Σύνταξη σε μεγαλύτερη ηλικία
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής οδηγεί σε αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με βάση τις αλλαγές του προσδόκιμου ζωής ή αύξηση του ετήσιου ελλείμματος κατά 0,4% του ΑΕΠ τον χρόνο, για πάντα –όχι για μία μόνο χρονιά– είναι οι δύο προοπτικές του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς. Τι κι αν όλες οι αναλογιστικές μελέτες, των ίδιων οργανισμών, δείχνουν για την Ελλάδα ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Η βασική, αυστηρή προϋπόθεση για να επιτευχθεί η πρόβλεψη αυτή είναι η τήρηση των ήδη θεσμοθετημένων κανόνων που καθορίζουν βασικές παραμετρικές συνιστώσες του κοινωνικο-ασφαλιστικού μας συστήματος. Η ισχυρότερη συνιστώσα αφορά τη δέσμευση που υπάρχει από το 2010 για αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, με βάση την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Αλλες σταθερές είναι το ύψος των εισφορών που κατευθύνονται στην κύρια και επικουρική σύνταξη, η φόρμουλα ετήσιας αναπροσαρμογής των συντάξεων, οι συντελεστές αναπλήρωσης αλλά και το ύψος της εθνικής σύνταξης.
Μάλιστα ο ΟΟΣΑ, σε μία από τις πρόσφατες μελέτες του, είχε επισημάνει ότι, αντί για την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, βάσει των αλλαγών στο προσδόκιμο ζωής, η μόνη εναλλακτική είναι η αύξηση της χρηματοδότησης του συστήματος, που για τη χώρα μας αυτό οδηγεί σε επιπλέον περίπου 0,5% του ΑΕΠ, σε ετήσια βάση. Πιθανότητα εξίσου απαγορευτική.
Μιλώντας στην «Κ» ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, ξεκαθαρίζει ότι όλες οι διαθέσιμες αναλογιστικές μελέτες, με τους κανόνες που έχει θεσπίσει το Ageing Working Group της Ε.Ε., δείχνουν ξεκάθαρα δύο πράγματα:
• Πρώτον, ότι σε μακροχρόνια προοπτική, σταδιακά, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα μειώνεται και μάλιστα σε επίπεδα που είναι ίσως και λίγο πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εκεί που πριν από μερικά χρόνια ήμασταν πρωταθλητές και μάλιστα με πολύ μεγάλη διαφορά.
• Δεύτερον, ότι υπάρχει μια μικρή αλλά σημαντική κάμψη στην αναγκαία συνεισφορά του κράτους στο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Και πράγματι, η συνταξιοδοτική δαπάνη μακροπρόθεσμα φαίνεται ότι συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (12,7% το 2030), τη στιγμή μάλιστα που τα προηγούμενα χρόνια η χώρα μας ήταν αρνητικός πρωταγωνιστής στον δείκτη αυτό. Είναι άλλωστε εντυπωσιακό ότι ακόμη και σήμερα, και μετά τις συνεχείς παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, κατά την περίοδο των μνημονίων, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τον δεύτερο υψηλότερο λόγο συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ στην Ε.Ε., με 14,5% (στοιχεία 2022). Θα φθάσει δε το 12% το όχι και τόσο μακρινό 2070.
Οσον αφορά τα έσοδα του ασφαλιστικού συστήματος από εισφορές και τον κρατικό προϋπολογισμό, αξίζει να σημειωθεί ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μείνουν σταθερά (περίπου στο 12%), γεγονός που συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της βιωσιμότητάς του.
«Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από όλους τους νομοθετημένους κανόνες στην Ελλάδα», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο κ. Τσακλόγλου, για να συμπληρώσει ότι «αν οι υφιστάμενοι κανόνες τηρηθούν, τότε δεν φαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα μακροπρόθεσμα».
Βέβαια, η σημαντική μείωση του πληθυσμού κατά 8% με 10% έως το 2050 και κατά 25% έως το 2070, και ο αυξανόμενος λόγος εξάρτησης συνταξιούχων προς εργαζομένους αποτελούν ήδη κάποιες από τις υπάρχουσες προκλήσεις για το ασφαλιστικό, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τον υφυπουργό, εντάσσονται οι κυβερνητικές πολιτικές για αύξηση της συμμετοχής των γυναικών, των νέων, των ατόμων με αναπηρία και των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας.
Η σημαντική μείωση του πληθυσμού και ο αυξανόμενος λόγος εξάρτησης συνταξιούχων προς εργαζομένους αποτελούν μεγάλες προκλήσεις για το ασφαλιστικό, που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Οσο, τέλος, για τα ποσοστά αναπλήρωσης, για τα οποία δεν υπάρχει καμία συζήτηση αλλαγής, ακόμη και σήμερα είναι από τα υψηλότερα της Ε.Ε. και σταδιακά θα συγκλίνουν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με τη συνδρομή του ΤΕΚΑ, όπως σημειώνει ο κ. Τσακλόγλου, να είναι καταλυτική, καθώς οι τωρινοί, νέοι ασφαλισμένοι και μελλοντικοί συνταξιούχοι θα δουν σημαντικές αυξήσεις στις επικουρικές συντάξεις τους, λόγω του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του ταμείου.
Καμία αλλαγή στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης δεν προβλέπεται έως το 2027, καθώς η πανδημία του κορωνοϊού είχε ως αποτέλεσμα την ανάσχεση στα κέρδη των προηγούμενων ετών αναφορικά με το προσδόκιμο της επιβίωσης, κυρίως δε των μεγάλων σε ηλικία συνταξιούχων.
Αναλυτικά, στη νομοθεσία μας το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης είναι συνδεδεμένο με το προσδόκιμο της επιβίωσης στα 65 χρόνια. Η εξέταση του αντίστοιχου ορίου γίνεται κάθε τρία χρόνια. Εγινε το 2023 και διαπιστώθηκε ότι το προσδόκιμο της επιβίωσης στα 65 έτη δεν αυξήθηκε στην Ελλάδα, λόγω της πανδημίας. Η επόμενη επανεξέταση θα γίνει το 2027 και μέχρι τότε, δεν πρόκειται να αλλάξει απολύτως τίποτα, όπως επισημαίνει σε όλους τους τόνους η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας. Να σημειωθεί ότι, σήμερα, για να μπορεί κάποιος να πάρει σύνταξη, πρέπει να έχει τουλάχιστον 15 έτη ασφαλιστικών εισφορών και να είναι τουλάχιστον 62 ετών. Αν έχει 40 χρόνια εισφορών, η σύνταξη καταβάλλεται χωρίς καμία περικοπή.
Η πανδημία μείωσε προσωρινά το προσδόκιμο επιβίωσης των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άμεσα ανάγκη για αναπροσαρμογή των ορίων.
Αν δεν έχει 40 χρόνια εισφορών και θελήσει να βγει στη σύνταξη, μετά τα 62 και πριν τα 67, υφίσταται περικοπή ίση με 1/240 της εθνικής σύνταξης για κάθε μήνα λιγότερο από το θεωρητικό μέγιστο των 40 ετών. Στα 67 έτη, κάποιος που πληροί τις προϋποθέσεις της 15ετίας συνταξιοδοτείται, χωρίς περικοπή της εθνικής σύνταξης.
Σε πλήρη σύνταξη νωρίτερα από την ηλικία των 62 ετών μπορούν να βγουν όσοι είναι στις Ενοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, όπου το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης είναι στα 60 έτη, καθώς και οι εργαζόμενοι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Στο μεσοδιάστημα έως το 2027, βέβαια, και καθώς το ελληνικό δημόσιο σύστημα ασφάλισης επηρεάζεται άμεσα από τις δημογραφικές εξελίξεις, δεδομένου ότι η πληρωμή των παροχών βασίζεται σχεδόν κατά τρόπο καθολικό στις εισφορές των ήδη απασχολουμένων, αποτελεί στοίχημα για την κυβέρνηση, αφενός η αύξηση των απασχολουμένων με την ένταξη των γυναικών, των νέων, των ΑμεΑ και των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας, αφετέρου η εξέλιξη του ύψους των μισθών στο σύνολο της οικονομίας, καθώς αποτελούν τη βάση επιβολής των εισφορών, επηρεάζοντας θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με το ύψος τους, τα έσοδα του συστήματος.
Οπως επισημαίνουν άλλωστε ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος διαδραματίζουν τα μέτρα που λαμβάνονται στην κατεύθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της διόρθωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών, ώστε να επιτυγχάνονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, αύξηση της απασχόλησης και των μισθών και, μέσω αυτών, ενίσχυση των εσόδων του συστήματος.