Ποια Ισπανία; Η πολιτική τοξικότητα είναι πανευρωπαϊκή
Αβάσιμοι ισχυρισμοί, λάσπη και εκφοβισμός: από τη Βαρσοβία έως τη Χάγη, το Ελσίνκι και τη Μαδρίτη, οι πολιτικοί ηγέτες αντιμετωπίζουν αυτό που –στην περίπτωση του ισπανού πρωθυπουργού Σάντσεθ– ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ αποκάλεσε «παρενόχληση διά των Μέσων Ενημέρωσης και του νόμου, μέχρι να διαλυθούν συναισθηματικά και δικαστικά»
Ο Πέδρο Σάντσεθ μπορεί να αποφάσισε να παραμείνει ως πρωθυπουργός της Ισπανίας, αλλά αυτό που τον έκανε να το σκεφτεί –η «παρενόχληση και ο εκφοβισμός» του ίδιου και της συζύγου του από τους πολιτικούς του αντιπάλους– δεν προβλέπεται να εξαφανιστεί σύντομα από το πολιτικό σκηνικό στην Ισπανία αλλά και σε όλην την Ευρώπη.
Σε μια ολοένα πιο πολωμένη πολιτική ατμόσφαιρα και ένα θολό τοπίο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου η πραγματικότητα συνυπάρχει με την πιο άγρια μυθοπλασία, οι πολιτικοί σε όλη την ήπειρο πρέπει να ζήσουν ως στόχοι σουρεαλιστικών κατηγοριών και ολοένα και πιο άσχημης κακοποίησης, γράφει ο Τζον Χένλεϊ στον Guardian.
Από τη Βαρσοβία ως τη Χάγη, το Ελσίνκι και τη Μαδρίτη, οι πολιτικοί ηγέτες αντιμετωπίζουν αυτό που –στην περίπτωση του Σάντσεθ– ο σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ αποκάλεσε «παρενόχληση δια των Μέσων Ενημέρωσης και του νόμου, μέχρι να διαλυθούν συναισθηματικά και δικαστικά».
Πορεία υποστηρικτών του Σάντσεθ στη Μαδρίτη (REUTERS/Violeta Santos Moura)
Σε ένα άρθρο του την περασμένη εβδομάδα στο El Diario, ο Αλμοδόβαρ έγραψε ότι η στρατηγική αυτή δεν έχει «καμία σχέση με την πραγματική πολιτική. Είναι μια τεχνική που βασίζεται στη σκληρότητα και στα εξατομικευμένα ψυχολογικά βασανιστήρια, που συμπληρώνεται από παραποιήσεις και χειραγώγηση».
Οι ισχυρισμοί για οργανωμένη εκστρατεία της Δεξιάς κατά του Σάντσεθ ενισχύθηκαν από την επανεμφάνιση μιας ηχογράφησης του 2014, στην οποία ένας υπουργός του Λαϊκού Κόμματος (PP) και ένας ατιμασμένος αστυνομικός συζητούν σχέδια για «πολιτική δολοφονία» του Σάντσεθ, εν μέρει με στόχο τη σύζυγό του.
Το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα βοήθησε να διαδοθούν αβάσιμοι ισχυρισμοί ότι η Μπεγκόνια Γκόμεθ, η οποία παντρεύτηκε τον Σάντσεθ το 2006, είναι στην πραγματικότητα άντρας, ότι η οικογένειά της εμπλέκεται σε διακίνηση ναρκωτικών στο Μαρόκο και ότι είναι ιδιοκτήτες μιας αλυσίδας κλαμπ με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Η καταγγελία για διαφθορά εναντίον της Γκόμεθ, που τελικά ώθησε τον Σάντσεθ να κάνει ένα βήμα πίσω ώστε να σκεφτεί το μέλλον του, φαίνεται επίσης πολύ αδύναμη: οι εισαγγελείς θέλουν να αποσυρθεί και ακόμη και η ακροδεξιά ομάδα πίεσης που την κατέθεσε είπε ότι μπορεί να είναι fake news.
Οι δεξιοί και ακροδεξιοί αντίπαλοι του ισπανού πρωθυπουργού τον έχουν χαρακτηρίσει «ψεύτη», «ψυχοπαθή», «καταληψία», «καταστροφικό», «σφετεριστή», «τρομοκράτη» και «προδότη».
Αλλά ο Σάντσεθ απέχει πολύ από το να είναι ο μόνος ευρωπαίος πολιτικός που έχει δεχθεί συνεχή και προσωπική επίθεση τον τελευταίο καιρό. Σε μια εξαιρετικά πολωμένη προεκλογική εκστρατεία στην Πολωνία πέρυσι, ο τελικός νικητής, Ντόναλντ Τουσκ, αντιμετώπισε ένα παρόμοιο μπαράζ βιτριολικών επιθέσεων, σύμφωνα με τον Guardian.
Ο Ντόναλτ Τουσκ δέχθηκε επίθεση από τον ηγέτη του εθνικιστικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη, ο οποίος τον χαρακτήρισε «εχθρό του έθνους» και «έναν προδότη που πρέπει να εξοντωθεί ηθικά».
Ο Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, ηγέτης του εθνικιστικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), υποστήριξε ότι ο υποψήφιος της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης θα παρέδιδε τη μισή Πολωνία στη Ρωσία και θα βοηθούσε την ΕΕ να εισάγει παράνομους μετανάστες και ότι είχε ως στόχο να ενσταλάξει τη «γερμανική τάξη» στην Πολωνία, αναφερόμενος στους Ναζί.
Ο Τουσκ, είπε ο Κατσίνσκι, ήταν «το απόλυτο κακό», «εχθρός του έθνους» και «ένας προδότης που πρέπει να εξοντωθεί ηθικά». Το τότε κυβερνών κόμμα του Κατσίνσκι προσπάθησε επίσης να κινηθεί νομικά, ψηφίζοντας ένα νομοσχέδιο για τη «διερεύνηση της ρωσικής επιρροής», με ξεκάθαρο στόχο να σπιλώσει την αντιπολίτευση.
Ο Σάντσεθ και ο Τουσκ αντιστάθηκαν. Αλλά η πρώην υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας Ζίγκριντ Κάαγκ, παραιτήθηκε από την πολιτική στις τελευταίες γενικές εκλογές τον περασμένο Νοέμβριο, μετά από έναν χείμαρρο διαδικτυακής κακοποίησης και πολλαπλών απειλών για τη ζωή της.
Βετεράνος διπλωμάτης του ΟΗΕ, η 62χρονη Κάαγκ είπε ότι το περιβάλλον για τους πολιτικούς στην Ολλανδία είχε γίνει «τοξικό», καθώς εκείνη και οι συνάδελφοί της αντιμετώπιζαν ένα συνεχές μπαράζ «μίσους, εκφοβισμού και απειλών» και συχνά χρειάζονταν αστυνομική προστασία.
Η Κάαγκ, η οποία είναι παντρεμένη με έναν παλαιστίνιο πρώην διπλωμάτη, είπε ότι αντιμετώπισε «ένα αδιάκοπο κρεσέντο ψευδών ισχυρισμών, προσβολών, εκφοβισμού», και όχι μόνο μέσω διαδικτύου. Ενας άνδρας συνελήφθη κρατώντας μια φλεγόμενη δάδα έξω από το σπίτι της.
Ενισχυόμενη από ολλανδούς ακροδεξιούς και θεωρητικούς συνωμοσίας, η έκταση και η βαρύτητα των απειλών θα «επηρεάσει την ποιότητα της δημοκρατίας μας, εμποδίζοντας γυναίκες και έγχρωμους ανθρώπους να εισέλθουν στην πολιτική», είπε.
Η πρώην πρωθυπουργός της Φινλανδίας, Σάνα Μαρίν, αντιμετώπισε έντονη κριτική κυρίως από ακροδεξιούς λογαριασμούς.
Η πρώην πρωθυπουργός της Φινλανδίας, Σάνα Μαρίν, αποχώρησε επίσης από την πολιτική πέρυσι, όπως υπενθυμίζει o Guardian, αφού έχασε μια τριπλή εκλογική κούρσα και αναγκάστηκε να υπερασπιστεί τόσο την εργασιακή της ηθική όσο και το δικαίωμά της στην ιδιωτική της ζωή από την κριτική των ΜΜΕ και της αντιπολίτευσης.
«Είμαι άνθρωπος», είπε η Μαρίν, η οποία ήταν η νεότερη πρωθυπουργός στον κόσμο όταν εξελέγη το 2019, προσθέτοντας ότι δεν βλέπει τίποτα κακό στο «να έχουμε και εμείς οι πολιτικοί ελεύθερο χρόνο και να τον περνάμε με τους φίλους μας».
Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι η κατά καιρούς βίαιη κριτική –ιδίως οι αβάσιμοι ισχυρισμοί, που ενισχύονται από ακροδεξιούς λογαριασμούς, για κατανάλωση ναρκωτικών– ήταν «πολύ δύσκολη» για κάποιον που «δεν έχασε ποτέ ούτε μια μέρα δουλειάς».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News