Οι επιχειρήσεις χρειάζονται μια ενεργειακή πολιτική που θα συνδυάζει την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης με ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας
Η βιομηχανία αντιπροσωπεύει το 13,4% του ΑΕΠ της Ελλάδας, απασχολεί, άμεσα ή έμμεσα, 1,1 εκατομμύρια εργαζομένους, κατέχει την πρώτη θέση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της χώρας και καταγράφει τριπλασιασμό των δαπανών για Έρευνα & Ανάπτυξη.
Η βιομηχανία αντιπροσωπεύει το 13,4% του ΑΕΠ της Ελλάδας, απασχολεί, άμεσα ή έμμεσα, 1,1 εκατομμύρια εργαζομένους, κατέχει την πρώτη θέση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της χώρας και καταγράφει τριπλασιασμό των δαπανών για Έρευνα & Ανάπτυξη.
Η βιομηχανία, και μαζί της πολλοί άλλοι κλάδοι, από την τεχνολογία και τα logistics, μέχρι τις υπηρεσίες και τις κατασκευές, δείχνουν ανθεκτικότητα και προοπτική. Είναι απόρροια και της σημαντικής προόδου που έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα και που έχει επιτρέψει στη χώρα μας να κινείται με ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Βέβαια, πολλά ζητήματα παραμένουν, και μας υπενθυμίζουν πως η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Έχουμε ένα έλλειμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που αυξάνει ραγδαία, χαμηλή παραγωγικότητα και ένα επενδυτικό κενό της τάξεως των €11δισ. το χρόνο να καλύψουμε προκειμένου να φτάσουμε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για να τα αντιμετωπίσουμε, χρειάζονται περισσότερες παραγωγικές επενδύσεις, σε ένα πιο απλό από πλευράς διαδικασιών, και πιο ταχύ από χρόνους, περιβάλλον, που ενθαρρύνει την υγιή επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της και που παρέχει κίνητρα, όπως οι υπεραποσβέσεις για να πραγματοποιηθεί το επενδυτικό άλμα μπροστά.
Από την άλλη, το διεθνές περιβάλλον γίνεται πιο περίπλοκο και απρόβλεπτο και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πολλές νέες προκλήσεις. Μια από τις μεγαλύτερες νέες προκλήσεις αφορά στο πολύ υψηλό κόστος ενέργειας και στις πολύ μεγάλες διακυμάνσεις του, που αφαιρούν κάθε έννοια προβλεψιμότητας. Είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα, που εντάθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά που παραμένει, λόγω και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα, ενώ έχουν επενδυθεί μεγάλα ποσά σε έργα ΑΠΕ και προβλέπονται ακόμα μεγαλύτερες επενδύσεις σε επίπεδο Ευρώπης, τα οφέλη δεν έχουν γίνει ακόμα εμφανή στο κόστος προς τις επιχειρήσεις, ενώ οι περιορισμένες ευρωπαϊκές διασυνδέσεις δεν επιτρέπουν σε αυτά τα οφέλη να μοιραστούν εντός της ΕΕ.
Το πρόβλημα βέβαια, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό παρά τις διαχρονικά υψηλότερες τιμές ενέργειας στη χώρα μας. Αφορά όλη την Νοτιοανατολική Ευρώπη, η οποία ήδη από τα μέσα του καλοκαιριού βιώνει μια περιφερειακή ενεργειακή κρίση που ξεκίνησε από τον Ιούλιο του 2024 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με αποτέλεσμα οι τιμές να υπολογίζεται πως κινούνται τουλάχιστον κατά 50% υψηλότερα από ότι στην Κεντρική Ευρώπη. Ενόψει του χειμώνα, αλλά και της αυξανόμενης αβεβαιότητας μετά την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ στην Gazprombank και την επερχόμενη λήξη της σύμβασης μεταφοράς ρωσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, το πρόβλημα αναμένεται να ενταθεί.
Για τις επιχειρήσεις, σε Ελλάδα και Ευρώπη, όλη αυτή η κατάσταση θέτει υπαρξιακά ζητήματα, καθώς καλούνται να λειτουργήσουν με πολύ υψηλότερο κόστος από τους ανταγωνιστές τους. Η πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι εμφατικά δείχνει το τεράστιο μειονέκτημα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας έναντι των διεθνών ανταγωνιστών. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες πληρώνουν 2-3 φορές υψηλότερη τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με τις βιομηχανίες στις ΗΠΑ και την Κίνα, 4-5 φορές υψηλότερη τιμή για το φυσικό αέριο από ό,τι οι ανταγωνιστές στις ΗΠΑ και σχεδόν διπλάσια τιμή σε σχέση με αυτούς στην Κίνα. Σε αυτό βέβαια δεν συντελεί μόνο το υψηλότερο κόστος ενέργειας αλλά και οι μεγάλες επιδοτήσεις που λαμβάνουν οι βιομηχανίες στην Κίνα και στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο εκτεταμένων και μαζικών κρατικών προγραμμάτων βιομηχανικής πολιτικής. Το ανταγωνιστικό αυτό μειονέκτημα εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι το 2030.
Για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο, όντας στο άκρο της Ευρώπης και με λιγότερες διασυνδέσεις σε σχέση με τις χώρες τις κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.
Στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας, η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας είναι σταθερά άνω των 120 €/MWh από τον Ιούλιο ενώ μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου έχει αυξηθεί κατά 57% συγκριτικά με τον Οκτώβριο του 2024, φτάνοντας ως και τα 230 €/MW μέσα στον Νοέμβριο, και 40% περίπου συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2023. Πρόκειται για αυξήσεις που αναπόφευκτα μετακυλύονται και στα τιμολόγια ρεύματος, προκαλώντας σημαντικές περαιτέρω αυξήσεις και προκλήσεις για τις επιχειρήσεις.
Ενδεικτικά, σε επιχειρήσεις Μέσης Τάσης τα τιμολόγια έχουν αυξηθεί κατά 35% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024 ενώ η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους ενέργειας ως προς το παραγόμενο προϊόν έχει αυξηθεί κατά 20% σε σχέση με την περσινή χρονιά, και 42% συγκριτικά με το 2021.
Το πρόβλημα όμως διογκώνεται περαιτέρω λόγω της πολύ μεγάλης μεταβλητότητας στο κόστος ενέργειας. Αυτή η μεταβλητότητα αφαιρεί τη δυνατότητα προγραμματισμού επενδύσεων και αποτελεσματικής κοστολόγησης των προϊόντων για σύναψη συμβολαίων άνω των 6 μηνών, καθώς σήμερα είναι αδύνατη η οποιαδήποτε πρόβλεψη.
Για τη χρονιά που έρχεται, η θωράκιση των επιχειρήσεων αποτελεί αδήριτη και επείγουσα ανάγκη, καθώς το υψηλό κόστος ενέργειας μειώνει την ανταγωνιστικότητα και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Ο ΣΕΒ θα συνεχίσει να τονίζει την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για τις επιχειρήσεις, όχι μόνο τις ενεργοβόρες, αλλά και εκείνες της μέσης τάσης.
Επίσης, είναι ανοικτός στον διάλογο για τη διαμόρφωση μεσοπρόθεσμων μέτρων πολιτικών. Μεταξύ άλλων, ο ΣΕΒ υποστηρίζει τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των μεγάλων διακυμάνσεων των τιμών μέσα στην ημέρα με τη δημιουργία σχημάτων ενίσχυσης για επενδύσεις σε μπαταρίες στη βιομηχανία και στις επιχειρήσεις, την ενίσχυση της αυτοκατανάλωσης με τα αντίστοιχα μέτρα για πρόσβαση στο δίκτυο, την ωρίμανση της αγοράς διμερών συμβάσεων (corporatePPAs) και την ενημέρωση των επιχειρήσεων για τα οφέλη από αυτές, καθώς και την εξομάλυνση του κόστους διαμόρφωσης τιμών με τη δημιουργία μηχανισμών όπως το Green Pool.
Παράλληλα, είναι σημαντική η θεσμοθέτηση ενός μηχανισμού ευέλικτης ζήτησης με παροχή κινήτρων που θα ανταμείβει τη διαθεσιμότητα των ευέλικτων καταναλωτών. Εξίσου κρίσιμη είναι και η οριστικοποίηση ενός σταθερού μηχανισμού αντιστάθμισης του έμμεσου κόστους εκπομπών, που θα επιτρέπει τη μεγαλύτερη προβλεψιμότητα στο ποσά των ενισχύσεων που θα λαμβάνουν οι επιλεγμένες επιχειρήσεις.
Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αναφορικά με την Ευρώπη, είναι επίσης αναγκαία η επιτάχυνση των διεθνών διασυνδέσεων για την εξομάλυνση των τιμών εντός της ΕΕ αλλά και διαθρωτικές αλλαγές στην λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, όπως και στις ζώνες προσφοράς (biddingzones) μεταξύ Κεντρικής και ΝΑ Ευρώπης για πιο αποδοτική χρήση των διασυνδέσεων και εξομάλυνση των τιμών μεταξύ ευρωπαϊκών ζωνών. Στην ουσία, χρειαζόμαστε μια επικαιροποιημένη ενεργειακή πολιτική που θα συνδυάζει την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης αλλά με στήριξη της ανταγωνιστικότητας και διορθώσεις στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Για τον ΣΕΒ το ενεργειακό θέμα είναι κεντρικής σημασίας. Χρειάζεται διάλογος και πρωτοβουλίες σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο για να αντιμετωπιστούν οι ενεργειακές προκλήσεις. Όμως, για τη χρονιά που έρχεται, η θωράκιση της ελληνικής βιομηχανίας, και των επιχειρήσεων γενικότερα, αποτελεί αδήριτη και επείγουσα ανάγκη και ο ΣΕΒ θα συνεχίσει να τονίζει την ανάγκη λήψης μέτρων και υιοθέτησης πολιτικών τόσο για την άμεση ανακούφιση των επιχειρήσεων, όσο και μεσοπρόθεσμα.
Ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος είναι Πρόεδρος του ΔΣ του ΣΕΒ