Θάβοντας την Ελλάδα | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Θάβοντας την Ελλάδα Είναι λογικό να μην αντιλαμβάνεται τι λέει. Οταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό διαρκή εποπτεία και οι σύντροφοί του τη χαρακτήριζαν «αποικία χρέους», εκείνος ήταν στην Αμερική και ζούσε το ρεπουμπλικανικό πολιτικό του όνειρο. Οταν η Ελλάδα ήταν διεθνώς απαξιωμένη και αντιμετωπιζόταν από εταίρους και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ως προβληματικός παρίας, ο Στέφανος […]
Απ’ όλες τις αντιπολιτευτικές στρατηγικές, εκείνη που βάζει τη χώρα στο ρινγκ είναι πάντα η λιγότερο κατάλληλη.
Είναι λογικό να μην αντιλαμβάνεται τι λέει. Οταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό διαρκή εποπτεία και οι σύντροφοί του τη χαρακτήριζαν «αποικία χρέους», εκείνος ήταν στην Αμερική και ζούσε το ρεπουμπλικανικό πολιτικό του όνειρο. Οταν η Ελλάδα ήταν διεθνώς απαξιωμένη και αντιμετωπιζόταν από εταίρους και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ως προβληματικός παρίας, ο Στέφανος Κασσελάκης έχτιζε στο εξωτερικό την περιουσία που σήμερα του επιτρέπει να αγοράζει πολυτελή αθηναϊκά ακίνητα και να δανείζει κεφάλαια στον ΣΥΡΙΖΑ. Η δεκαετία της κρίσης που έφερε την οικονομία της χώρας στον γκρεμό, προσβάλλοντας το κύρος της τελευταίας και δοκιμάζοντας με αλησμόνητο τρόπο τις αντοχές του κοινωνικού και πολιτικού σώματος, του πέρασε μάλλον απαρατήρητη, γιατί είχε την πολυτέλεια να τη ζήσει εξ αποστάσεως. Ζητώντας λοιπόν σήμερα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκλογές με διεθνείς παρατηρητές, επειδή τάχα δεν εμπιστεύεται στην κυβέρνηση τη διεξαγωγή τους (λες και η κυβέρνηση είναι αυτή που τις διεξάγει), νομίζει ότι λέει κάτι προωθημένο και σωστό· δεν υποψιάζεται ότι στην πραγματικότητα θίγει την ικανότητα ενός προσφάτως και κοπιωδώς ανακύψαντος κράτους να επιτελεί στοιχειώδεις δημοκρατικές λειτουργίες που, στη μεταπολιτευτική ιστορία του, ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν· δεν καταλαβαίνει ότι κηλιδώνει το προφίλ μιας χώρας που ακόμη έχει τεράστια ανάγκη να διατηρεί καλό προφίλ, για να την παίρνουν στα σοβαρά όσοι πρέπει να την παίρνουν στα σοβαρά. Ισως και να μην τον νοιάζει, βέβαια.
Χωρίς επίγνωση
Ο Στέφανος Κασσελάκης έχει, γενικότερα, προβληματική αντίληψη των πραγμάτων και του εαυτού του. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το γεγονός ότι δεν συλλαμβάνει τη φαιδρότητα φαινομένων, όπως η ολιγοήμερη θητεία του (την οποία κιόλας βρίσκει επωφελές να προβάλλει) ή η ακουσίως κωμική πρόταση που απηύθυνε στον Κυριάκο Μητσοτάκη για «έξοδο με αξιοπρέπεια» (καμία συναίσθηση των μεγεθών και της δημοσκοπικής συγκυρίας). Συνεπώς, δεν εκπλήσσει ιδιαίτερα η αδυναμία του να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική αντιπαράθεση με όρια και στην αντιπαράθεση που υπερβαίνει τα όρια· δεν εκπλήσσει η αδυναμία του να διακρίνει πότε ένα πολιτικό χτύπημα πλήττει τον στόχο του και πότε αυτόν που το δίνει. Δεν βοηθούν και οι σύμβουλοί του· η δήλωση του Νικόλα Φαραντούρη πως θα ήταν ευχής έργον αν η Ευρωπαία εισαγγελέας έριχνε την κυβέρνηση είναι ενδεικτική μιας πολιτικής κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από τραγική έλλειψη μέτρου: να βλάψουμε τον αντίπαλο κι ας ξεχαρβαλώσουμε τη θεσμική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της χώρας. Αλλωστε ποιο κόμμα έβγαζε φλύκταινες μέχρι πριν από λίγα χρόνια μπροστά στην παραμικρή υποψία ευρωπαϊκού παρεμβατισμού; Ενας άλλος ΣΥΡΙΖΑ, που πλέον δεν υπάρχει.
Μαλλιοτραβήγματα
Η ιστορία του εθνικού ξεφωνητού, ωστόσο, δεν ξεκίνησε από τον Στέφανο Κασσελάκη. Τα αποδοκιμαστικά ψηφίσματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι εκκλήσεις για περικοπή ευρωπαϊκών κονδυλίων προς την Ελλάδα και τα φυτευτά άρθρα περί ανελεύθερης χώρας, χώρας-δολοφόνου προσφύγων κ.λπ. στον ξένο Τύπο, προηγήθηκαν, έχοντας δημιουργήσει ένα ολόκληρο αφήγημα ιερού σκοπού που αγιάζει τα μέσα. Τα μέσα είναι, προφανώς, οι ενέργειες καταγγελίας της χώρας και του «καθεστώτος» που τη λυμαίνεται· ο ιερός σκοπός ποιος να είναι άραγε; Να θεραπεύσει ο Μητσοτάκης όλες τις εθνικές ανωμαλίες ωθούμενος από κάποιο αίσθημα ντροπής; Να μειωθεί –διά της υστερίας– το ιλιγγιώδες εκλογικό χάσμα που χωρίζει την αντιπολίτευση από την κυβέρνηση; Αυτό που δεν έχουν καταλάβει όσοι αρνούνται να εξαιρέσουν τη φήμη της χώρας τους από το μικροκομματικό μαλλιοτράβηγμα είναι ότι, όσο κι αν την καταρρακώσουν, ούτε οι ίδιοι ούτε η χώρα θα βγουν ευνοημένοι. Το «καθεστώς Μητσοτάκη» δεν θα «πέσει» με κακογλωσσιά κατά της Ελλάδας εν γένει, αλλά με εκλογές, όταν έρθει η ώρα.
Εικόνα και ουσία
Την πόρτα του ευρωπαϊκοφανούς λαϊκισμού, βέβαια, δεν την άνοιξαν οι λαϊκιστές. Οι συνωμοσίες που φαντασιώνεται η Ν.Δ. εναντίον της είναι σε μεγάλο βαθμό αποκυήματα του πολιτικού της ναρκισσισμού. Αν η Ελλάδα δίνει την εικόνα υπανάπτυκτης χώρας στο εξωτερικό, δεν φταίνε μόνο εκείνοι που μεταφέρουν τα μαντάτα της υπανάπτυξης (όπως είναι ή διογκωμένης), αλλά κι εκείνοι που δίνουν στους μαντατοφόρους τη σχετική αφορμή. Πριν μας απασχολήσει λοιπόν η εικόνα της υπανάπτυξης, πρέπει να ενδιαφερθούμε για την ουσία της: αν οι θεσμοί της χώρας λειτουργούσαν ως ώφειλαν, ποιος θα μπορούσε να τη διασύρει; Αν οι πολίτες είχαν εμπιστοσύνη στο κράτος, ποιο πολιτικό κέρδος θα εισέπρατταν όσοι αναζητούν την ελληνική σωτηρία εκτός συνόρων;
Αυτοτιμωρία
Τα πράγματα για την κυβέρνηση θα ήταν πιο εύκολα αν έκανε τη δουλειά της καλύτερα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει πρόβλημα με την απελπισμένη αντιπολίτευσή του· με τους πολίτες έχει. Αυτοί είναι που αποσύρουν σιγά σιγά την εμπιστοσύνη τους από τη Ν.Δ. Αυτοί είναι που μετά τα Τέμπη (κι έχοντας ανεχθεί πολλά ακόμη) διακρίνουν στη θέση του ευνομούμενου κράτους να εγκαθίσταται σταδιακά μια τεχνολογία διάσωσης κομματικού συμφέροντος. Αν δεν αυτοτιμωρηθεί τώρα, η Ν.Δ. θα τιμωρηθεί αργότερα και αυστηρότερα από τους πολίτες· ας αποφασίσει τι προτιμά, αλλά ας μην έχει την ψευδαίσθηση ότι θα βγει αλώβητη από την κατάσταση.