Προϋπολογισμός 2025: Προς μια σταθερά ισχυρότερη εθνική οικονομία
Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2025 κυρώθηκε από την Ολομέλεια Βουλής κατόπιν ονομαστικής ψηφοφορίας με 159 θετικές ψήφους, έναντι 139 «όχι» στις 15 Δεκεμβρίου. Σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η ψήφιση του ελληνικού προϋπολογισμού σηματοδοτεί την επιβεβαίωση στη στήριξη της συνολικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία και οργανώνει τα επόμενα εθνικά βήματα με […]
Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2025 κυρώθηκε από την Ολομέλεια Βουλής κατόπιν ονομαστικής ψηφοφορίας με 159 θετικές ψήφους, έναντι 139 «όχι» στις 15 Δεκεμβρίου. Σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, η ψήφιση του ελληνικού προϋπολογισμού σηματοδοτεί την επιβεβαίωση στη στήριξη της συνολικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία και οργανώνει τα επόμενα εθνικά βήματα με ρεαλισμό και με στόχο την εδραίωση της πολιτικής σταθερότητας.
Επί της ουσίας, και παρότι δεν είναι δυνατή μια πλήρης και συνολική περιγραφή του Προϋπολογισμού του 2025, αξίζει να επισημανθούν τρεις συγκεκριμένες όψεις του.
Πρώτον, ο Προϋπολογισμός – σε σύνδεση με τα αιτήματα και τις ανησυχίες της κοινωνίας – περιλαμβάνει 12 αυξήσεις αποδοχών και 12 μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Οι δημόσιες επενδύσεις και πάλι αυξάνονται, όπως επίσης αυξάνονται παράλληλα και οι κοινωνικές δαπάνες. Παραδείγματος χάρη, σε σχέση με το 2019 οι δαπάνες για την υγεία είναι αυξημένες κατά 74%. Συνεπώς, η γενικότερη φιλοσοφία του προϋπολογισμού βασίζεται στην προσπάθεια επίτευξης βιώσιμης ισορροπία μεταξύ αφενός οικονομικής σταθερότητας και υπευθυνότητας και αφετέρου της ανάγκης ικανοποίησης δίκαιων (και πολλές φορές πιεστικών) κοινωνικών αναγκών και αιτημάτων.
Δεύτερον, τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αναμένεται να ανέλθουν στα 74,8 δις ευρώ και τα φορολογικά έσοδα στα 66,7 δις ευρώ, αυξημένα κατά 3,7 δις ευρώ ή 6% έναντι του στόχου του προϋπολογισμού 2024 (63 δις ευρώ). Η αύξηση είναι κυρίως το αποτέλεσμα της πάταξης της φοροδιαφυγής (στην οποία η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών συνέβαλλε καθοριστικά) και της αύξησης των αμοιβών. Το στοιχείο αυτό δικαιώνει απολύτως τη στάση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης το οποίο και επέλεξε μια υπεύθυνη πολιτική με θάρρος, αγνοώντας τις σειρήνες του λαϊκισμού και το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος.
Τρίτον, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα επιτύχει ρυθμό ανάπτυξης 2,2% για το 2024 και 2,3% για το 2025, δηλαδή ρυθμό ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (0,8% και σε 1,3% για το 2024 και το 2025 αντίστοιχα). Ταυτόχρονα η Ελλάδα καταγράφει το τέταρτο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το 2025, ενώ το συνολικό έλλειμμα αναμένεται να κινηθεί και πάλι κάτω από 1%. Ο δε ρυθμός μείωσης του δημόσιου χρέους προβλέπεται να είναι ο ταχύτερος στην ΕΕ με το χρέος να μειώνεται κατά σχεδόν 5 μονάδες του ΑΕΠ. Η επίτευξη αυτών των υψηλών – συγκριτικά με το Ευρωπαϊκό περιβάλλον – ρυθμών ανάπτυξης σε συνδυασμό με την εμπέδωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και το κοινωνικό πρόσημo της οικονομικής πολιτικής συνιστά μια δύσκολη πολιτική και οικονομική άσκηση, που εξισορροπεί μεταξύ της ικανοποίησης βραχυπρόθεσμων αναγκών και μακροπρόθεσμων στόχων της Ελληνικής οικονομίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως με ευρύτερη πλειοψηφία υπερψηφίστηκαν οι δαπάνες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, του Υπουργείου Υγείας, Παιδείας, Εσωτερικών, Εξωτερικών και του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Τέλος, η κυβέρνηση, ανταποκρινόμενη σε διαχρονικά και δίκαια κοινωνικά αιτήματα έλαβε μια σειρά από μετρά που περιορίζουν τις τραπεζικές επιβαρύνσεις για τους πολίτες και αντιστοίχως τα κέρδη των Τραπεζών, εκσυγχρονίζοντας έτσι ουσιαστικά το τραπεζικό σύστημα και διευκολύνοντας τις συναλλαγές.
Σε πλήρη αντίθεση με την Ελλάδα, το πολιτικό και οικονομικό τοπίο στην Ευρώπη είναι εντελώς διαφορετικό. Στις 4 Δεκεμβρίου και λόγω του προϋπολογισμού η Γαλλική Εθνοσυνέλευση έκανε δεκτή την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Barnier καθιστώντας την έτσι τη βραχυβιότερη στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας. Η κυβέρνηση Bayrou που αναμένεται εξίσου βραχύβια είναι αντιμέτωπη με μείζονα οικονομικά προβλήματα, με την αποδοκιμασία των αναγκαίων πολιτικών λιτότητας να θεωρείται δεδομένη. Στις 16 Δεκεμβρίου, η βαθιά διαφωνία για τη δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας, ενίσχυσε το ήδη υπάρχον κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο, οδηγώντας σε πρόωρες εκλογές, δεδομένου ότι ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς, όπως αναμενόταν, έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Αλλά και η Ιταλία, αν και διαθέτει ισχυρή κυβέρνηση, καλείται να λάβει δύσκολες αποφάσεις εξαιτίας του υπερβολικού ελλείμματος και της αύξησης του δημοσίου χρέους.
Σε μια Ευρώπη (εντός και εκτός της Ε.Ε.) όπου η Αγγλική οικονομία ασθμαίνει – και που δεν θυμίζει σε τίποτα τις εποχές του Tony Blair, Gordon Brown και David Cameron – η Γαλλία και η Γερμανία βυθίζονται σε πολιτική (και οικονομική) αβεβαιότητα, η ψήφιση του Ελληνικού προϋπολογισμού αλλά και οι πολιτικές συνθήκες στις οποίες γίνεται, συνιστά την πιο εντυπωσιακή απόδειξη της τεράστιας απόστασης που έχει διανύσει η χώρα μας από τη δεκαετία της Κρίσης έως σήμερα (ειδικά από το 2019 και μετά).
Μεγάλο στοίχημα παραμένει η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και το 2025, ώστε η οικονομία να καταγράψει ακόμα καλύτερα από τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, η βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων να αντικατοπτρισθεί περισσότερο στην πραγματική οικονομία βελτιώνοντας τις ζωές των Ελλήνων και ενισχύοντας περαιτέρω τη διεθνή θέση της χώρας, ως πυλώνα σταθερότητας και ανάπτυξης στην Ευρώπη.
*Ο Ορέστης Ομράν είναι διεθνής δικηγόρος, ειδικός σε θέματα Οικονομίας και Ενέργειας.