Οι χαμηλές επιδόσεις της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα
Η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, σχετικά με τις επιδόσεις στον τομέα κοινωνικής πολιτικής (φτώχεια, ανισότητα, υπερβολική επιβάρυνση λόγω στέγασης, συμμετοχή στην αγορά εργασίας κ.λπ.) κατέταξε την Ελλάδα στην ομάδα των χωρών που διατρέχουν κίνδυνο στην κοινωνική σύγκλιση.
Η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, σχετικά με τις επιδόσεις στον τομέα κοινωνικής πολιτικής (φτώχεια, ανισότητα, υπερβολική επιβάρυνση λόγω στέγασης, συμμετοχή στην αγορά εργασίας κ.λπ.) κατέταξε την Ελλάδα στην ομάδα των χωρών που διατρέχουν κίνδυνο στην κοινωνική σύγκλιση. Τα ευρήματα της έκθεσης δεν με εκπλήσσουν. Στο παρελθόν, πριν από την οικονομική κρίση, η κοινωνική πολιτική υλοποιούνταν από ένα, σχεδόν «χαοτικό» σε επίπεδο παρεμβάσεων, κατακερματισμένο και διευρυμένο ποσοτικά, σύστημα παροχών από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους. Κατά την περίοδο των –σταδιακά εφαρμοζόμενων– μεταρρυθμίσεων των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της χώρας («μνημόνια»), και από το 2017 εντονότερα, η πολιτική άρχισε να εστιάζει στη συγκέντρωση και κωδικοποίηση των επιδομάτων, των δικαιούχων και των φορέων υλοποίησης με σκοπό να γίνει πιο αποτελεσματική.
Σήμερα, η άσκηση της κρατικής κοινωνικής πολιτικής υλοποιείται με τη χορήγηση δεκάδων επιδομάτων και την παροχή υπηρεσιών που απευθύνονται στους πολίτες της χώρας. Οι βασικοί υπεύθυνοι φορείς υλοποίησης της κοινωνικής πολιτικής στη χώρα (και της πλειονότητας των επιδομάτων στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού) είναι οι οργανισμοί ΟΠΕΚΑ, ΔΥΠΑ και e-ΕΦΚΑ. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για κοινωνικές παροχές στον κρατικό προϋπολογισμό κυμαίνονται από σχεδόν 35 έως 42 δισ. ευρώ την τελευταία οκταετία (2015-2023), αποτελώντας το 20%-24% του ΑΕΠ, με τις δαπάνες για κοινωνική προστασία πλην συντάξεων να αποτελούν το 4%-6,6% του ΑΕΠ. Το σύστημα, παρά τις συνεχείς μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στη διάρκεια της τελευταίας οκταετίας 2016-23, συνεχίζει να είναι πολύ κατακερματισμένο ως προς τις κατηγορίες και τον αριθμό των επιδομάτων, με σημαντική διασπορά των πόρων και συχνά με μικρά στοχευμένα οφέλη, δεδομένου ότι το ποσοστό φτώχειας παραμένει εξαιρετικά υψηλό στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια, η «επιδοματοποίηση» αποτέλεσε βασικό στοιχείο της άσκησης κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα. Ξεκίνησε στην περίοδο των μνημονίων και επεκτάθηκε σε αριθμό επιδομάτων, θέματα και συνολικές αξίες. Η επί μακρόν διατήρησή της επηρεάζει τα κίνητρα για δημιουργία, δημιουργεί εθισμό στην εξάρτηση από το κράτος και, τελικά, παγιδεύει τα νοικοκυριά σε χαμηλή ευημερία και τις επιχειρήσεις σε χαμηλή παραγωγικότητα. Στον βαθμό που τα επιδόματα είναι αναγκαία, και πράγματι αυτό ισχύει συχνά, είναι κρίσιμο να έχουν όσο πιο καλή στόχευση γίνεται. Επίσης, ο μεγάλος αριθμός επιδομάτων δημιούργησε στρεβλώσεις στον μηχανισμό των τιμών και ενδεχομένως να έδωσε λάθος μηνύματα σε καταναλωτές και παραγωγούς. Με το market pass, για παράδειγμα, το οποίο έπαιρναν οκτώ στους δέκα πολίτες, οι καταναλωτές θεωρούσαν ότι οι τιμές στα αγαθά είναι χαμηλότερες. Αντίστοιχα, οι παραγωγοί δεν είχαν κίνητρα να συνεχίσουν να συμπιέζουν τα κόστη τους, ή/και να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην παραγωγή διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών από τη στιγμή που γνώριζαν ότι οι καταναλωτές συνεχίζουν την κατανάλωση. Ετσι όμως συντηρείται ο πληθωρισμός χωρίς να αντιμετωπίζεται το μείζον ζήτημα της αύξησης των εξαγωγών και, στον βαθμό που είναι εφικτό, της μείωσης των εισαγωγών.
Τα εισοδηματικά κριτήρια για τις παροχές του κοινωνικού κράτους προφανώς και πρέπει να διατηρηθούν. Ομως, χρειάζεται παράλληλα ένα φορολογικό σύστημα που δεν θα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Μια πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση, που έχουμε επεξεργαστεί στο ΚΕΠΕ, είναι η έμμεση διαχείριση της εισοδηματικής ενίσχυσης των ευάλωτων στρωμάτων μέσω της αναδιάταξης του επιπέδου ΦΠΑ στις διάφορες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Μια επανεκτίμηση των ποσοστών και των ειδών κατανάλωσης που περιλαμβάνονται σε καθεμία εκ των κατηγοριών που εμπεριέχονται στο «καλάθι» των τριών πρώτων εισοδηματικών δεκατημορίων, θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων και κατά συνέπεια στη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα.
*O κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας και καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News