε από τον προπάππου του. Ο παππούς του πέθανε νέος, αναγκάζοντας τον πατέρα του να κληρονομήσει την οικογενειακή επιχείρηση με μόλις δύο φορτηγά πλοία το 1953 ως άπειρος 23χρονος.
Η ιστορία θα επαναλαμβανόταν αργότερα, με τον πατέρα του Νικόλα, τον Διαμαντή, να παραδίδει στη συνέχεια τα ηνία στον ίδιο όταν και αυτός ήταν μόλις 23 ετών. «Είχα θείους που ήταν 60 ετών και δεν τους δινόταν η ευκαιρία να υπογράψουν επιταγή!» λέει με έκπληξη.
Τώρα, βρίσκεται στη διαδικασία μεταβίβασης της επιχείρησης στην επόμενη γενιά για άλλη μια φορά, με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, την Αναστασία, 27 ετών, και τον Διαμαντή, 24 ετών, να εργάζονται στην Contships.
Από κάθε άποψη, ο Νικόλας Πατέρας έχει κάνει τεράστια επιτυχία στην ζωή του.
«Έχω περάσει δύο σημαντικούς κύκλους κατά τη διάρκεια της καριέρας μου, όπου σχεδόν έχασα τα πάντα και στη συνέχεια τα ξαναέχτισα όλα», εξηγεί, «και αισθάνομαι την πίεση μερικές φορές». Υπολογίζει ότι έχει αγοράσει και πουλήσει σχεδόν 160 πλοία κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Ίδρυσε τη γνωστή Pacific & Atlantic, το 1993 («το μωρό μου», όπως λέει), και εκμεταλλευόμενος την καλή συγκυρία πούλησε 50 πλοία λίγο πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008.
Καθώς βρισκόταν στην κορυφή της επιτυχίας του, σκέφτηκε: «Τι στο καλό; Ας κάνω ένα διάλειμμα» και έκανε ένα διάλειμμα, κατά την διάρκεια του οποίου διετέλεσε πρόεδρος και μέτοχος της ποδοσφαιρικής ομάδας του Παναθηναϊκού από το 2008 έως το 2010, κατακτώντας το ελληνικό πρωτάθλημα και το Κύπελλο Ελλάδος.
Η είσοδος στην αγορά των containerships
Στη συνέχεια εισήλθε στην αγορά των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, ιδρύοντας το 2015 την Contships Management.
Στην αρχή, «ήταν κόλαση», θυμάται, «επειδή πρόκειται για μια πολύ κλειστή αγορά». Οι μεγάλοι παίκτες δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, οπότε αύξησε τον στόλο του από τρία σε 59 πλοία.
Κατά τη διάρκεια του Covid-19, οι ναυτιλιακές εταιρείες γνώρισαν μεγάλη άνθηση, με εταιρείες όπως η MSC να αποκομίζουν κέρδη ύψους 66 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε τρία χρόνια. «Λίγα από αυτά τα χρήματα ήρθαν σε εμάς», σημειώνει ο Νικόλας Πατέρας. Και, τι καλύτερο για να τα ξοδέψει από το Adamas V και την ανακαίνιση του, που το μετέτρεψε στο όνειρο της ζωής του.
Η αγάπη για το yachting
Η αγάπη του εφοπλιστή για το yachting ξεκίνησε από τότε που άρχισε να εργάζεται στα πλοία. Όσο πάθος είχε για την επιχείρηση, άλλο τόσο είχε και για τα σκάφη.
Αγόρασε το πρώτο του, το Adamas, ένα Benetti, το 1990, το έδεσε κάτω από το ξενοδοχείο Four Seasons Astir Palace στην Αθήνα και ζούσε σε αυτό.
«Ο πατέρας μου και ο θείος μου έλεγαν: «Ξέρεις ότι θα έχεις κάποια προβλήματα υγείας εδώ, γιατί έχει υγρασία και δεν είναι ωραίο να ζεις στο σκάφος τον χειμώνα»», χαμογελάει, «αλλά το σκάφος πάντα με χαλάρωνε».
Προσκαλούσε συναδέλφους, φίλους και συγγενείς, αλλά απέφευγε να χρησιμοποιήσει το γιοτ επαγγελματικά, κάτι που συνεχίζει μέχρι σήμερα. «Πολλοί άνθρωποι λένε ότι το Adamas V είναι μεγάλο, οπότε γιατί δεν το ναυλώνουμε; Αλλά μου αρέσει να έχω τις οικογενειακές μου κορνίζες, τα προσωπικά μου αντικείμενα, τα πάντα στη θέση τους», επισημαίνει.
Ο εφοπλιστή απέκτησε το σκάφος το 2022. Βρισκόταν προς πώληση σε υψηλή τιμή και χρειαζόταν αρκετά χρήματα για την ανακαίνιση του, οπότε δεν προχώρησε σε προσφορά αμέσως, αναφέρει το Boat International.
Όσο περνούσε ο καιρός, οι ιδιοκτήτες μείωσαν την τιμή και τελικά έκλεισε η συμφωνία. Μάλιστα ο ίδιος δεν είχε καν μπει στο σκάφος – απλώς είχε δει βίντεο από τις δύο επιθεωρήσεις που είχε κάνει η ομάδα του.
«Μου είπαν ότι πρόκειται για ένα πολύ γερό σκάφος χωρίς ούτε ένα σημείο σκουριάς πουθενά», θυμάται. «Είπαν, αυτό είναι το είδος του σκάφους που μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να κάνεις τον γύρο του κόσμου».
Η πρώτη του κίνηση ήταν να επιστρατεύσει τον σχεδιαστή Γιώργο Βαφειάδη, με τον οποίο είχε συνεργαστεί σε προηγούμενα projects. Ο Βαφειάδης επισήμανε ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του σκάφους, τα αλεξίσφαιρα παράθυρα, έπρεπε να αντικατασταθούν μαζί με τα κουφώματα.
Συγκεκριμένα επισήμανε: «Αφού θα ξεγυμνώσουμε όλο το σκάφος, ας αλλάξουμε ολόκληρο το σύστημα κλιματισμού -που ήταν μεγάλη υπόθεση- ας βάλουμε μάρμαρο σε όλα τα δάπεδα των μπάνιων [αντικαθιστώντας τα χαλιά από την εποχή του εμίρη] και ας αλλάξουμε όλο τον εξοπλισμό, ας εκσυγχρονίσουμε τα πάντα», θυμάται ο Πατέρας. «Έτσι ακολούθησα τις οδηγίες του. Ήταν ένα σημαντικό κόστος, αλλά άξιζε τον κόπο».
Το εσωτερικό και το εξωτερικό του σκάφους αποτελούν έναν ασυνήθιστο αλλά «επιτυχημένο γάμο», όπως λέει ο ίδιος.
Εξωτερικά, μοιάζει «με κάποιο είδος πολεμικού πλοίου», αλλά οι εσωτερικοί χώροι είναι πολυτελείς και σύγχρονοι, χωρίς τα μεταξωτά και τα χρυσά φινιρίσματα που προτιμούσε ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του, προς τα ανοιχτόχρωμα ξύλα και τα νέα βερνίκια.
Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με εντυπωσιακές φωτογραφίες που προέρχονται από το Condé Nast, αλλά ο εφοπλιστής θα προτιμούσε οι επισκέπτες να θαυμάζουν το ηλεκτρικό του Citroën Ami, το οποίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο επάνω κατάστρωμα, μαζί με τις δύο μοτοσικλέτες και τα τέσσερα τζετ σκι του. «Οι άνθρωποι με κοιτάζουν και λένε: «Έλα τώρα, δεν μπορεί να τα οδηγείς αυτά»», αναφέρει.
Ο ίδιος το βλέπει πρακτικά. Είναι «ένα οικογενειακό σκάφος», λέει. «Θέλουμε απλώς όλοι να τρέχουν, να απολαμβάνουν το σκάφος, τα παιδιά να πηδάνε από δω κι από κει… γι’ αυτό είναι τα σκάφη».
Η τεράστια μεταμόρφωση του yacht διήρκεσε μόλις εννέα μήνες στο Ελληνικό Ναυπηγείο του Ρέστη, μειώνοντας στο μισό το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα.
Η ασφάλεια είναι ύψιστης σημασίας
«Νομίζω ότι είμαι εύκολος πελάτης γιατί ξέρω τι θέλω», σημειώνει ο Πατέρας. Η ασφάλεια είναι ύψιστης σημασίας γι’ αυτόν και πολλά από τα αιτήματά του ήταν να γίνουν τα πράγματα πιο πρακτικά.
Άλλαξε, για παράδειγμα, τη θέση των τεντών, για να κάνει τη χρήση τους πιο απλή, και μετέφερε όλο τον εξοπλισμό ασφαλείας από το κατάστρωμα σε σημεία όπου θα ήταν πιο εύκολη η πρόσβαση, γεμίζοντας το κενό με ένα σαλόνι και μια πισίνα σπα.
Τη νύχτα, επιμένει να έχει διπλή βάρδια, και αν το σκάφος είναι εν πλω, βρίσκεται πάντα στη γέφυρα. «Στη ναυτιλία έχω δει να συμβαίνουν πολλά ατυχήματα. Είχαμε πλοία που προσάραξαν επειδή έχασαν την άγκυρά τους. Είχαμε πυρκαγιές επειδή το πλήρωμα της μηχανής δεν είχε βάρδια τη νύχτα. Έτσι, όλα αυτά τα πράγματα με έκαναν να έχω μεγάλη συνείδηση της ασφάλειας», εξηγεί.
Του αρέσει να εξερευνά ελληνικά νησιά, όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες και η Πάτμος, και στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού είχε θέσει ως θέμα της κρουαζιέρας του τα απίστευτα μοναστήρια, απολαμβάνοντας μαγευτικά αξιοθέατα στην Πάτμο, τις Οινούσσες και την Τήνο, η οποία διαθέτει «μία από τις πιο διάσημες εκκλησίες στην Ελλάδα».
Λυπάται, ωστόσο, για ορισμένες από τις επιπτώσεις που έχει επιφέρει ο τουρισμός στην πατρίδα του. «Μου αρέσει το γεγονός ότι κάποια μέρη έχουν εκσυγχρονιστεί, αλλά τα νησιά πρέπει να προστατεύσουν τον εαυτό τους», σημειώνει.
Πάρτε για παράδειγμα τη Σαντορίνη και τη Μύκονο. «Οι Έλληνες δεν τα επισκέπτονται πια, γιατί υπάρχουν 90% τουρίστες και 10% Έλληνες – συν τα επιβατηγά πλοία που φέρνουν 5.000 με 6.000 άτομα την ημέρα και προκαλούν χάος…».
Ο εφοπλιστής ονειρεύεται να κάνει έναν περίπλου, αλλά προς το παρόν προτεραιότητά του είναι το ίδρυμά του, το οποίο «κάνει πολλή δουλειά για σχολεία, νοσοκομεία και εκκλησίες στην Ελλάδα».
Σχεδιάζει μια φιλόδοξη κρουαζιέρα και με τα δύο σκάφη του – το Adamas V με τους ενήλικες και το Wally B γεμάτο με τα παιδιά και τους φίλους τους.
Το ιστιοπλοϊκό σκάφος του Νικόλα Πατέρα, Wally B
Ο ενθουσιασμός του Πατέρα για το yachting είναι μεταδοτικός και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι όσοι βρίσκονται στο σκάφος δεν θα μοιραστούν σύντομα το πάθος του.
«Τα yachts είναι μια μεγάλη απόδραση από το καθημερινό άγχος, από όλη την πίεση της δουλειάς», λέει. «Το μόνο που εύχομαι είναι να μπορούσα να χρησιμοποιώ πιο συχνά τα γιοτ που είχα κατά τη διάρκεια της ζωής μου».
Διαβάστε επίσης:
Αποκαλυπτικά στοιχεία από την ετήσια έρευνα του ΝΑΤ