S&P για Ελλάδα: Διατήρησε το αξιόχρεο στο BBB-, αναβάθμισε το outlook σε θετικό
Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s διατήρησε σταθερή την αξιολόγηση της Ελλάδας στο ΒΒΒ- (το χαμηλότερο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας), αναβάθμισε ωστόσο το outlook σε θετικό από σταθερό. Όπως σημειώνει ο οίκος, οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει μια ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και α…
Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s διατήρησε σταθερή την αξιολόγηση της Ελλάδας στο ΒΒΒ- (το χαμηλότερο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας), αναβάθμισε ωστόσο το outlook σε θετικό από σταθερό. Όπως σημειώνει ο οίκος, οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει μια ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες δυσχέρειες. Ο S&P προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί σε 2,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2027.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 20/04/2024 00:17
Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας στην πιστοληπτική βαθμίδα ΒΒΒ- (το χαμηλότερο επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας), αναβάθμισε ωστόσο τις προοπτικές (outlook) της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές. Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα στις 20 Οκτωβρίου 2023, για πρώτη φορά μετά την έκρηξη της κρίσης χρέους της χώρας την περίοδο 2009-2010.
Όπως σημειώνει ο οίκος, οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει μια ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες δυσχέρειες. Παρά την κάποια πρόσφατη εξασθένηση των οικονομικών στοιχείων, η οικονομική ανάπτυξη έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, μια τάση που η S&P αναμένει ότι θα συνεχιστεί. “Ο προηγουμένως πολύ μεγάλος δείκτης καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται, αν επαληθευτούν οι προσδοκίες μας για δημοσιονομική πειθαρχία και σχετικά ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ”, τονίζει η S&P και προσθέτει: “Επομένως, αναθεωρήσαμε τις προοπτικές μας για την Ελλάδα σε θετικές από σταθερές και επιβεβαιώσαμε τη βαθμίδα στο BBB-“.
Προοπτικές
Οι θετικές προοπτικές, σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, αντανακλούν την προσδοκία του ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να ενθαρρύνει τη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να ξεπερνά εκείνη των ομολόγων της χώρας στην Ευρωζώνη.
Όσον αφορά το σκεπτικό της κίνησής του ως προς τη θετική αναθεώρηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, ο αμερικανικός οίκος σημειώνει ότι, μετά την επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση το 2023, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σκιαγράφησε και άρχισε να εφαρμόζει μια ισχυρή μεταρρυθμιστική ατζέντα με στόχο να ξεμπλοκάρει τα διαρθρωτικά σημεία συμφόρησης που εμποδίζουν την οικονομική ανταγωνιστικότητα της χώρας. Οι μακροχρόνιοι βασικοί προβληματικοί τομείς της Ελλάδας που έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο μέχρι στιγμής, όπως οι νομικές μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας, έχουν τώρα, σύμφωνα με την S&P, αξιόπιστα σχέδια εφαρμογής που πρόκειται να αναπτυχθούν σε μια πορεία χρόνου. Κατά τη γνώμη του οίκου αξιολόγησης, ο βασικός κίνδυνος εφαρμογής είναι να εμφανιστεί το φαινόμενο της μεταρρυθμιστικής “κόπωσης” πριν αναληφθεί η κατάλληλη δράση, ιδιαίτερα εάν τα βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα δεν γίνονται αισθητά σε όλη την κοινωνία.
Τα οικονομικά στοιχεία τα τελευταία τρίμηνα ήταν ελαφρώς χειρότερα από ό,τι ανέμενε ο αμερικανικός οίκος, με το πραγματικό ΑΕΠ να επεκτείνεται κατά ένα υγιές 2% για το 2023. Τα δημοσιονομικά έσοδα, από την άλλη πλευρά, δεν έχουν αμβλυνθεί, με τα ενοποιημένα εγχώρια φορολογικά έσοδα να αυξάνονται κατά 6,2% το 2023. Κατά την άποψή του αμερικανικού οίκου, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το συνδυασμό του ακόμη υψηλού πληθωρισμού πέρυσι (ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή παρουσίαση άνοδο κατά 4,2%) και των “μερισμάτων” από τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιοποίησης και της φορολογικής συμμόρφωσης.
Μεσοπρόθεσμα, και ιδιαίτερα εάν διατηρηθεί η δυναμική των μεταρρυθμίσεων, η S&P θεωρεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δει ταχύτερη ανάπτυξη από τους ομολόγους της στην ευρωζώνη. Προβλέπει δε ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,4% την περίοδο 2024-2027, αντανακλώντας μια απτή ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας που οφείλεται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, στους βελτιωμένους ισολογισμούς τόσο των νοικοκυριών όσο και του τραπεζικού συστήματος και το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμα περίπου 22% μικρότερο από το υψηλότερο σημείο στο οποίο είχε φτάσει προ της κρίσης χρέους του 2010.
Όπως και άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη σε μεταβαλλόμενους “ανέμους” στην παγκόσμια οικονομία και σε συνεχιζόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους. Τα παραπάνω περιλαμβάνουν μια πιθανή οικονομική επιβράδυνση που μπορεί να επηρεάσει τους σημαντικούς τομείς που συνδέονται με το εξωτερικό όπως του τουρισμού ή της ναυτιλίας ή μια νέα ξαφνική άνοδο των τιμών της ενέργειας. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστωτικών στοιχείων της Ελλάδας, εκτιμά ο οίκος. Περιοριστικοί παράγοντες στην πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας παραμένουν, όπως αναφέρει, το ακόμη μεγάλο απόθεμα κρατικού χρέους και η σχετικά αδύναμη εξωτερική θέσης ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας.
Θεσμικό και οικονομικό προφίλ: Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα είναι το κλειδί για τη διατήρηση της βελτίωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων
Όπως τονίζει ο οίκος:
– Οι αυξανόμενες επενδυτικές ροές που συνδέονται με τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ θα στηρίξουν την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά την περίοδο 2024-2027, η οποία, σύμφωνα με τις προβλέψεις του, θα είναι κατά μέσο όρο 2,4%.
– Αναμένει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υποστηρίζουν θετικά μεσοπρόθεσμα οικονομικά και δημοσιονομικά αποτελέσματα.
– Μετά την επιτυχή επανεκλογή της, η κυβέρνηση υπό την ηγεσία της ΝΔ διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και είναι απίθανο να αντιμετωπίσει σημαντικά νομοθετικά εμπόδια για την εφαρμογή της πολιτικής της ατζέντας.
Μετά τη νίκη της ΝΔ στις εκλογές του Ιουλίου 2023, η νέα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη περιέγραψε και άρχισε να εφαρμόζει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Η συνέχιση της δυναμικής, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), είναι μεγάλης σημασίας για τους στόχους της κυβέρνησης να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ο οίκος θεωρεί ότι οι βασικοί τομείς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι οι εξής:
Ιδιωτικοποιήσεις και τραπεζικό σύστημα: Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έχει πλέον “ξεφορτωθεί” τις συμμετοχές του σε τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (ενώ πούλησε ένα μεγάλο μέρος της συμμετοχής του στην τελευταία), σηματοδοτώντας περαιτέρω εξομάλυνση στον ελληνικό τραπεζικό τομέα και επιστρέφοντας 2,9 δισ. ευρώ στο κράτος από τον Οκτώβριο. Φέτος επιδιώκεται η είσπραξη επιπλέον 5 δισ. ευρώ από μη χρηματοπιστωτικές ιδιωτικοποιήσεις, με πωλήσεις διαφόρων αυτοκινητοδρόμων και λιμανιών που είτε έχουν πραγματοποιηθεί, είτε βρίσκονται στον ορίζοντα. Η πλήρης εκποίηση του τελευταίου πακέτου μετοχών, μαζί με την αντιμετώπιση των προβλημάτων που παραμένουν ακόμη σε εκκρεμότητα στις μη συστημικές τράπεζες, αποτελούν βασικά ορόσημα που δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί.
Φορολογικές μεταρρυθμίσεις: Επικεντρωμένες στην ψηφιοποίηση και στους παράγοντες συμμόρφωσης, ιδίως η υποχρέωση διάθεσης μηχανημάτων POS για τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας από την 1η Απριλίου, σε συνδυασμό με τη σύνδεση των εν λόγω μηχανημάτων με τις φορολογικές αρχές από το 2023, αναμένεται να προκαλέσουν περαιτέρω μείωση της παραοικονομίας.
Δικαστικές μεταρρυθμίσεις: Η μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης και οι ευρύτερες τριβές στο δικαστικό σύστημα παρεμποδίζουν επί χρόνια το κράτος δικαίου και επιβαρύνουν το επενδυτικό περιβάλλον και, ως εκ τούτου, τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Οι αλλαγές που έγιναν στις αρχές του 2024 ενθαρρύνουν τον εξωδικαστικό συμβιβασμό για διάφορους τύπους υποθέσεων, ενώ μια ευρύτερη δέσμη μέτρων που στοχεύει σε διάφορους τομείς του νομικού συστήματος ελπίζεται ότι θα περάσει φέτος.
Άλλες μεταρρυθμίσεις: Συζητούνται και άλλες μεταρρυθμίσεις σχετικά με την υγεία, τη γη, την αγορά προϊόντων και τον ανταγωνισμό, καθεμία από τις οποίες έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας εάν εφαρμοστεί επιτυχώς.
Παράλληλα με το δυνητικό οικονομικό τους όφελος, μια διαρκής προώθηση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών της Ελλάδας θα επέτρεπε επίσης την απελευθέρωση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η περίοδος εφαρμογής του τελευταίου διαρκεί επισήμως μέχρι το τέλος του 2026, οπότε οι επιχορηγήσεις πρέπει να απορροφηθούν, διαφορετικά θα χαθούν (τα δάνεια που έχουν συναφθεί έχουν τρία επιπλέον έτη για να δαπανηθούν, δηλαδή μέχρι το 2029). Ωστόσο, ο οίκος δεν αποκλείει ότι η προθεσμία του 2026 θα μπορούσε να πάει για πιο μετά, δεδομένης της αργής υιοθέτησης σε ολόκληρη την ΕΕ επί του παρόντος.
Η πλήρης αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου θα επέτρεπε στην Ελλάδα να σημειώσει πρόοδο στην επίτευξη ενός από τους βασικούς στόχους της πολιτικής της, που είναι η αύξηση των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ, που σήμερα βρίσκονται στο 13,9%. Αφού κυμάνθηκαν γύρω στο 11% στα χρόνια μετά την κρίση χρέους, οι επενδύσεις αρχίζουν επιτέλους να ανακάμπτουν, αλλά παραμένουν πολύ κάτω τόσο από τον μέσο όρο της ΕΕ (22,2% το 2023) όσο και από τα προ κρίσης επίπεδα της Ελλάδας (23,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2009).
Παρ’ όλα αυτά, ο συνολικός ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ επιβραδύνθηκε το 2023, πέφτοντας στο 2,0% από 5,6% το 2022. Παρά τις ελπιδοφόρες ενδείξεις νωρίτερα μέσα στο έτος, οι επενδύσεις υποχώρησαν το τελευταίο τρίμηνο. Οι εξαγωγές, από την άλλη πλευρά, ήταν πιο συνεπείς, κυρίως χάρη στο έτος ρεκόρ για τις τουριστικές ροές. Οι κρουαζιέρες, τα οργανωμένα ταξίδια και οι επισκέπτες από χώρες εκτός ΕΕ φαίνεται ότι κατέγραψαν ιδιαίτερα υψηλούς αριθμούς, αντισταθμίζοντας και με το παραπάνω τη συνεχιζόμενη απουσία Ρώσων τουριστών. Το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς είναι επίσης πιθανό να ασκεί κάποια αντίσταση στην ανάπτυξη, καθώς η συμβολή στην ανάπτυξη τόσο της κυβέρνησης όσο και των νοικοκυριών μειώθηκε σημαντικά το 2023.
Ο οίκος προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί σε 2,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2027, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό μια σημαντική αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας, καθώς τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης φαίνεται ότι θα αυξηθούν από τα πιο υποτονικά επίπεδα του 2023. Η μείωση της ανεργίας, η αύξηση των πραγματικών μισθών, η υγιής τουριστική ζήτηση και η βελτίωση των ισολογισμών σε επίπεδο οικονομίας θα ενισχύσουν επίσης την ανάπτυξη. Η οικονομία της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι κατά 22% μικρότερη από το ιστορικό της αποκορύφωμα πριν από την κρίση χρέους και το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει άφθονο περιθώριο για να διατηρηθεί η ανάπτυξη πάνω από τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης.
Ο μεγάλος, ευέλικτος και ανταγωνιστικός ναυτιλιακός κλάδος της Ελλάδας περιπλέκει την ανάλυση της ευρύτερης οικονομίας, καθώς αντιπροσωπεύει ένα αρκετά μικρό μερίδιο της απασχόλησης και της προστιθέμενης αξίας, αλλά αποτελεί το μεγαλύτερο μερίδιο του εξωτερικού χρέους του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Εξηγεί επίσης ένα μεγάλο μέρος του εξωτερικού δανεισμού και των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία μέσω θυγατρικών του εξωτερικού (καθώς και τα ασταθή στοιχεία εισαγωγών και τις σημαντικές επανεξαγωγές).
Η Ελλάδα πιθανόν να πετύχει τον στόχο του δημοσιονομικού πρωτογενούς πλεονάσματος φέτος
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, οι ισχυρές επιδόσεις στα έσοδα οδηγούν σε αυξανόμενα δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα, αν και οι πιέσεις στις δαπάνες θα αντισταθμίσουν σύντομα τα περαιτέρω κέρδη. Το μεγάλο δημόσιο χρέος της Ελλάδας μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ και έχει πολύ ευνοϊκό προφίλ όσον αφορά τη λήξη και το κόστος επιτοκίου. Αν και μετριάζεται, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει αυξημένο και η εκτίμηση είναι ότι θα παραμείνει κατά μέσο όρο στο 5,3% την περίοδο 2024-2027.
Η S&P σημειώνει αναλυτικά: “Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας παραμένουν ισχυρές. Αναμένουμε ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο θα επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο στόχο της κυβέρνησης για 2,1% του ΑΕΠ φέτος, σηματοδοτώντας το τέλος της περιόδου εξυγίανσης της Ελλάδας μετά την πανδημία. Η υπεραπόδοση των εσόδων έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας, με τις προσπάθειες για ενίσχυση της ψηφιοποίησης να αποδίδουν καρπούς με την υψηλότερη φορολογική συμμόρφωση. Ενώ η Ελλάδα έχει μέχρι στιγμής πετύχει να μειώσει το χάσμα του ΦΠΑ (τη διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εισπράξεων από ΦΠΑ και των πραγματικών εσόδων από ΦΠΑ), εντούτοις παραμένει χειρότερο από κράτη στην ίδια βαθμίδα. Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων, αν και ο λόγος των συνολικών κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι ένας από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών που αξιολογούμε. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει πολιτική πίεση για μείωση των φόρων και αναμένουμε ότι το ποσοστό των κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά, κυρίως λόγω της προσδοκίας μας ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί πιο γρήγορα από το κράτος.
Για να επιτευχθεί η φετινή εξυγίανση, οι αρχές συνέχισαν να εστιάζουν στη φορολογική συμμόρφωση και από την 1η Απριλίου επέβαλαν τη χρήση μηχανημάτων POS σε όλους τους τομείς της οικονομίας (τα μηχανήματα POS άρχισαν να συνδέονται αυτόματα με την Αρχή Δημοσίων Εσόδων από πέρυσι). Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα προηγούμενων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος το 2016 (νόμος Κατρούγκαλου), γεγονός που σημαίνει ότι ακόμη και σε ένα σενάριο μη αλλαγής πολιτικής, η δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας θα συνεχίσει να βελτιώνεται. Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει περιθώριο να αυξήσει τις δαπάνες φέτος -σε τομείς όπως οι μισθοί του δημόσιου τομέα, οι εφάπαξ αυξήσεις των συντάξεων, η στοχευμένη μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τις οικογένειες και η αύξηση των κονδυλίων για δημόσιες επενδύσεις- ενώ παράλληλα θα εξακολουθήσει να επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους. Αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θα καταφέρει να επιτύχει τον στόχο του πρωτογενούς ελλείμματος εντός του έτους, αναμένουμε ότι τα έκτακτα έσοδα θα διατεθούν για τη μείωση της φορολογίας και τις δημόσιες επενδύσεις, παρά για τη μείωση του χρέους.
Το δημόσιο χρέος μειώνεται πλέον σταθερά. Αφού κορυφώθηκε στο 207% του ΑΕΠ το 2020, εκτιμούμε ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί περίπου στο 131% του ΑΕΠ έως το 2027. Παρά την κάπως απογοητευτική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ πέρυσι, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ ήταν ακόμη πολύ ισχυρή στο 6,6%, επομένως εξακολουθεί να επιτρέπει σταθερή βελτίωση του λόγου του χρέους. Δεδομένου ότι δεν αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα διολισθήσει ξανά σε αποπληθωριστικό έδαφος στο άμεσο μέλλον, και σε συνδυασμό με τις ενθαρρυντικές βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και την ισχυρή δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα, ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ θα πρέπει να συνεχίσει να εξομαλύνεται. Μακροπρόθεσμα, οι δημογραφικές πιέσεις είναι πιθανό να υπονομεύσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης στην Ελλάδα, ένα σημαντικό στοιχείο για τη βιωσιμότητα του χρέους, και ως εκ τούτου υποκρύπτουν τη σημασία της συνέχισης της δυναμικής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της διαρκούς δημοσιονομικής σύνεσης, εάν το χρέος πρόκειται να υποχωρήσει περισσότερο σε ευθυγράμμιση με τις αντίστοιχες χώρες της ευρωζώνης.
Παρόλο που πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση είναι πιθανό να σταματήσει λίγο πριν από την επίτευξη απόλυτων πλεονασμάτων, το εκτεταμένο πρόγραμμα ανταλλαγών του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) είναι πιθανό να μειώσει τις ανάγκες χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους κατά περίπου 1 δισ. ευρώ για καθένα από τα επόμενα έτη. Σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες ιδιωτικοποιήσεων, αναμένουμε ονομαστική καθαρή μείωση του χρέους τα επόμενα χρόνια. Τα ταμειακά αποθέματα ασφαλείας είναι επίσης σημαντικά στην Ελλάδα, καθώς ανέρχονται σήμερα σε περίπου 33,6 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ). Αφαιρώντας τα ρευστά διαθέσιμα από το ακαθάριστο δημόσιο χρέος στη βασική δημοσιονομική μέτρηση, το καθαρό δημόσιο χρέος εκτιμάται από το οίκο ότι θα μειωθεί στο 119% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2027.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας παραμένει πολύ χαμηλό, περίπου στο 1,34% στο τέλος του 2023. Παρόλα αυτά, είναι πιθανό να αρχίσει να αυξάνεται σύμφωνα με την ευρύτερη αύξηση των επιτοκίων σε όλες τις αγορές – το μέσο σταθμισμένο κόστος νέου δανεισμού εκτοξεύτηκε στο 3,7% το 2023 από 1,3% το 2022. Παρ’ όλα αυτά, το πρόγραμμα ανταλλαγών του PDMA μαζί με την εξαιρετικά μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους της Ελλάδας (η μέση σταθμισμένη υπολειπόμενη διάρκεια διαμορφώθηκε στα 19,3 έτη στο τέλος του 2023), αποτελούν σημαντικές ελαφρύνσεις.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Ένα από τα τρωτά σημεία της Ελλάδας που διατηρούνται είναι οι αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες της χώρας. Παρόλο που το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε αισθητά πέρυσι -υποχωρώντας στο 6,4% του ΑΕΠ από 10,3% το 2022- περαιτέρω μεγάλες βελτιώσεις δεν φαίνονται πιθανές στο εγγύς μέλλον. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σημαντική μείωση των τιμών της ενέργειας, η οποία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη βελτίωση του περασμένου έτους, είναι απίθανο να επαναληφθεί. Επιπλέον, αναμένουμε ότι η επενδυτική δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται από εισαγωγές θα συνεχίσει να επιταχύνεται τα επόμενα χρόνια. Η περαιτέρω πρόοδος στην αντιμετώπιση της εξωτερικής αδυναμίας της Ελλάδας είναι πιθανό να εξαρτηθεί από την επιτυχία ή μη της μείωσης της εξάρτησης από τις ενεργειακές εισαγωγές, μεταξύ άλλων μέσω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Τράπεζες
Μετά την εξυγίανση περίπου 80 δισεκατομμυρίων ευρώ παλαιών επισφαλών στοιχείων ενεργητικού στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών από το 2019, η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε μελλοντικούς κλυδωνισμούς έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ποσοστό κάτω του 8% των συνολικών δανείων (από άνω του 49% το 2016) αποτυπώνει την επιτυχία του προγράμματος “Ηρακλής”, μιας πρωτοβουλία εξυγίανσης υπό την ηγεσία του κράτους. Σημαντικό είναι και ότι ο ρυθμός δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι συγκρατημένος. Ενώ οι τέσσερις συστημικές τράπεζες εξακολουθούν να έχουν αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις, η επιστροφή στην κερδοφορία υποδηλώνει ότι αυτές θα αντικατασταθούν εντέλει από υψηλής ποιότητας μορφές κεφαλαίου.
Με τη βελτίωση της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος, η ιδιωτική πίστη άρχισε επιτέλους να επεκτείνεται σε καθαρούς όρους, αντιστρέφοντας την τάση συρρίκνωσης του καθαρού δανεισμού από το 2010. Αυτό εξηγείται εν μέρει από τα δάνεια του ΤΧΣ που διοχετεύονται μέσω του τραπεζικού συστήματος (η Ελλάδα είναι “μοναδική” περίπτωση στην εκτέλεσή τους με αυτόν τον τρόπο), αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό αντανακλά την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής στον ισολογισμό, με αποτέλεσμα την αύξηση της ικανότητας στήριξης της οικονομίας.
Μελλοντικές εξελίξεις
Στο θετικό σενάριο των μελλοντικών εξελίξεων, καταλήγει η S&P, θα μπορούσε να αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας εντός των επόμενων 24 μηνών, εάν ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της μειωθεί περαιτέρω και πλησιάσει τα επίπεδα ομοειδών χωρών.
Ο οίκος εκτιμά ότι οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό μέσω ενός συνδυασμού συνεχιζόμενων διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων που να ενισχύουν την ελληνική οικονομική ανταγωνιστικότητα, με πλήρη αξιοποίηση των μεγάλων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης που διατίθενται στην Ελλάδα και με τη διατήρηση σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού για παρατεταμένη περίοδο.
Στο αρνητικό σενάριο, ο οίκος θα μπορούσε, όπως αναφέρει, να αναθεωρήσει εκ νέου τις προοπτικές από θετικές σε σταθερές εντός των επόμενων 24 μηνών, εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις και οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας, όπως το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν σημαντικά πέρα από τις προσδοκίες. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, εάν γεωπολιτικές και εξωτερικές πιέσεις πλήξουν την Ελλάδα πιο σκληρά από ό,τι υποθέτει ο οίκος με τα σημερινά δεδομένα τα οποία διαθέτει.
Στ. Κετιτζιάν – Μ. Παπαντωνόπουλος – Γ.Δ. Παυλόπουλος