Σύννεφα πάνω από την παγκόσμια οικονομία το 2025
Σύννεφα πάνω από την παγκόσμια οικονομία το 2025 | Liberal.gr
Το 2024 οι κεντρικές τράπεζες κατάφεραν επιτέλους να ξεκινήσουν τις μειώσεις επιτοκίων, έχοντας σε μεγάλο βαθμό νικήσει τη μάχη του πληθωρισμού χωρίς να προκαλέσουν ύφεση στην παγκόσμια οικονομία.
Mε την παγκόσμια οικονομία να δείχνει ότι αφήνει πίσω της τις συνέπειες της πανδημίας Covid 19 και ότι γυρίζει σελίδα, η έλευση του 2025 θα φέρει ένα νέο σύνολο κινδύνων.
Η χρηματιστηριακή αγορά στις ΗΠΑ σημείωσε νέα ιστορική κορυφή το 2024, μια εξαιρετική χρονιά για τους υπερπλούσιους σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, καθώς προστέθηκαν άλλοι 141 δισεκατομμυριούχοι στη λίστα του.
Όμως, αν υποτεθεί ότι αυτό ήταν καλή είδηση, κάποιος ξέχασε να το πει στους ψηφοφόρους.
Από την Ινδία μέχρι τη Νότιο Αφρική, την Ευρώπη αλλά και τις ΗΠΑ, οι ψηφοφόροι τιμώρησαν τις κυβερνήσεις για την οικονομική πραγματικότητα που αντιμετώπισαν – μία κρίση ακρίβειας στο κόστος ζωής καθόλου ευκαταφρόνητη.
Για πολλούς τα πράγματα το 2025 μπορεί να πάνε ακόμη χειρότερα.
Αν ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υλοποιήσει τις υποσχέσεις του να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές και προκαλέσει εμπορικό πόλεμο, αυτό μπορεί να φέρει έναν νέο γύρο πληθωρισμού, επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας ή και τα δύο. Η ανεργία που βρίσκεται σήμερα κοντά σε ιστορικά χαμηλά μπορεί να αυξηθεί.
Οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία και τη Γερμανία αλλά και τα ερωτηματικά για την πορεία της κινεζικής οικονομίας συννεφιάζουν τον ορίζοντα.
Στις ανησυχίες αυτές πρέπει να προστεθεί και το κόστος των ζημιών που προκαλεί η κλιματική κρίση σε πολλά μέρη του κόσμου.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι πιο φτωχές χώρες βρίσκονται στη χειρότερη οικονομική τους κατάσταση της τελευταίας 20ετίας, με τη μετά-πανδημίας ανάκαμψη να τις έχει αφήσει πίσω. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται είναι νέοι μετωπικοί άνεμοι, όπως μία επιδείνωση των εμπορικών και χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Στις πιο πλούσιες οικονομίες οι κυβερνήσεις πρέπει να βρουν τρόπο να ανταπεξέλθουν στην πεποίθηση πολλών ψηφοφόρων ότι η αγοραστική τους δύναμη, το επίπεδο διαβίωσης και οι προοπτικές χειροτερεύουν.
Αν αποτύχουν σε αυτό μπορεί να αφήσουν το πεδίο ανοιχτό στα ακραία πολιτικά κόμματα που ήδη προκαλούν κοινοβουλευτικές αναταράξεις.
Επίσης, νέες προτεραιότητες δαπανών προκύπτουν για τους κρατικούς προϋπολογισμούς, από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή μέχρι την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και την περίθαλψη πληθυσμών που γερνούν.
Μόνο οι υγιείς οικονομίες μπορούν να δημιουργούν τα έσοδα που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθούν όλα αυτά.
Αν οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να κάνουν αυτό που έπρατταν εδώ και αρκετά χρόνια, να συσσωρεύουν χρέος, τότε αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο να παγιδευτούν σε μια οικονομική κρίση.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ στην τελευταία συνέντευξη τύπου της φετινής χρονιάς, θα υπάρχει πλεονάζουσα αβεβαιότητα το 2025.
Ουδείς γνωρίζει αν ο Τραμπ προχωρήσει με δασμούς 10%-20% σε όλες τις εισαγωγές και μέχρι 60% σε αυτές από την Κίνα ή αν οι απειλές αυτές είναι απλά μέρος μιας διαπραγμάτευσης που σχεδιάζει. Αν το πράξει, οι συνέπειες θα εξαρτηθούν από το ποιοι κλάδοι θα πληγούν και από τα αντίποινα.
Η Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, βρίσκεται αντιμέτωπη με εντεινόμενες πιέσεις να ξεκινήσει μια βαθειά μετάβαση καθώς η αναπτυξιακή δυναμική των τελευταίων χρόνων φαίνεται να ασθμαίνει. Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι πρέπει να αρχίσει να γεμίζει περισσότερο τις τσέπες των χαμηλών εισοδημάτων.
Η Ευρώπη, η οικονομία της οποίας έχει μείνει πίσω από τις ΗΠΑ από την περίοδο της πανδημίας, πρέπει να αντιμετωπίσει τις κύριες αιτίες, από την έλλειψη επενδύσεων μέχρι το έλλειμμα δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Πρώτα από όλα, όμως, θα πρέπει να λύσει τα πολιτικά αδιέξοδα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Για αρκετές άλλες οικονομίες η προοπτική ενός πιο ισχυρού δολαρίου – σε περίπτωση που οι πολιτικές του Τραμπ προκαλέσουν πληθωρισμό και επιβραδύνουν τις μειώσεις επιτοκίων της Fed – θα είναι αρνητική εξέλιξη. Θα ρουφήξει επενδύσεις που διαφορετικά θα κατευθύνονταν σε αυτές και θα κάνει το δολαριακό τους χρέος πιο βαρύ.