Όλα για τους ανθρώπους είναι [Μια ανάσα κόσμος, Αγγελική Αγγέλου]
Μια ανάσα κόσμος, Αγγελική Αγγέλου, Εκδόσεις Βακχικόν
Στην πρώτη της ποιητική εμφάνιση η Αγγελική Αγγέλου δίνει ένα ηχηρό παρών. Δεν συμβαίνει συχνά σε πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές και ποιήτριες να παρουσιάζουν από την πρώτη τους κιόλας ποιητική συλλογή μια τέτοια ωριμότητα στον λόγο και στην σκέ
***Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη***
Στην πρώτη της ποιητική εμφάνιση η Αγγελική Αγγέλου δίνει ένα ηχηρό παρών. Δεν συμβαίνει συχνά σε πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές και ποιήτριες να παρουσιάζουν από την πρώτη τους κιόλας ποιητική συλλογή μια τέτοια ωριμότητα στον λόγο και στην σκέψη, να χειρίζονται τις ποιητικές τους ιδέες με λυρισμό, να εικονοποιούν με τέτοια ευκολία, να πλάθουν και να μεταπλάθουν λέξεις, έννοιες, στίχους. Η περίπτωση της Αγγελικής Αγγέλου όμως διαφέρει και είναι συναρπαστική.
Από τον τίτλο ήδη της συλλογής «Μια ανάσα κόσμος» (εκδ. Βακχικόν, 2023), αντιλαμβάνεται κανείς την πρόθεση της ποιήτριας, να προϊδεάσει τον αναγνώστη και την αναγνώστρια για τα ποιήματα που θα ακολουθήσουν. Ο κόσμος ολάκερος, όσο τρανός και αιωνόβιος θαρρεί για τον εαυτό του πως είναι, τελικά είναι τόσο μικρός σε διάρκεια και τόσο εφήμερος χρονικά, τοσοδούλης και ανεπαίσθητος, όσο ίσως διαρκεί και μια ανάσα. Και πράγματι, σε πολλά από τα εξήντα τέσσερα ποιήματα της συλλογής κυριαρχεί ο χρόνος· ο χρόνος ως μονάδα μέτρησης της σύντομης ζωής που ρέει σαν νεράκι, αλλά και εκείνος ο χρόνος που αφήνει ανεξίτηλα σημάδια σε νου και ψυχή με τη διέλευση του. Γιατί ο χρόνος φέρει μαζί του και χαρά και λύπη, και αυτό είναι και το συναίσθημα που επικαλείται η ποιήτρια στα ποιήματα της, την χαρμολύπη. Ο χρόνος, ο βιωμένος χρόνος, το βίωμα, όταν τα αντικρίζεις από την ασφαλή απόσταση του τετελεσμένου, αποκτά μια υπερβατικότητα, που δύσκολα ο άνθρωπος που ποιεί, μπορεί να προσπεράσει, δίχως να την παρατηρήσει, να την φιλοσοφήσει και εντέλει να την καταγράψει σε στίχους· πρόκειται δηλαδή για έννοια που εμπεριέχει στοιχεία αυτογνωσίας και παρατήρησης του έξω κόσμου. Με άλλα λόγια, η ποιήτρια γνωρίζει ποια είναι η θέση της σε αυτόν τον κόσμο, έχει φιλοσοφήσει την ύπαρξη της ως γυναίκα, με όλους εκείνους τους πολυδιάστατους και πολυσήμαντους ρόλους που της έχουν αποδοθεί κοινωνικά, έχει εντοπίσει όλα όσα την έχουν πληγώσει, έχει εντοπίσει τον πόνο και τον έχει αποδεχτεί ως ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του ανθρώπου. «Έχει ο πόνος όνομα, διεύθυνση και αριθμό,/ αιτία, αιτιατό και πεπραγμένα// μα έχει και έλεος.// […]» μας λέει η ποιήτρια στο ποίημα «Εστίν ουν τραγωδία …» (σ. 11), καθώς είναι βέβαιη, ότι όταν ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου, κανένας άνθρωπος δεν μένει αλώβητος, όσο αγέρωχα κι αν στέκει απέναντι στα στοιχειά της φύσης· εξάλλου όταν βρίσκεσαι εν μέσω της φουρτούνας, ταλαιπωρημένος και ανεμοδαρμένος, παρήγορος ακούγεται ο λόγος που απευθύνει η σελήνη από ψηλά: «Όλα για τους ανθρώπους είναι» («Ασκοί του Αιόλου», σ. 23).
Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που επέλεξε η ποιήτρια να μας καλωσορίσει στο ποιητικό της σύμπαν, απολογούμενη που «Χρόνια/ έμαθε να μιλά με πρόζες και ποιηματάκια/ κρύβοντας επιδέξια/ τους πόνους/ στη μέσα τσέπη του χαμόγελου.» («Απολογία», σ. 9). Είναι σύνηθες ο άνθρωπος να κρύβει τα βάσανα και τον πόνο του, να καταπιέζει τα συναισθήματα του, να μη γίνουν αντιληπτά από τον περιβάλλοντα χώρο, είτε γιατί δεν είναι πρέπον, είτε γιατί ντροπιάζουν, είτε γιατί πρέπει πίσω από μανδύες και καμουφλάζ να μην παραδεχτεί την αδυναμία του και να παίζει το ρολάκι του δυνατού και του ασυγκίνητου, έτσι εξάλλου όπως είθισται, αλλά και απαιτεί η κοινωνία από τους ανθρώπους να κάνουν. Οι ευαισθησίες και οι συναισθηματισμοί, δεν έχουν θέση στην κοινωνία. Τα στερεότυπα του κοινωνικού ρόλου σε γυναίκα και άντρα επαναλαμβάνονται και αναπαράγονται δυστυχώς ακόμη και σήμερα. Η δυστυχία όμως είναι έκδηλη και στα δυο φύλα, λόγω αυτού του στερεοτυπικού εγκλωβισμού. Για ποιο λόγο η κοινωνία να θέλει την γυναίκα υπομονετική, σαν βράχο να στέκει σε σπιτικό και σύζυγο. Ανθεκτική στις φουρτούνες και στις ανυδρίες. Ανθεκτική στις κακουχίες. Να δέχεται πάνω της όλες τις ριπές του κόσμου, αλλά να μην λυγίζει, γιατί είναι πάνω απ’ όλα μάνα, κόρη, σύζυγος, και όχι άνθρωπος με τρωτά σημεία και ευαισθησίες, με όνειρα και φιλοδοξίες. «Εγώ θα κάνω το ταξίδι του Οδυσσέα είπες./ Εσύ/ Εδώ να μείνεις/ Στην ολόστητη σκάλα, δίπλα/ Περιμένοντας/ […]» ακούγεται να προστάζει μια φωνή στο ποίημα «Άνδρα μοι έννεπε …» (σ. 13). Η Πηνελόπη είναι ξεπερασμένο πρότυπο γυναίκας, φτάνει πια η αναπαράσταση της ενάρετης, υπομονετικής συζύγου, ήρθε ο καιρός να το αποδεχτούμε· και στο κάτω κάτω, γιατί το πανί που ύφαινε το πρωί και ξήλωνε το βράδυ να ήταν νυφικό πέπλο για την Πηνελόπη, και όχι σάβανο για τον Οδυσσέα δηλαδή; επειδή το είπε ο ποιητής;
Για την Αγγελική Αγγέλου, η ποίηση, και γενικώς η λογοτεχνία μπορεί -και ενίοτε πρέπει- να αποτελεί και να προσφέρει ένα κρησφύγετο, μια μυστική κρυψώνα, μια νησίδα σωτηρίας, όπου ο άνθρωπος που υποφέρει, που πονά, να μπορεί να αποτραβιέται για να ανασυγκροτηθεί, για να στοχαστεί, για να αναπτερώσει τις δυνάμεις του. Η ποίηση μπορεί να παίξει έναν ρόλο θεραπευτικό, να ιάνει σαν βάλσαμο τις πληγές, να γίνει η βαλβίδα εκτόνωσης για την ψυχική φόρτιση και την έσω ένταση, να μεταμορφώσει τις λέξεις σε στίχους, σε στιχάκια όπως τους αποκαλεί η ποιήτρια, που όσο ταπεινά και να είναι, μπορεί να ιάνουν την ψυχή. Χαρακτηριστικό το ποίημα «Στιχομυθία» (σ. 41) όπου γράφει η ποιήτρια: «Στο πιάτο δίπλα του καφέ,/ άφησα ένα στιχάκι./ Τιποτένιο είναι, αισθητική αξίωση καμιά,// μα τι πειράζει,/ το πέταγμα της μέλισσας/ σαν σου θυμίζει και της βροχής το ήσυχο νερό.» Για την ποιήτρια, πολλές φορές τα στιχάκια είναι παιχνιδιάρικα, την γυροφέρνουν και την τριγυρίζουν σαν χαρούμενα παιδιά, σαν παιδιά που, ενώ τα απόδιωχνε καθώς της αποσπούσαν την προσοχή από τις υποχρεώσεις, αυτά έρχονταν και φεύγαν, αλλά στη συνέχεια «[…] τα χάζευε/ στον καναπέ που τα έβαλε να κάθονται,/ το ένα το άλλο να πειράζουν,/ σουτ/ να κάνουν μεταξύ τους,/ πνιχτά να γελάνε/ και να παίζουν,/ ήσυχα, υπάκουα παιδιά.» («Διάσπαση Προσοχής», σ. 31). Ή αλλού πάλι η ποίηση συγχέεται μέσα στα θέλω και τα πρέπει της ζωής. Πολύ αλληγορικό το ποίημα «Σιαμαίοι» (σ. 25), όπου με χιούμορ η Αγγέλου παραλληλίζει την επιθυμία και την υποχρέωση, με τον ποιητή και τον στρατιώτη, που σαν σιαμαία πορεύονται στη ζωή και που ο ενδεχόμενος διαμοιρασμός, η απόσπαση δηλαδή του ενός από τον άλλον, να ενέχει κινδύνους ανυπέρβλητους, όπως δηλώνουν οι γιατροί.
Η νοσταλγική διάθεση είναι διάχυτη στα ποιήματα της Αγγελικής Αγγέλου. Οι αναδρομές σε μνήμες ατομικές αλλά και συλλογικές, οι στοχαστικές της παρατηρήσεις για ένα παρελθόν που επιδρά αμείλικτα στα μελλούμενα, που επιδρά και επηρεάζει τον νου και την νόηση, η παρατήρηση γενικότερα του κόσμου γύρω, δίνουν ένα ιδιαίτερο φιλοσοφημένο υπόβαθρο που η σημερινή ποίηση νομίζω έχει τόσο ανάγκη. Έτσι, από χρονική απόσταση αλλά όχι αποστασιοποιημένα, παρατηρεί η ποιήτρια βιώματα μέσα από ένα απολύτως συνειδητοποιημένο και προσωπικό φίλτρο, καταγγέλλοντας και επικρίνοντας κοινωνικές νόρμες που εθελοτυφλούν, που ενοχοποιούν και κρατούν τον άνθρωπο καθηλωμένο και δέσμιο με αόρατες συμβάσεις. Για παράδειγμα στο ποίημα “Στο κατηχητικό” (σ. 38), η ποιήτρια απορρίπτει την σύμβαση της υπομονής, μια σύμβαση που προβάλλεται ως υπέρτατη αρετή του ανθρώπου και που με την κατήχηση της, την πλύση του εγκεφάλου δηλαδή, αποτελεί μια μεθοδευμένη και στοχευμένη προσπάθεια της κοινωνίας να ευνουχιστεί η έμφυτη τάση του ανθρώπου προς την ανυπακοή και την αντίδραση. Εύλογα λοιπόν η ποιήτρια αναρωτιέται “Θυμάται κανείς για ποιο λόγο η υπομονή;”.
Η ποιητική φωνή της Αγγελικής Αγγέλου είναι πολύπλευρη και πολυεπίπεδη. Άλλοτε με έναυσμα πιο προσωπικά βιώματα και άλλοτε πιο γενικευμένα και κοινωνικά, γράφει στίχους που χαρακτηρίζονται από αλήθειες και διαπιστώσεις. Σε πολλά ποιήματα της θέτει ως ερώτημα προς διερεύνηση την κοινωνική και την ατομική ευθύνη του ανθρώπου και σε άλλα τόσα ποιήματα επανέρχεται να δώσει η ίδια της την απάντηση, που είναι ενδεχομένως ο στοχασμός και η στωικότητα. Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω εδώ τα ποιήματα που αναδεικνύουν αυτήν την πρόθεση της ποιήτριας και που θεωρώ πως είναι από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής και ίσως και τα πιο χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας της.
“Ηχηρά σήματα ποιητικού λόγου διακόπτουν την αναμετάδοση του βοώντος εν τη ερήμω λόγου, ταράζουν τη σκιώδη σιωπή και εκλιπαρούν για έλεος”.// Φταις όμως κι εσύ, ποιητή μου.” (“Δημόσια διαβούλευση”, σ. 67)
“Κουράζεται ποτέ το κελαρυστό νερό να τρέχει;”/ ρώτησες,/ αναποδογυρίζοντας τον σκώληκα με το ξυλάκι σου/ εκεί που καθόσουν/ στον βράχο δίπλα και κάτω από το δέντρο,/ ήταν νομίζω μια πλατανιά.// Δάκρυσε το νερό./ Ρυάκι τα δάκρυά του./ Ποτάμια οι θάλασσες.// Αμίλητο,/ έδειξε τους κορμούς στο διάβα του,/ έλη λιμνάζοντα και πέτρες κοφτές.
(“Κουράζεται ποτέ”, σ. 49)
Ακολουθήστε τo Literature.gr στο Google Newsκαι μάθετε πρώτοι όλα τα νέα για τον πολιτισμό και την επικαιρότητα από την Ελλάδα και τον Κόσμο.