Τα επιτόκια, ο φόβος της ύφεσης και η δυσκολία της χρονικής στιγμής
Η μείωση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, αντικατοπτρίζει τον φόβο ότι η οικονομία είχε πάρει τον δρόμο για σοβαρή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης. Ας σημειωθεί ότι η αγορές περίμεναν μείωση μόνο κατά το ¼ της ποσοστιαίας μονάδας. Η απόκλιση είναι μεγάλη και υπογραμμίζει το βάσιμο της πρόβλεψης.
Με την απόφαση της, η FED πήγε κόντρα στον Τραμπ, που πάντως ερμήνευσε την μείωση ως πράξη που ευνοεί την αντίπαλο του Χάρις. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στο θέμα της οικονομίας, ο πρώην πρόεδρος υπερτερεί των δημοκρατικών, καθώς ο Biden χρεώνεται για τον πληθωρισμό. Το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα αγνόησε την μήνη του Τραμπ, υπογραμμίζει πόσο πολύ φοβήθηκε την προοπτική μιας οικονομίας που θα έδινε πολύ λίγη ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα, υπήρχε κι ένας παράγων ακόμη που φαίνεται ότι επηρέασε – άσχετα αν τα πρακτικά της συνάντησης θα το δείξουν ή όχι όταν δημοσιευτούν – κι αυτός είναι ο φόβος ότι αν ο Τραμπ επανεκλεγεί και ακολουθήσει την ίδια πολιτική που είχε στην τετραετία του, τότε οι ΗΠΑ θα ζήσουν την εμφάνιση υψηλών πληθωριστικών πιέσεων. Πάνω από 400 οικονομολόγοι και κυβερνητικοί παράγοντες προειδοποίησαν γι’ αυτό με κοινή δημόσια επιστολή τους. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η δήλωση του Larry Summers, που επίσης εξέφρασε τους ίδιους φόβους.
Στην ίδια λογική κινήθηκε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Δεν είναι τυχαία η δήλωση της Lagarde ότι η απόφαση του Δ.Σ. για μείωση των επιτοκίων ήταν ομόφωνη. Το φάσμα της οικονομικής επιβράδυνσης ήταν άμεσα ορατό, κατά τις εκτιμήσεις τους, και έτσι η Ευρώπη συμβάδισε με την Αμερική.
Και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος είναι κοινός: μία ομαλή προσγείωση της οικονομίας (soft landing). Με άλλα λόγια οι μειώσεις δεν θα σταματήσουν την επιβράδυνση, αλλά θα την φέρουν ομαλά και χωρίς να χαθούν οι προϋποθέσεις ανάκαμψης. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς οι οικονομολόγοι δεν έχουν καταφέρει να πετύχουν τέτοιους ακριβείς χειρισμούς. Έτσι, πολλές φορές υπάρχει υστέρηση ή υπερκέραση του στόχου — αυτό ισχύει και τώρα.
Ως προς τις εξελίξεις, πολλά βέβαια—αν όχι όλα– θα κριθούν από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και τις εκλογές στις ΗΠΑ. Η παγκόσμια οικονομία κινείται με ένα τεράστιο βάρος ρευστότητας 14 φορές την αξία της ετήσιας παραγωγής και σχεδόν έξη φορές την αξία του παραγωγικού δυναμικού της. Όλες οι κυβερνήσεις τείνουν να υιοθετούν μέτρα τόνωσης της οικονομίας αμέσως μόλις εμφανιστεί η παραμικρή υποψία επιβράδυνσης, ακόμη κι όταν η οικονομία είναι σε ανοδική φάση. Αυτό αυξάνει την παγκόσμια ρευστότητα και, χειρότερα, επιτρέπει να επιβιώνουν μη παραγωγικές, μη ανταγωνιστικές παραγωγικές μονάδες. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν οι δύο κεντρικές τράπεζες βιάστηκαν ή όχι να μειώσουν τα επιτόκια;
Διαβάστε επίσης
Στην κόψη του ξυραφιού Ισραήλ, Ιράν και ΗΠΑ
Η μείωση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, αντικατοπτρίζει τον φόβο ότι η οικονομία είχε πάρει τον δρόμο για σοβαρή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης. Ας σημειωθεί ότι η αγορές περίμεναν μείωση μόνο κατά το ¼ της ποσοστιαίας μονάδας. Η απόκλιση είναι μεγάλη και υπογραμμίζει το βάσιμο της πρόβλεψης.
Με την απόφαση της, η FED πήγε κόντρα στον Τραμπ, που πάντως ερμήνευσε την μείωση ως πράξη που ευνοεί την αντίπαλο του Χάρις. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στο θέμα της οικονομίας, ο πρώην πρόεδρος υπερτερεί των δημοκρατικών, καθώς ο Biden χρεώνεται για τον πληθωρισμό. Το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα αγνόησε την μήνη του Τραμπ, υπογραμμίζει πόσο πολύ φοβήθηκε την προοπτική μιας οικονομίας που θα έδινε πολύ λίγη ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα, υπήρχε κι ένας παράγων ακόμη που φαίνεται ότι επηρέασε – άσχετα αν τα πρακτικά της συνάντησης θα το δείξουν ή όχι όταν δημοσιευτούν – κι αυτός είναι ο φόβος ότι αν ο Τραμπ επανεκλεγεί και ακολουθήσει την ίδια πολιτική που είχε στην τετραετία του, τότε οι ΗΠΑ θα ζήσουν την εμφάνιση υψηλών πληθωριστικών πιέσεων. Πάνω από 400 οικονομολόγοι και κυβερνητικοί παράγοντες προειδοποίησαν γι’ αυτό με κοινή δημόσια επιστολή τους. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η δήλωση του Larry Summers, που επίσης εξέφρασε τους ίδιους φόβους.
Στην ίδια λογική κινήθηκε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Δεν είναι τυχαία η δήλωση της Lagarde ότι η απόφαση του Δ.Σ. για μείωση των επιτοκίων ήταν ομόφωνη. Το φάσμα της οικονομικής επιβράδυνσης ήταν άμεσα ορατό, κατά τις εκτιμήσεις τους, και έτσι η Ευρώπη συμβάδισε με την Αμερική.
Και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος είναι κοινός: μία ομαλή προσγείωση της οικονομίας (soft landing). Με άλλα λόγια οι μειώσεις δεν θα σταματήσουν την επιβράδυνση, αλλά θα την φέρουν ομαλά και χωρίς να χαθούν οι προϋποθέσεις ανάκαμψης. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς οι οικονομολόγοι δεν έχουν καταφέρει να πετύχουν τέτοιους ακριβείς χειρισμούς. Έτσι, πολλές φορές υπάρχει υστέρηση ή υπερκέραση του στόχου — αυτό ισχύει και τώρα.
Ως προς τις εξελίξεις, πολλά βέβαια—αν όχι όλα– θα κριθούν από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και τις εκλογές στις ΗΠΑ. Η παγκόσμια οικονομία κινείται με ένα τεράστιο βάρος ρευστότητας 14 φορές την αξία της ετήσιας παραγωγής και σχεδόν έξη φορές την αξία του παραγωγικού δυναμικού της. Όλες οι κυβερνήσεις τείνουν να υιοθετούν μέτρα τόνωσης της οικονομίας αμέσως μόλις εμφανιστεί η παραμικρή υποψία επιβράδυνσης, ακόμη κι όταν η οικονομία είναι σε ανοδική φάση. Αυτό αυξάνει την παγκόσμια ρευστότητα και, χειρότερα, επιτρέπει να επιβιώνουν μη παραγωγικές, μη ανταγωνιστικές παραγωγικές μονάδες. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν οι δύο κεντρικές τράπεζες βιάστηκαν ή όχι να μειώσουν τα επιτόκια;
Διαβάστε επίσης
Στην κόψη του ξυραφιού Ισραήλ, Ιράν και ΗΠΑ