Οδηγία για τον κατώτατο μισθό: Τι αλλάζει στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα
Η πολυαναμενόμενη Οδηγία για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις θα ψηφιστεί στο προσεχές διάστημα, όμως απαιτούνται πολλά περισσότερα, για να δούμε πραγματική βελτίωση στους μισθούς στην Ελλάδα.
Μέχρι τις 14 Νοεμβρίου θα πρέπει να έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2022/2041, η οποία περιλαμβάνει διατάξεις για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις. Αν και η προθεσμία αυτή αναμένεται να τηρηθεί από το Υπουργείο Εργασίας, με το νομοσχέδιο να είναι σχεδόν έτοιμο να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, το σίγουρο είναι πως οι προσδοκίες για την επίδρασή του στις μισθολογικές αποδοχές των εργαζομένων θα πρέπει να είναι χαμηλές.
Διότι ο κατώτατος μισθός δεν είναι η κινητήρια δύναμη για την αύξηση των μισθών σε ευρύτερο επίπεδο. Και η κατάρρευση της σημασίας των συλλογικών συμβάσεων την περίοδο της κρίσης χρειάζεται δραστικότερα μέτρα, για να αντιμετωπιστεί.
Οι υποχρεώσεις που θεσπίζει η Οδηγία
Η Οδηγία 2022/2041 έχει αρκετά γενικούς στόχους, αποσκοπώντας στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την επάρκεια του κατώτατου μισθού. Με δεδομένο ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί διαδοχικές αυξήσεις, δεν θα επηρεάσει άμεσα το ύψος του. Όμως, θέτει ορισμένες ενδιαφέρουσες απαιτήσεις για το μέλλον.
Κριτήρια για τον κατώτατο μισθό
Η Οδηγία, βέβαια, δεν ορίζει συγκεκριμένο κατώτατο μισθό, αφού αυτό έγκειται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους. Δεν επιβάλλει καν τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται ο κατώτατος μισθός, αν δηλαδή αυτό θα γίνεται μέσω συλλογικών συμβάσεων ή νομοθετικά. Οπότε δεν αναμένεται να επιφέρει κάποια αλλαγή στον κατώτατο μισθό ούτε στον νομοθετικό τρόπο ορισμού του στην Ελλάδα.
Όμως, θέτει τα θεμέλια για το μέλλον, καθώς για πρώτη φορά σε νομοθετικό επίπεδο καθορίζονται κριτήρια που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη στον ορισμό του. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αγοραστική δύναμη, το γενικό επίπεδο μισθών και ο ρυθμός αύξησής τους καθώς και το επίπεδο της παραγωγικότητας.
Ιδιαίτερα το κριτήριο της αγοραστικής δύναμης είναι μια σημαντική προσθήκη που έχει τη δυναμική να συνδέσει σε μεγαλύτερο βαθμό τον κατώτατο μισθό με τον πληθωρισμό και τις απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Είναι αδιαμφισβήτητο -και αυτό το γνωρίζουν οι νομοθέτες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο- ότι η ενίσχυση των μισθών δεν πρόκειται να έρθει μέσω οποιονδήποτε διατάξεων περί του κατώτατου μισθού, καθώς αυτός αφορά μικρό ποσοστό εργαζομένων. Το ζητούμενο είναι να τονωθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ώστε να αυξηθούν οι μισθοί στους διάφορους κλάδους της οικονομίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Οδηγία περιέχει ορισμένες γενικές υποχρεώσεις των κρατών, όπως την ενθάρρυνση των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων επί των μισθών και την προστασία των κοινωνικών εταίρων που συμμετέχουν σε αυτές.
Αυτό, πάντως, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η υποχρέωση της κάλυψης άνω του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Καθώς στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός καθορίζεται νομοθετικά και όχι μέσω συλλογικής σύμβασης (η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση δεν δεσμεύει πλέον επί των μισθολογικών όρων), η χώρα υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80% και αυτό δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως η εκπόνηση σχεδίου δράσης.
Σχέδιο δράσης
Η μόνη άμεση και ουσιαστική υποχρέωση που τίθεται στην Ελλάδα από την Οδηγία είναι η εκπόνηση σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και μάλιστα κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους. Το σχέδιο δράσης θα πρέπει να ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, ενώ θα επικαιροποιείται ανά πέντε χρόνια.
Επιπλέον, βασική υποχρέωση είναι τόσο το σχέδιο δράσης όσο και οι επικαιροποιήσεις του να δημοσιοποιούνται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.
Το σχέδιο δράσης της Ελλάδας αναμένεται και αυτό το προσεχές διάστημα και εκεί θα αντιμετωπιστούν βασικές ελλείψεις που παρατηρούνται αυτή τη στιγμή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση.
Πώς θα αντιστραφεί η απαξίωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Είναι γεγονός ότι το συλλογικό εργατικό δίκαιο, όπως το γνωρίζαμε προ του 2010, κατέρρευσε κατά την περίοδο των μνημονίων. Το μεγαλύτερο σοκ ήταν η κάμψη της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση ισχύος περισσότερων συλλογικών συμβάσεων, αφού με νόμο του 2011 ορίστηκε ότι η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση υπερισχύει των κλαδικών.
Αυτή η διάταξη, που είχε οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις να συνάψουν επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις με αρκετά δυσμενέστερους όρους σε σχέση με αυτούς που ίσχυαν στον κλάδο, έπαψε να ισχύει το 2017, οπότε επανήλθε η υπεροχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που συνήθως βρίσκεται στις κλασικές συμβάσεις.
Όμως, μένουν πολλά ακόμα να γίνουν, για να μπορούμε να κάνουμε λόγο για ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που θα έχουν τη δυναμική να οδηγήσουν σε γενικευμένη αύξηση μισθών. Το θέμα της επεκτασιμότητας, για παράδειγμα, παραμένει αγκάθι, καθώς ναι μεν επανήλθε μετά το 2017 η δυνατότητα του Υπουργού Εργασίας να κηρύσσει μια κλαδική σύμβαση γενικώς υποχρεωτική, ώστε να εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους και τους εργοδότες του κλάδου, ανεξαρτήτως από το αν είναι μέλη της συνδικαλιστικής ή εργοδοτικής οργάνωσης, όμως πλέον οι προϋποθέσεις είναι αρκετά αυστηρές.
Η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού, ο οποίος συνεξετάζει παράγοντες όπως η οικονομική κατάσταση του κλάδου, αλλά και το γεγονός ότι η συνδικαλιστική οργάνωση πρέπει να τεκμηριώσει την αντιπροσωπευτικότητά της με την εκπροσώπηση της πλειοψηφίας του κλάδου, καθιστούν την όλη διαδικασία ιδιαίτερα περίπλοκη και τελικά μη αξιοποιήσιμη.
Επιπλέον, ένα φλέγον ζήτημα είναι και η ενίσχυση του ρόλου του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων διαιτησίας του Οργανισμού για διαφορές που αφορούν τις συλλογικές αποφάσεις αποτελεί ένα βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι που άλλωστε συνάδει και με τις προθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης για ενδυνάμωση του ρόλου της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
Όλα τα παραπάνω θα αποσαφηνιστούν με το Σχέδιο Δράσης, το οποίο θα έχει μεν ως στόχο την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο σκηνικό της αγοράς εργασίας, όμως οι ειδικότερες διατάξεις του δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί.
Διαβάστε επίσης:
Η πολυαναμενόμενη Οδηγία για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις θα ψηφιστεί στο προσεχές διάστημα, όμως απαιτούνται πολλά περισσότερα, για να δούμε πραγματική βελτίωση στους μισθούς στην Ελλάδα.
Μέχρι τις 14 Νοεμβρίου θα πρέπει να έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2022/2041, η οποία περιλαμβάνει διατάξεις για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις. Αν και η προθεσμία αυτή αναμένεται να τηρηθεί από το Υπουργείο Εργασίας, με το νομοσχέδιο να είναι σχεδόν έτοιμο να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, το σίγουρο είναι πως οι προσδοκίες για την επίδρασή του στις μισθολογικές αποδοχές των εργαζομένων θα πρέπει να είναι χαμηλές.
Διότι ο κατώτατος μισθός δεν είναι η κινητήρια δύναμη για την αύξηση των μισθών σε ευρύτερο επίπεδο. Και η κατάρρευση της σημασίας των συλλογικών συμβάσεων την περίοδο της κρίσης χρειάζεται δραστικότερα μέτρα, για να αντιμετωπιστεί.
Οι υποχρεώσεις που θεσπίζει η Οδηγία
Η Οδηγία 2022/2041 έχει αρκετά γενικούς στόχους, αποσκοπώντας στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την επάρκεια του κατώτατου μισθού. Με δεδομένο ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί διαδοχικές αυξήσεις, δεν θα επηρεάσει άμεσα το ύψος του. Όμως, θέτει ορισμένες ενδιαφέρουσες απαιτήσεις για το μέλλον.
Κριτήρια για τον κατώτατο μισθό
Η Οδηγία, βέβαια, δεν ορίζει συγκεκριμένο κατώτατο μισθό, αφού αυτό έγκειται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους. Δεν επιβάλλει καν τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται ο κατώτατος μισθός, αν δηλαδή αυτό θα γίνεται μέσω συλλογικών συμβάσεων ή νομοθετικά. Οπότε δεν αναμένεται να επιφέρει κάποια αλλαγή στον κατώτατο μισθό ούτε στον νομοθετικό τρόπο ορισμού του στην Ελλάδα.
Όμως, θέτει τα θεμέλια για το μέλλον, καθώς για πρώτη φορά σε νομοθετικό επίπεδο καθορίζονται κριτήρια που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη στον ορισμό του. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αγοραστική δύναμη, το γενικό επίπεδο μισθών και ο ρυθμός αύξησής τους καθώς και το επίπεδο της παραγωγικότητας.
Ιδιαίτερα το κριτήριο της αγοραστικής δύναμης είναι μια σημαντική προσθήκη που έχει τη δυναμική να συνδέσει σε μεγαλύτερο βαθμό τον κατώτατο μισθό με τον πληθωρισμό και τις απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Είναι αδιαμφισβήτητο -και αυτό το γνωρίζουν οι νομοθέτες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο- ότι η ενίσχυση των μισθών δεν πρόκειται να έρθει μέσω οποιονδήποτε διατάξεων περί του κατώτατου μισθού, καθώς αυτός αφορά μικρό ποσοστό εργαζομένων. Το ζητούμενο είναι να τονωθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ώστε να αυξηθούν οι μισθοί στους διάφορους κλάδους της οικονομίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Οδηγία περιέχει ορισμένες γενικές υποχρεώσεις των κρατών, όπως την ενθάρρυνση των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων επί των μισθών και την προστασία των κοινωνικών εταίρων που συμμετέχουν σε αυτές.
Αυτό, πάντως, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η υποχρέωση της κάλυψης άνω του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Καθώς στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός καθορίζεται νομοθετικά και όχι μέσω συλλογικής σύμβασης (η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση δεν δεσμεύει πλέον επί των μισθολογικών όρων), η χώρα υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80% και αυτό δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως η εκπόνηση σχεδίου δράσης.
Σχέδιο δράσης
Η μόνη άμεση και ουσιαστική υποχρέωση που τίθεται στην Ελλάδα από την Οδηγία είναι η εκπόνηση σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και μάλιστα κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους. Το σχέδιο δράσης θα πρέπει να ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, ενώ θα επικαιροποιείται ανά πέντε χρόνια.
Επιπλέον, βασική υποχρέωση είναι τόσο το σχέδιο δράσης όσο και οι επικαιροποιήσεις του να δημοσιοποιούνται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.
Το σχέδιο δράσης της Ελλάδας αναμένεται και αυτό το προσεχές διάστημα και εκεί θα αντιμετωπιστούν βασικές ελλείψεις που παρατηρούνται αυτή τη στιγμή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση.
Πώς θα αντιστραφεί η απαξίωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Είναι γεγονός ότι το συλλογικό εργατικό δίκαιο, όπως το γνωρίζαμε προ του 2010, κατέρρευσε κατά την περίοδο των μνημονίων. Το μεγαλύτερο σοκ ήταν η κάμψη της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση ισχύος περισσότερων συλλογικών συμβάσεων, αφού με νόμο του 2011 ορίστηκε ότι η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση υπερισχύει των κλαδικών.
Αυτή η διάταξη, που είχε οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις να συνάψουν επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις με αρκετά δυσμενέστερους όρους σε σχέση με αυτούς που ίσχυαν στον κλάδο, έπαψε να ισχύει το 2017, οπότε επανήλθε η υπεροχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που συνήθως βρίσκεται στις κλασικές συμβάσεις.
Όμως, μένουν πολλά ακόμα να γίνουν, για να μπορούμε να κάνουμε λόγο για ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που θα έχουν τη δυναμική να οδηγήσουν σε γενικευμένη αύξηση μισθών. Το θέμα της επεκτασιμότητας, για παράδειγμα, παραμένει αγκάθι, καθώς ναι μεν επανήλθε μετά το 2017 η δυνατότητα του Υπουργού Εργασίας να κηρύσσει μια κλαδική σύμβαση γενικώς υποχρεωτική, ώστε να εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους και τους εργοδότες του κλάδου, ανεξαρτήτως από το αν είναι μέλη της συνδικαλιστικής ή εργοδοτικής οργάνωσης, όμως πλέον οι προϋποθέσεις είναι αρκετά αυστηρές.
Η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού, ο οποίος συνεξετάζει παράγοντες όπως η οικονομική κατάσταση του κλάδου, αλλά και το γεγονός ότι η συνδικαλιστική οργάνωση πρέπει να τεκμηριώσει την αντιπροσωπευτικότητά της με την εκπροσώπηση της πλειοψηφίας του κλάδου, καθιστούν την όλη διαδικασία ιδιαίτερα περίπλοκη και τελικά μη αξιοποιήσιμη.
Επιπλέον, ένα φλέγον ζήτημα είναι και η ενίσχυση του ρόλου του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων διαιτησίας του Οργανισμού για διαφορές που αφορούν τις συλλογικές αποφάσεις αποτελεί ένα βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι που άλλωστε συνάδει και με τις προθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης για ενδυνάμωση του ρόλου της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
Όλα τα παραπάνω θα αποσαφηνιστούν με το Σχέδιο Δράσης, το οποίο θα έχει μεν ως στόχο την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο σκηνικό της αγοράς εργασίας, όμως οι ειδικότερες διατάξεις του δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί.
Διαβάστε επίσης: