Πίσω από τον μύθο της «σοσιαλμανίας»
Κρατικοποιήσεις, έκτακτοι φόροι και στροφή προς την ΕΟΚ: Αλήθειες και μύθοι για την οικονομική πολιτική μετά το 1974.
Η πρώτη οκταετία Καραμανλή 1955-63 χαρακτηρίστηκε, σύμφωνα με τη διατύπωση του Παναγή Παπαληγούρα ως η εποχή του «ρεαλιστικού φιλελευθερισμού», ως η εποχή κατά την οποία η ελληνική οικονομία, μετά τις καταστροφές της κατοχής και του εμφυλίου, επούλωσε τις πληγές της και απογειώθηκε προς την οικονομική μεγέθυνση και πρόοδο. Νομισματική σταθερότητα, ισοσκελισμένος προϋπολογισμός και κοινωνική πολιτική αν υπήρχαν οι πόροι, ήταν τα θεμέλια των κρατικών πρωτοβουλιών. Η δεύτερη επταετία 1974-81 ήταν, σύμφωνα με το συνέδριο της Χαλκιδικής της ΝΔ, εκείνη του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού». Στη διάρκειά της η Ελλάδα, από ένα ικανοποιητικό πλέον στάδιο ανάπτυξης, αντιμετώπισε αποτελεσματικά τις συνέπειες της κατάρρευσης του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς, του παγκόσμιου στασιμοπληθωρισμού και των πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και του 1978, δρομολογώντας παράλληλα την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Διεύρυνση του ρόλου του Δημοσίου στην οικονομία υπό προϋποθέσεις, ρήξεις με την ιδιωτική πρωτοβουλία για την τόνωση του ανταγωνισμού και συνολική, ισόρροπη εποπτεία της πορείας της οικονομίας ήταν τα νέα δεδομένα.
Η κατάσταση το 1974
Η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν, μετά από περίπου 30 χρόνια απρόσκοπτης ανάπτυξης, σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Προτεραιότητα της ελληνικής οικονομικής πολιτικής ήταν η μέριμνα για την εθνική άμυνα, ενέργεια επιβεβλημένη μετά την αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών και την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Οι αμυντικές δαπάνες της χώρας άρχισαν να αυξάνονται, απαιτώντας μερίδιο των (έως τότε) πόρων και αλλάζοντας προτεραιότητες και δεδομένα. Ένα δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησης από την προηγούμενη περίοδο ήταν η πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης που γινόταν επιβεβλημένη μετά την αστικοποίηση και τη μαζική εσωτερική μετανάστευση έως το 1974. Το κράτος έκανε την ίδια εποχή προσπάθειες εκμετάλλευσης νέων μορφών ενέργειας και επένδυσε, βραχυχρόνια, στη δημιουργία πετροχημικού και βαριάς βιομηχανίας, χωρίς όμως να επιτυγχάνει συγκριτικό πλεονέκτημα στον συγκεκριμένο τομέα. Άλλο σημαντικό ζήτημα συνιστούσε η δικαιότερη διανομή του εισοδήματος και η καταπολέμηση του πληθωρισμού, που χτυπούσε μετά μακρά περίοδο χαμηλών τιμών την ελληνική οικονομία.
Με τους Ξενοφώντα Ζολώτα στην Τράπεζα Ελλάδος και Παναγή Παπαληγούρα στο Υπουργείο Συντονισμού, προωθήθηκε το «ξεπάγωμα» της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ και κατατέθηκε αίτημα πλήρους ένταξης. Προκειμένου να αποκτηθεί μεγαλύτερη ρευστότητα ώστε να μη μειωθεί η εισαγωγή πετρελαίου, η κυβέρνηση επέβαλε έκτακτη φορολογική εισφορά 10 δισ. δρχ., το 1974 και το 1975, η οποία επιβάρυνε τα υψηλότερα εισοδήματα, προκαλώντας δυσθυμία μεταξύ εχόντων και κατεχόντων. Ταυτόχρονα επιδιώχθηκε η αναθεώρηση πολλών συμβάσεων του Δημοσίου με επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, επειδή κρίθηκε ότι είχαν επαχθή χαρακτήρα. Κρατικοποιήθηκαν, κατόπιν διμερούς συνεννόησης, η Ολυμπιακή και τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Τον Δεκέμβριο του 1975 ανέλαβαν κυβερνητικοί επίτροποι να διερευνήσουν πιθανές παρανομίες της διοίκησης Ανδρεάδη στην Εμπορική Τράπεζα.
Ισοζύγιο πληρωμών και χρηματοδότηση
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αντιμετώπιζε την οξύτητα της ελλειμματικότητας του ισοζυγίου πληρωμών. Από την άλλη υπήρξε μικρή ανάσχεση της κάμψης της οικονομίας του 1973. Οποιαδήποτε επιπρόσθετη προσπάθεια αναθέρμανσης της οικονομίας περιοριζόταν από την ανάγκη της μη χειροτέρευσης του εξωτερικού ελλείμματος που θα οδηγούσε σε αναζήτηση εξωτερικού δανεισμού υπό συνθήκες περιορισμού της προσφοράς κεφαλαίων, με το διεθνές κλίμα αβέβαιο και με πιθανώς αρνητικές επιπτώσεις στους άδηλους πόρους από τον τουρισμό.
1975. Ο Κ. Καραμανλής ενημερώνεται για την πρόοδο των γεωτρήσεων στο κοίτασμα του Πρίνου. (Φωτογραφία: Αρχείο «Κωσνταντίνου Γ. Καραμανλή»)
Για την αντιμετώπιση του ελλείμματος αυτού θα έπρεπε η κυβέρνηση, σύμφωνα με την ορθοδοξία της εποχής, να χρησιμοποιήσει τη δημοσιονομική πολιτική, αλλά ήταν πολύ αμφίβολο αν θα προέκυπτε κάποια προωθητική επίδραση στην οικονομία από τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Αποφασίστηκε λοιπόν η κατ’ αρχάς αναμονή σε αυτό το μέτωπο με παράλληλο περιορισμό κατανάλωσης ενέργειας. Ιδρύθηκε εντός του Υπουργείου Συντονισμού επιτελική υπηρεσία ελέγχου τιμολογίων για υπερτιμολογήσεις/υποκοστολογήσεις, για να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπος της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στη χώρα στις τιμές. Ιδρύθηκε επίσης κεντρική υπηρεσία ελέγχου προμηθειών των ΔΕΚΟ, ώστε να έχει ο υπουργός άμεση πληροφόρηση των τεκταινομένων στις δημόσιες επιχειρήσεις.
Κρίθηκε ότι τρεις ήταν οι πιθανές πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας: βοήθεια από τις ΗΠΑ, κεφάλαια από αραβικές χώρες (πετροδολάρια) και αναζήτηση βοήθειας από τη Γερμανία, λόγω των εξωτερικών πλεονασμάτων της. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ ήταν σε χαμηλό σημείο μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, με τις αραβικές χώρες χρειαζόταν αναθέρμανση των σχέσεων, ενώ η Γερμανία έβλεπε το μάρκο να ανατιμάται και αγωνιούσε για το μέλλον. Κάπως έτσι κατευθύνθηκε η κυβέρνηση προς την απόφαση υποβολής αιτήματος προσχώρησης στην ΕΟΚ, που πιθανολογούνταν ότι θα έφερνε πολλαπλή σταθερότητα στη δύσκολη συγκυρία.
Στις 6/3/75 ανακοινώθηκε επίσημα η αποσύνδεση της δραχμής από το δολάριο. Σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος καταρτίστηκε ένα καλάθι νομισμάτων με διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης στον συνολικό δείκτη, κάτι που έπρεπε να είχε γίνει από το 1971. Στο καλάθι περιλήφθηκαν δολάριο, μάρκο, φράγκο, λιρέτα, ολλανδικό φιορίνι και βελγικό φράγκο. Στόχος του όλου εγχειρήματος ήταν η «άριστη» υποτίμηση της δραχμής έναντι χωρών που εισήγαν ελληνικά προϊόντα και ο έλεγχος του ισοζυγίου πληρωμών γενικότερα.
Πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης
Το 1976 ήταν το έτος εκκίνησης της προσπάθειας για την προσχώρηση στην ΕΟΚ. Ταυτόχρονα ξεκίνησε μια φρενίτιδα αναπτυξιακών έργων και νόμων, καταρτίστηκε πενταετές πρόγραμμα ανάπτυξης και αναπτύχθηκαν οι εμπορικές και πολιτικές σχέσεις με τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Γενικότερα επιδόθηκε η Ελλάδα σε μια γιγαντιαία προσπάθεια ανάκτησης χρόνου και πρωτοβουλιών στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τον Μάιο του 1976 ανακοινώθηκαν τα μέτρα για την ανάπτυξη της Θράκης σαν μια πρώτη προσπάθεια άσκησης πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης στην πράξη και παράλληλα ανακοινώθηκαν πρωτοβουλίες ανάπτυξης των νησιών του Αιγαίου καθώς και της Ηπείρου. Έτσι έγινε η ελληνική περιφέρεια μέρος του προγραμματισμού για το μέλλον και τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας.
Βαριά βιομηχανία
Την ίδια εποχή, το Δημόσιο συνέστησε το Συμβούλιο Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής, όπου θα συζητούνταν μεταξύ των κοινωνικών εταίρων τα προβλήματα της οικονομίας και θα αναζητούνταν κοινά αποδεκτές λύσεις. Με την ΕΛΕΒΜΕ επιχειρήθηκε η εκμετάλλευση του ελληνικού υπεδάφους σε βιομηχανικά αξιοποιήσιμες πρώτες ύλες, ενώ δεν έλειψαν και προτάσεις για ίδρυση πετροχημικού βιομηχανικού συγκροτήματος στη χώρα, προκειμένου να διευρυνθεί η παραγωγική της βάση, χωρίς όμως απτά αποτελέσματα. Ο κυριότερος λόγος ήταν το κόστος δημιουργίας και λειτουργίας του έργου σε μια εποχή που άρχιζαν να έχουν άκουσμα οικολογικά προστάγματα. Η έλλειψη χρηματοδότησης ήταν επίσης η αιτία που, παρά την εκτεταμένη προσπάθεια αναζήτησης πλουτοπαραγωγικών πόρων στο υπέδαφος της χώρας, η μόνη επένδυση που προχώρησε στην πράξη μετά από δεκαετίες ήταν εκείνη της εξόρυξης χρυσού στη Χαλκιδική. Γεγονός πάντως είναι ότι το Εθνικό Ίδρυμα Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών εκπόνησε (το 1976), υπό την υψηλή εποπτεία του Υπουργείου Συντονισμού, σχέδιο αξιοποίησης του ελληνικού υπεδάφους και άρχισε ταυτόχρονες προσπάθειες σε τουλάχιστον είκοσι μέρη της Ελλάδας για αναζήτηση πρώτων υλών.
Το παραπάνω σχέδιο δυστυχώς «σκόνταψε» στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση και τη νέα άνοδο τιμών που αυτή προκάλεσε. Η νέα αυτή παγκόσμια οικονομική διαταραχή ήταν τελικά η αιτία που η χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας καθηλώθηκε, δυστυχώς, στο στάδιο της αποτύπωσης και δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτή μετά την αποχώρηση του Παπαληγούρα από το Υπουργείο Συντονισμού. Η προσπάθεια της οικονομικής πολιτικής επικεντρώθηκε στην υπογραφή συνθήκης προσχώρησης στις ΕΚ και στη διαχείριση του νέου κύματος πληθωρισμού κόστους που βίωνε η ελληνική οικονομία.
Κρατικοποιήσεις
Όπως διαπιστώνουμε, τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής ήταν σύνθετα, πρωτόγνωρα και απαιτούσαν ρεαλισμό και πολιτική εφευρετικότητα. Από αυτή τη σύνθετη προσπάθεια, αυτό που παρέμεινε εντονότερο στη συλλογική μνήμη ήταν οι κρατικοποιήσεις, ιδίως της Εμπορικής Τράπεζας. Γύρω από το θέμα αυτό πλέχτηκε για την οικονομική πολιτική 1974-80 η μομφή της «σοσιαλμανίας», η τάχα απουσία φιλελεύθερης λύσης των προβλημάτων των μεγάλων επενδύσεων στην Ελλάδα, λόγω του, υποτιθέμενου, κρατισμού της κυβέρνησης. Η Ολυμπιακή Αεροπορία όμως κρατικοποιήθηκε επειδή ο Ωνάσης είχε χάσει το ενδιαφέρον για την εταιρεία και η επιχείρηση λόγω πετρελαϊκής κρίσης ήταν ελλειμματική, ενώ η κυβέρνηση αδυνατούσε να του παράσχει την επιχορήγηση που αυτός επιθυμούσε. Τα Ναυπηγεία πέρασαν μετά από συμφωνία στο Δημόσιο, που αποζημίωσε τον Νιάρχο και τον απάλλαξε από τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, υποχρεώσεις που δεν είχε σεβαστεί και υλοποιήσει όλα τα κερδοφόρα χρόνια λειτουργίας της επιχείρησης. Τέλος, η Εμπορική είχε, όπως αποδείχθηκε, παραβιάσει επανειλημμένα την τραπεζική νομοθεσία και δάνειζε επιχειρήσεις του βασικού της μετόχου πέρα από τα επιτρεπτά, σύμφωνα με τη Νομισματική Επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδος, όρια. Προέκυπτε συνεπώς μια καταχρηστική επιχειρηματική συμπεριφορά, εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην οικονομία και προσβολή της ισχύουσας, και στην οικονομία, έννομης τάξης.
Οι κρατικοποιήσεις της περιόδου 1974-80 συνάδουν με την αντίληψη περί περιφρούρησης του ανταγωνισμού και αποτροπής καταχρηστικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς και δεν μπορούν εκ των υστέρων να χαρακτηρίζονται ως «κρατικισμός».
Ακολούθησε χιονοστιβάδα σχολίων από πολιτικά κόμματα, τον ημερήσιο Τύπο και το ζήτημα παρέμεινε σε συζήτηση όσο τα γεγονότα εξελίσσονταν. Η κυβέρνηση προχώρησε τον Αύγουστο στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εμπορικής χωρίς να επιτραπεί στον Σ. Ανδρεάδη (εξέχον μέλος του ΣΕΒ) να ασκήσει δικαιώματα. Έτσι πέρασε ο Ανδρεάδης από την πρώτη γραμμή της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα μετόπισθεν της οικονομικής ζωής. Μετά από μακρές δικαστικές διαμάχες η υπόθεση τελεσιδίκησε με καταδίκη του Ανδρεάδη για πλημμελήματα και αποζημίωσή του για απώλεια περιουσίας. Από την υπόθεση Ανδρεάδη έγινε σαφές ότι η οικονομική πολιτική της περιόδου βρισκόταν κάτω από τον αστερισμό της επιβολής της πολιτικής επί της οικονομίας, ανατρέποντας τα ισχύσαντα επί δικτατορίας, όταν τα οικονομικά συμφέροντα, ελλείψει δημοκρατικών διαδικασιών, είχαν συνηθίσει σε προσωπικές διαμεσολαβήσεις σε ό,τι τα αφορούσαν, κατάσταση που δεν ήταν δυνατόν να γίνει ανεκτή υπό καθεστώς κοινοβουλευτισμού.
Θα μπορούσε βέβαια η πολιτική να κάνει τα στραβά μάτια και να ανεχθεί παρανομίες των ιδιωτών επιχειρηματιών. Δεν το έκανε. Οι κρατικοποιήσεις αυτές συνάδουν πάντως με την αντίληψη περί κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, περί περιφρούρησης του ανταγωνισμού, αποτροπής καταχρηστικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς και δεν μπορούν εκ των υστέρων να χαρακτηρίζονται ως «κρατικισμός». Η πολιτική ήταν συνεπής προς έναν ευέλικτο, μη δογματικό, φιλελευθερισμό.
Ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός
Η οικονομική φιλοσοφία της διακυβέρνησης 1974-80 αποτυπώθηκε στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας στη Χαλκιδική, όπου συζητήθηκαν οι προεκλογικές αρχές του κόμματος. Εκεί γινόταν λόγος για «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό», η ριζοσπαστικότητα του οποίου, σε σύγκριση με τον «ρεαλιστικό» της πρώτης οκταετίας, συνίσταται ακριβώς στις νέες πιο σύνθετες συνθήκες της παγκόσμιας, άρα και της ελληνικής οικονομίας, μετά την κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς. Όλες οι καπιταλιστικές οικονομίες βρίσκονταν την εποχή εκείνη σε αναζήτηση σταθερού πλαισίου ανάπτυξης σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Στην πορεία, μετά το 1980, κάποιες καταστάλαξαν στον μονεταρισμό, άλλες στα οικονομικά της προσφοράς. Στην Ελλάδα είχαμε την προσαρμογή του ρεαλισμού του παρελθόντος σε μια συμπεριληπτική πολιτική, που έβλεπε από φιλελεύθερη σκοπιά το σύνολο της κοινωνίας. Η πολιτική αυτή είχε ως στόχο όχι την εφαρμογή μιας και μοναδικής συνταγής στην οικονομική πράξη αλλά τον συνδυασμό ενεργειών που θα επέτρεπαν την πορεία της ελληνικής κοινωνίας σε ένα καλύτερο αύριο. Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός είχε ως όριο και υπέρτατο στόχο την ευημερία του συνόλου των Ελλήνων πολιτών.
* Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ελληνικής Ανάπτυξης και Ευημερίας (IHGP) του Αμερικανικού Κολλεγίου και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.