Σούζαν Σόνταγκ : Ο κόσμος μέσα από την κάμερα
Η φωτογραφική μηχανή με τα μάτια της Σούζαν Σόνταγκ: ένας παντεπόπτης του πολιτισμού και της τεχνολογίας
Τα δοκίμια που απαρτίζουν τον τόμο Περί φωτογραφίας της Σούζαν Σόνταγκ πρωτοδημοσιεύτηκαν στη «New York Review of Books» από το 1973 ως το 1977. Το 1977 εκδόθηκαν και σε βιβλίο, που το 1993 κυκλοφόρησε και στη γλώσσα μας από το περιοδικό «Φωτογράφος». Η νέα έκδοσή του στα ελληνικά από τον Gutenberg συμπίπτει με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος που παρατηρείται διεθνώς για το έργο αυτής της αποκαλούμενης «σκοτεινής κυρίας» των αμερικανικών γραμμάτων.
Εικόνα μελλοντικής εποχής
Τα δοκίμια, ιδιαίτερα στη δική μας εποχή, «γερνούν», λέγεται, πολύ πιο γρήγορα από τα έργα καθαρής μυθοπλασίας (μολονότι τούτο δεν είναι διόλου βέβαιο). Τα σπουδαία δοκίμια όμως, όπως αυτά στο Περί φωτογραφίας, δεν γερνούν. Εδώ, μολονότι η Σόνταγκ, όπως και στο υπόλοιπο έργο της, είναι βαθιά μέσα στην εποχή της, μας προσφέρει τη μελλοντική εικόνα της με απίστευτη διεισδυτικότητα, με πάθος και ευαισθησία και με ματιά που την ξεπερνά. Και είναι καταπληκτικό να διαπιστώνει κανείς ότι τα όσα έγραψε στη δεκαετία του 1970 ισχύουν και σήμερα, στην εποχή των smartphones, όπου με ένα κινητό τηλέφωνο μπορεί κανείς να φωτογραφίσει τα πάντα.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό που καθιστά το βιβλίο της Σόνταγκ εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είναι κυρίως γιατί εδώ θα βρει ο αναγνώστης πολλές από τις απόψεις και τις ιδέες που συνιστούν την κοσμοθεωρία και τους λόγους για τους οποίους υπήρξε η – κατά την κοινοτοπία – πιο επιδραστική διανοούμενη της εποχής της στις ΗΠΑ, μολονότι οι περισσότερες από τις ιδέες της προέρχονται από την Ευρώπη.
Θα συνιστούσα λοιπόν στον αναγνώστη μαζί με το Περί φωτογραφίας να ανατρέξει στα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που η Σόνταγκ τον θεωρούσε ως τον κορυφαίο διανοούμενο του 20ού αιώνα· ιδιαίτερα στο δοκίμιό του Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του, που για πρώτη φορά το μετέφρασε εξαιρετικά σε ανύποπτο για τα ελληνικά δεδομένα χρόνο (το 1978) ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Και κατόπιν στα πρόσφατα Κείμενα για τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο.
Πλάτωνας και σκοτεινός θάλαμος
Ο αναγνώστης θα πρέπει αρχίζοντας την ανάγνωση να έχει υπόψη του αυτό που είχε πει η ίδια η συγγραφέας σε μια συνέντευξή της το 1978: ότι το Περί φωτογραφίας δεν είναι ένα βιβλίο για τη φωτογραφία – μολονότι βέβαια είναι και αυτό, αν κρίνει κανείς από τα παραθέματα του τέλους, όχι μόνο από διάσημους φωτογράφους όπως ο Αβεντον, ο Κερτέζ και ο Μπρεσόν αλλά και από σημαίνοντα πρόσωπα της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της αισθητικής, όπως ο Μπένγιαμιν, ο Βιτγκενστάιν, ο Γουάλας Στίβενς και πλήθος άλλοι. Είναι το επιστέγασμα των απόψεων της Σόνταγκ ότι η φωτογραφία είναι ένα παντοδύναμο μέσο για να κατανοούμε τον κόσμο που μας περιβάλλει και οι ρίζες της ανάγονται πολύ παλιά, από την εποχή του Πλάτωνα ακόμη, με τον οποίο στο πρώτο κεφάλαιο μας εισάγει στα όσα ακολουθούν: γιατί το πλατωνικό σπήλαιο στη νεότερη εποχή είναι η σύγχρονη εκδοχή του σκοτεινού θαλάμου.
Η πιο δημοκρατική των τεχνών
Η Σόνταγκ δεν συμφωνεί, φυσικά, με τον Μαν Ρέι, διάσημο ζωγράφο και – κυρίως – φωτογράφο, που έλεγε πως η φωτογραφία δεν είναι τέχνη. Για την ίδια δεν είναι μόνο τέχνη αλλά σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που προηγήθηκαν, που τις θεωρεί προ-δημοκρατικές, είναι η πιο δημοκρατική των τεχνών. Δεν υπάρχει τέχνη που να μας συνδέει με την ίδια αμεσότητα σε σχέση με τον κόσμο από τη φωτογραφία. Και με την έννοια αυτή, όσο κι αν πιστεύουμε το αντίθετο, για τη Σόνταγκ η φωτογραφία είναι τέχνη αυτόνομη και απρόσωπη.
Τι μας προσφέρει ο φωτογραφικός φακός; Την ψευδαίσθηση, αν θέλετε, ότι μπορούν να αποτυπωθούν τα πάντα, και άρα να αυτονομηθούν. Είναι λοιπόν μια άλλη πραγματικότητα· γι’ αυτό και στο βιβλίο έχουμε τόσες, θαυμάσιες, αναφορές στον υπερρεαλισμό, γεγονός το οποίο εξηγείται και από το ότι η Σόνταγκ είχε μεγάλη αδυναμία στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, τη γαλλική, πρωτίστως. Η ίδια, κατά κάποιον τρόπο, μέσω της κουλτούρας «μετέφερε», θα έλεγε κανείς, το Παρίσι στη Νέα Υόρκη, η οποία στη συνείδησή της, νομίζω, δεν ήταν αμερικανική αλλά ευρωπαϊκή μεγαλούπολη.
Ο μείζων φωτογράφος Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν (που τον «τσιτάρει» η Σόνταγκ) θεωρούσε ότι η φωτογραφική μηχανή είναι προέκταση του ματιού του και πως με τη φωτογραφία ήθελε να «παγιδέψει τη ζωή». Η Σόνταγκ μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα νέο, για την εποχή, πεδίο. Μας λέει πως η «εικόνα» και η «πραγματικότητα» δεν είναι έννοιες αντικρουόμενες αλλά αλληλένδετες. Γι’ αυτό και όταν σκίζουμε ή πετάμε μια φωτογραφία, στην ουσία αφαιρούμε από την πραγματικότητα ένα μέρος του περιεχομένου της.
Τους περισσότερους σπουδαίους πίνακες ζωγραφικής και πολλά από τα σημαντικά έργα γλυπτικής τα βλέπουμε στα μουσεία. Τι γίνεται όμως με τις φωτογραφίες; «Αυτό που κάνει κυρίως η φωτογραφία είναι να μετατρέπει τον κόσμο σε ένα είδος πολυκαταστήματος ή μουσείου – δίχως τοίχους» γράφει η Σόνταγκ. Ομως ο όρος «μουσείο δίχως τοίχους» δεν είναι δικός της αλλά του Αντρέ Μαλρό, όπως τον διατυπώνει και τον αναπτύσσει στο πρώτο μέρος του μεγαλειώδους έργου του για τις εικαστικές τέχνες που φέρει τον τίτλο Οι φωνές της σιωπής. (Το αριστούργημα αυτό δεν έχει εκδοθεί, δυστυχώς, στη χώρα μας.)
Ενα προδρομικό έργο
Η ευφυΐα είναι, ως γνωστόν, συγγραφική αρετή. Κι αυτή υπάρχει σε όλο το θεωρητικό έργο της Σόνταγκ, αλλά στο Περί φωτογραφίας περισσεύει. Μας αφήνουν κατάπληκτους κάποιες προδρομικές της παρατηρήσεις. Η ίδια θεωρεί, λ.χ., πως το βίντεο ανήκει στις εφαρμογές της φωτογραφίας. Σήμερα αυτό είναι αυτονόητο, αλλά στη δεκαετία του 1970;Οταν μάλιστα γράφει πως «είναι πιθανό οι Κινέζοι να αξιοποιήσουν όπως και εμείς την εργαλειακή διάσταση των εφαρμογών της φωτογραφίας»; Οποιος ταξιδέψει σήμερα, έστω και για λίγες μέρες, στο Μέσο Βασίλειο θα διαπιστώσει ευθύς αμέσως την «τρέλα» των κατοίκων με τις φωτογραφίες μέσω κινητού τηλεφώνου, απείρως μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στις δυτικές κοινωνίες.Το smartphone δεν ακυρώνει τα συμπεράσματα της Σόνταγκ στο Περί φωτογραφίας· αντιθέτως, τα επιβεβαιώνει – και μάλιστα πανηγυρικά. Το βιβλίο αυτό, ερεθιστικό, πρωτοποριακό και ριζοσπαστικό, είναι και ένα εξαιρετικά απολαυστικό ανάγνωσμα. Το μετέφερε θαυμάσια στη γλώσσα μας η Χριστίνα Παπαδοπούλου εφοδιάζοντάς το με πλήθος σημαντικές σημειώσεις, εν είδει συγκριτικής ανάγνωσης.Εργο πλέον κλασικό αλλά και πολύ σύγχρονο, από τα κορυφαία του 20ού αιώνα.