Τα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια αγνοούν την πολιτική αστάθεια – Οικονομικός Ταχυδρόμος
Παρά τους κλυδωνισμούς στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, οι επενδυτές συνεχίζουν να ποντάρουν σε θετική έκβαση.
Η δικαιολογητική βάση της επενδυτικής αισιοδοξίας εδράζεται στην εκρηκτική συμπεριφορά του γερμανικού χρηματιστηριακού δείκτη DAX40.
Ο οποίος, παραδόξως, αφενός υπεραποδίδει έναντι όλων των ευρωπαϊκών για το απερχόμενο 2024 με απόδοση +21%, αφετέρου βρίσκεται στα ιστορικά του υψηλά.
Προς επίρρωσιν, η απόδοση του πανευρωπαϊκού Eurostoxx50 προσεγγίζει το +9%, του ισπανικού 35άρη το +15%, του ιταλικού 40άρη το +13%, του ελληνικού Γενικού Δείκτη το +12%, ενώ ακόμα και η μικρή κεφ/ση της Ευρώπης δεν κατάφερε να δει κέρδη στον 600άρη της πάνω από 2%.
Η παραπάνω εικόνα, αν και δεν μπορεί να επιβεβαιώσει από μόνη της ότι ο κίνδυνος έχει αμβλυνθεί, ωστόσο δεν προσιδιάζει κρίση. Διαφορετικά λογιζόμενο, εάν οι επενδυτές θεωρούσαν ότι μια κατάρρευση δημοσιονομικού χαρακτήρα στην ήδη πληγωμένη ΕΥρωζώνη θα είχε μεγάλες πιθανότητες, σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Έτι περαιτέρω, ο γαλλικός χρηματιστηριακός δείκτης CAC40 βρέθηκε σε μεγαλύτερες πιέσεις, καταγράφοντας αρνητική απόδοση -2% στο εξεταζόμενο διάστημα. Και αυτό φαντάζει λογικό αν αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων αφορούν σε εκείνην, λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος και της αδυναμίας επίλυσης της πολιτικής ασάφειας έως και το καλοκαίρι του 2025. Παράλληλα, βρίσκεται ήδη σε ένα είδος δημοσιονομικού γκρεμού, καθώς το χρέος της έχει ήδη εκτραπεί ως προς τα προαπαιτούμενα της Συνθήκης του Μαααστριχτ, χωρίς να μπορεί να “επαναδιαπραγματευτεί” ελέω της προαναφερθείσας πολιτικής αστάθειας.
Εξάλλου, το πρόβλημα που προέκυψε στη Γερμανία όταν και κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός του Καγκελάριου, Όλαφ Σολτς, οδηγεί τη χώρα σε πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου του 2025. Τα πολιτικά πράγματα στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης είναι πιο “τακτοποιημένα”, και οι απόψεις των αναλυτών συγκλίνουν στο ότι δεν θα υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις, ή αλλιώς ότι “όλα είναι θέμα χρόνου” για να επιλυθούν.
Άλλο είναι το ζήτημα στις αγορές κρατικών ομολόγων.
Παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ έχει μειώσει δραστικά τα επιτόκια αναφοράς και συνεχίζει να κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, οι αποδόσεις των ομολόγων δεν έχουν ακολουθήσει, ή έστω στην ένταση που θα αναμενόταν σε ..πιο κανονικές συνθήκες.
Εν ολίγοις, η συντριπιτική πλειοψηφία των κρατικών ομολόγων αποδίδει σε θεωρητική αποτίμηση σε ύψος επιτοκίου της ΕΚΤ προ των μειώσεων, ενώ παράλληλα υφίστανται και στρεβλώσεις σε όρους σύγκρισης μεταξύ χωρών, όπως το ανεπανάληπτο να εξισωθεί η απόδοση του γαλλικού 10ετούς με εκείνη του δικού μας.
Ένα ακόμα ζήτημα που απασχολεί τους ομολογιούχους είναι η απευθείας σύγκριση των αποδόσεων σε ευρώ με εκείνη σε δολάριο, μιλώντας συγκεκριμένα για κρατικό χρέος.
Αν δεχτούμε νομοτελειακά ότι ο κίνδυνος του εκδότη ή άλλος συστημικού χαρακτήρα εκλείπει στις ΗΠΑ, και με το δολάριο να παραμένει (και να προεξοφλείται) ισχυρότερο του ευρώ, η τοποθέτηση στα αμερικανικά ομόλογα ή έντοκα μάλλον είναι καλύτερη επιλογή στις τρέχουσες συνθήκες. Δεν πρέπει να αμελείται το γεγονός ότι τα αμερικανικά βλέπουν αποδόσεις άνω του 4%, όταν το γερμανικό αναφοράς οριακά αποδίδει 2%, ενώ παράλληλα “τρέχει” και η αβεβαιότητα που ανελύθη στα παραπάνω.
Και με τον Τrump στο τιμόνι των ΗΠΑ, το δολάριο ίσως αργήσει να κατέβει από τον θρόνο του, κάτι που μοιραία δίνει στην Ευρώπη ρόλο κομπάρσου, περιμένοντας μάλιστα και τους επιπλέον δασμούς που θα την επιβαρύνουν.
Σε όλα αυτά, το κρισιμότερο όλων στέκει η ενδεχόμενη απόφαση (ή όχι) της ΕΚΤ να εκκινήσει το πελώριο πακέτο χρηματοδότησης υπό την έκθεση Draghi. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα αλλάξουν αρκετά πράγματα.