Θετική εξέλιξη για Ελλάδα από S&P – Αναβάθμισε το outlook σε θετικό
Το outlook του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικό από σταθερό αναβάθμισε η Standard & Poor’s, διατηρώντας την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας ΒΒΒ-.
Το outlook του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικό από σταθερό αναβάθμισε η Standard & Poor’s, διατηρώντας την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας ΒΒΒ-. Συνιστά δημοσιονομική πειθαρχία και προειδοποιεί για γεωπολιτικούς κινδύνους.
H Standard & Poor’s αναβάθμισε το outlook του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικό από σταθερό, διατηρώντας την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας ΒΒΒ-, τονίζοντας πως η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να συνεχιστεί με την προώθηση μεταρρυθμίσεων, ενώ προειδοποιεί και για πιθανούς γεωπολιτικούς κινδύνους.
Ο οίκος στην ανάλυση του δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μεγάλη «βεντάλια» της διαρθρωτικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας της κυβέρνησης και την αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών και δυσλειτουργιών, ενώ πραγματοποιεί ειδική μνεία στο γεγονός πως, παρά την πρόσβαση επιβράδυνση των οικονομικών στοιχείων, η ελληνική ανάπτυξη ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, μια τάση που εκτιμάται πως θα συνεχιστεί, ενώ «ο πολύ υψηλός λόγος καθαρού χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας που ίσχυε προηγουμένως, βελτιώνεται και θα πρέπει να εξακολουθήσει να υποχωρεί».
Το ελληνικό χρέος υποχωρεί και θα συνεχίσει να μειώνεται, εφόσον – όπως εκτιμάται – η δημοσιονομική πειθαρχία και οι σχετικά ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης αποδώσουν καρπούς, με αποτέλεσμα, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, η S&P να αποφασίζει να προχωρήσει σε αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από σταθερό σε θετικό.
Ανοδικό και καθοδικό σενάριο
Παράλληλα, στο ανοδικό σενάριό της η S&P προσδοκά πως το πολύ υψηλό χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται εάν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για δημοσιονομική πειθαρχία και σχετικά υψηλή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, ενώ μάλιστα, θα μπορούσε να αναβαθμίσει την αξιολόγηση εντός των επόμενων 24 μηνών εάν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχωρήσει περαιτέρω πλησιάζοντας έτσι τα επίπεδα έτερων κρατών. «Οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να το πετύχουν με έναν συνδυασμό οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, πλήρους ανάπτυξης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλη χρονική περίοδο» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
«Πιστεύουμε πως οι αρχές μπορούν να το πετύχουν μέσα από έναν συνδυασμό συνεχιζόμενων διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, μαζί με την πλήρη ανάπτυξη των σημαντικών κονδυλίων του NextGenerationEU που θα είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα, αλλά και την σταθερή επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων κατά την περίοδο αυτή» συμπληρώνεται στο report. Το καθοδικό σενάριο με επαναφορά του outlook της οικονομίας σε σταθερό και πάλι με ορίζοντα 24 μηνών, θα μπορούσε να συμβεί εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιδεινωθούν σημαντικά, πέραν των προβλεπόμενων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λάβει χώρα, όπως εξηγείται, αν για παράδειγμα οι γεωπολιτικές και εξωτερικές πιέσεις πλήξουν την Ελλάδα πιο βαριά από ό,τι εκτιμάται.
Ανάπτυξη
Κατά τη γνώμη του οίκου αξιολόγησης, ο βασικός κίνδυνος εφαρμογής είναι να εμφανιστεί το φαινόμενο της μεταρρυθμιστικής «κόπωσης» πριν αναληφθεί η κατάλληλη δράση, ιδιαίτερα εάν τα βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα δεν γίνονται αισθητά σε όλη την κοινωνία. Τα οικονομικά στοιχεία τα τελευταία τρίμηνα ήταν ελαφρώς χειρότερα από ό,τι ανέμενε ο αμερικανικός οίκος, με το πραγματικό ΑΕΠ να επεκτείνεται κατά ένα υγιές 2% για το 2023. Τα δημοσιονομικά έσοδα, από την άλλη πλευρά, δεν έχουν αμβλυνθεί, με τα ενοποιημένα εγχώρια φορολογικά έσοδα να αυξάνονται κατά 6,2% το 2023. Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το συνδυασμό του ακόμη υψηλού πληθωρισμού πέρυσι και των «μερισμάτων» από τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιοποίησης και της φορολογικής συμμόρφωσης.
Ο οίκος προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά μέσο όρο 2,4% την περίοδο 2024-2027, αντανακλώντας την ενίσχυση των επενδύσεων μέσω και των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, τη βελτιωμένη κατάσταση των νοικοκυριών και των τραπεζών αλλά και το ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμη 22% μικρότερη από ό,τι πριν την κρίση χρέους.
Επιπροσθέτως, αναφέρει ότι όπως και άλλες μικρές και ανοιχτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στις μεταβολές και τους «ανέμους» της παγκόσμιας οικονομίας και τα γεωπολιτικά ρίσκα, όπως μια πιθανή επιβράδυνση που θα μπορούσε να επηρεάσει τους σημαντικούς τομείς του τουρισμού και της ναυτιλίας, αλλά και μια αιφνίδια νέα εκτίναξη στις τιμές της ενέργειας. «Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την βελτιωμένη δυναμική του ελληνικού αξιόχρεου» δηλώνει, συμπληρώνοντας πως το rating περιορίζεται ακόμη από τα ακόμη υψηλά επίπεδα χρέους και τη σχετικά αδύναμη ρευστότητα στην οικονομία.
Κλειδί οι μεταρρυθμίσεις
Σύμφωνα με τον S&P, η αύξηση των επενδυτικών ροών που συνδέονται με έργα του Ταμείου Ανάκαμψης θα στηρίξει την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ την περίοδο 2024-2027, η οποία εκτιμάται ότι θα κινηθεί κατά μέσο όρο στο 2,4%, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει να προωθεί ευρεία ατζέντα μεταρρυθμίσεων και, έχοντας απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι απίθανο να αντιμετωπίσει σημαντικά νομοθετικά εμπόδια στην εφαρμογή της πολιτικής της.
Oι βασικοί τομείς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι οι ακόλουθοι σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης:
Ιδιωτικοποιήσεις και τραπεζικό σύστημα: Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έχει πλέον εκφορτώσει τα μερίδιά του σε τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (και πούλησε ένα μεγάλο μέρος του μεριδίου του στην τελευταία), σηματοδοτώντας περαιτέρω εξομάλυνση στον ελληνικό τραπεζικό τομέα και επιστροφή 2,9 δισ. ευρώ στο κράτος από τον Οκτώβριο. Επιπρόσθετα οι φετινές ιδιωτικοποιήσεις έχουν στόχο έσοδα 5 δισ. ευρώ, με τις πωλήσεις αυτοκινητοδρόμων και λιμανιών είτε να έχουν πραγματοποιηθεί είτε να βρίσκονται σε εξέλιξη. Η πλήρης αποεπένδυση του ΤΧΣ και η αντιμετώπιση προβλημάτων που εξακολουθούν να υπάρχουν σε μη συστημικές τράπεζες, αποτελούν βασικά ορόσημα που δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί.Δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις: Επικεντρώνονται στην ψηφιοποίηση και τη συμμόρφωση και ειδικότερα, στην υποχρέωση διασύνδεσης των POS με τις ταμειακές μηχανές για τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας από την 1η Απριλίου, κάτι που θα πρέπει να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της παραοικονομίας.Μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος: Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και ευρύτερες προστριβές στο δικαστικό σύστημα παρεμποδίζουν το κράτος δικαίου, το επενδυτικό περιβάλλον και συνεπώς, τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Οι αλλαγές που έγιναν στις αρχές του 2024 ενθαρρύνουν τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς σε διάφορους τύπους υποθέσεων, ενώ ευρύτερη ρύθμιση που στοχεύει σε διάφορους τομείς του νομικού συστήματος αναμένεται να εγκριθεί εντός του έτους.Άλλες μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με την υγεία, τη γη, την αγορά προϊόντων και τον ανταγωνισμό συζητούνται, καθεμία από τις οποίες έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας εάν εφαρμοστεί με επιτυχία.
«Μαζί με το πιθανό οικονομικό τους όφελος, η συνεχής προώθηση των μεταρρυθμίσεων θα επιτρέψει επίσης ξεκλείδωμα των κεφαλαίων του RRF ως μέρος του NextGenerationEU. Η περίοδος υλοποίησης του RRF διαρκεί επίσημα μέχρι το τέλος του 2026, οπότε απαιτείται η απορρόφηση των επιχορηγήσεων ή διαφορετικά θα χαθεί (τα συνδεόμενα δάνεια έχουν τρία επιπλέον έτη για να δαπανηθούν, δηλαδή μέχρι το 2029). Ωστόσο, δεν αποκλείεται παράταση στην προθεσμία του 2026», τονίζει ο οίκος.
Η S&P ξεκαθαρίζει πως η πλήρης αξιοποίηση των κεφαλαίων του RRF θα επιτρέψει στην Ελλάδα να σημειώσει πρόοδο στην επίτευξη ενός από τους βασικούς στόχους πολιτικής της για αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, που επί του παρόντος βρίσκεται στο 13,9%. «Αφού κυμαίνονταν γύρω στο 11% όλα τα χρόνια μετά την κρίση χρέους, οι επενδύσεις τελικά αρχίζουν να ανακάμπτουν, αλλά παραμένουν πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (22,2% το 2023) και τα επίπεδα της Ελλάδας πριν από την κρίση (23,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2009) εξηγεί».
Ωστόσο, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε το 2023, υποχωρώντας στο 2,0% από 5,6% το 2022. Παρά τα υποσχόμενα σημάδια στις αρχές του έτους, οι επενδύσεις μειώθηκαν το τελευταίο τρίμηνο. Οι εξαγωγές, από την άλλη πλευρά, ήταν πιο σταθερές, κυρίως χάρη στη χρονιά ρεκόρ για τις τουριστικές ροές. Το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς είναι πιθανό να ασκήσει κάποια επιβράδυνση στην ανάπτυξη, καθώς η συμβολή στην ανάπτυξη τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τα νοικοκυριά μειώθηκε σημαντικά το 2023.
Ο οίκος προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί στο 2,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2027, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό μια σημαντική αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας. Η πτώση της ανεργίας, η αύξηση των πραγματικών μισθών, η υγιής τουριστική ζήτηση και οι βελτιώσεις των ισολογισμών σε ολόκληρη την οικονομία θα ενισχύσουν επίσης την άνοδο του ΑΕΠ. Η οικονομία της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι 22% μικρότερη από την κορύφωση πριν από την κρίση χρέους και το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει άφθονο περιθώριο για τη διατήρηση της ανάπτυξης πάνω από τις χώρες της ευρωζώνης.
Ο μεγάλος, ευέλικτος και ανταγωνιστικός ναυτιλιακός τομέας της Ελλάδας περιπλέκει την ανάλυση της ευρύτερης οικονομίας, καθώς αντιπροσωπεύει ένα αρκετά μέτριο μερίδιο της απασχόλησης και της προστιθέμενης αξίας, αλλά αποτελεί το μεγαλύτερο μερίδιο του εξωτερικού χρέους του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Εξηγεί επίσης μια μεγάλη συνιστώσα του εξωτερικού δανεισμού και των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία μέσω ξένων θυγατρικών (καθώς και ασταθή στοιχεία εισαγωγών και σημαντικές επανεξαγωγές).
Πιθανός ο στόχος πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος φέτος
Οι ισχυρές επιδόσεις στα έσοδα οδηγούν σε αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, αν και οι πιέσεις στις δαπάνες σύντομα θα αντισταθμίσουν περαιτέρω κέρδη, ενώ το πολύ μεγάλο απόθεμα δημόσιου χρέους της Ελλάδας μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ και έχει πολύ ευνοϊκό προφίλ όσον αφορά τη διάρκεια και το κόστος των τόκων, σύμφωνα με την S&P.
Αν και μετριάζεται, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει αυξημένο και προβλέπουμε ότι θα διατηρηθεί κατά μέσο όρο στο 5,3% την περίοδο 2024-2027. «Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας παραμένουν ισχυρές. Αναμένουμε ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο θα καλύψει τον μεσοπρόθεσμο στόχο της κυβέρνησης του 2,1% του ΑΕΠ φέτος, υποδεικνύοντας το τέλος της εντυπωσιακής περιόδου εξυγίανσης της Ελλάδας μετά την πανδημία. Η υπεραπόδοση των εσόδων ήταν κεντρικής σημασίας για τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, με τις προσπάθειες να αυξηθεί η ψηφιοποίηση να προσφέρει «μέρισμα» με τη μορφή υψηλότερης φορολογικής συμμόρφωσης» διευκρινίζει.
«Ενώ η Ελλάδα έχει μέχρι στιγμής επιτύχει να μειώσει το χάσμα στον ΦΠΑ (η διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εισπράξεων ΦΠΑ και των πραγματικών εσόδων ΦΠΑ, ένα μέτρο φορολογικής συμμόρφωσης), παραμένει χειρότερη από αντίστοιχες χώρες. Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων, αν και ο λόγος των συνολικών κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι ένας από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατικών κρατών που αξιολογούμε. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική πίεση για μείωση των φόρων και αναμένουμε ότι το ποσοστό των κρατικών εσόδων στο ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά, αν και κυρίως λόγω της προσδοκίας μας ότι η οικονομία θα επεκταθεί ταχύτερα από το κράτος» συμπληρώνει.
Για να επιτευχθούν οι φετινοί στόχοι οι αρχές συνέχισαν να επικεντρώνονται στη φορολογική συμμόρφωση και από την 1η Απριλίου έχουν επιβάλει τη χρήση μηχανημάτων POS για όλους τους τομείς της οικονομίας (τα μηχανήματα POS άρχισαν να συνδέονται αυτόματα με την αρχή εσόδων από πέρυσι). Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της εξυγίανσης είναι αποτέλεσμα παλαιότερων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2016 (Νόμος Κατρούγκαλου), που σημαίνει ότι ακόμη και σε ένα σενάριο χωρίς αλλαγή πολιτικής, η δημοσιονομική τροχιά της Ελλάδας θα συνεχίσει να βελτιώνεται.
«Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει περιθώρια να αυξήσει τις δαπάνες φέτος -σε τομείς όπως οι μισθοί του δημόσιου τομέα, οι εφάπαξ αυξήσεις των συντάξεων, η στοχευμένη περικοπή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τις οικογένειες και η αύξηση των χορηγήσεων σε δημόσιες επενδύσεις- πετυχαίνοντας παράλληλα τους δημοσιονομικούς στόχους. Υποθέτοντας ότι η κυβέρνηση θα καταφέρει να πετύχει τον πρωταρχικό στόχο του ελλείμματος φέτος, αναμένουμε ότι τα απροσδόκητα έσοδα θα διατεθούν στη μείωση των φόρων και στις δημόσιες επενδύσεις και όχι στη μείωση του χρέους» διαμηνύει.
«Δεδομένου ότι δεν αναμένουμε από την Ελλάδα να διολισθήσει ξανά σε αποπληθωριστικό έδαφος στο άμεσο μέλλον και σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση των βραχυπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και την ισχυρή δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα, ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ θα πρέπει να συνεχίσει να ομαλοποιείται» σημειώνει η S&P.
Μακροπρόθεσμα, οι δημογραφικές πιέσεις είναι πιθανό να υπονομεύσουν τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές στην Ελλάδα, μια σημαντική παράμετρος για τη βιωσιμότητα του χρέους και, ως εκ τούτου, υπογραμμίζει τη σημασία της συνεχούς δυναμικής στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και της διατηρήσιμης δημοσιονομικής σύνεσης εάν πρόκειται το χρέος να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τις χώρες της ευρωζώνης.
«Αν και πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση είναι πιθανό να σταματήσει να πετύχει καθαρά (μη πρωτογενή) πλεονάσματα, το εκτεταμένο πρόγραμμα ανταλλαγών του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) είναι πιθανό να μειώσει τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της Ελλάδας κατά περίπου 1 δισ. ευρώ σε κάθε ένα από τα επόμενα χρόνια. Σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης, εξακολουθούμε να αναμένουμε ονομαστικές μειώσεις καθαρού χρέους τα επόμενα χρόνια. Τα ταμειακά αποθέματα ασφαλείας είναι επίσης μεγάλα στην Ελλάδα, σήμερα ανέρχονται σε περίπου 33,6 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ). Αφαιρούμε τα ρευστά περιουσιακά στοιχεία από το ακαθάριστο δημόσιο χρέος στο βασικό δημοσιονομικό μας καθαρό δημόσιο χρέος, το οποίο εκτιμούμε ότι θα μειωθεί στο 119% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2027» αποσαφηνίζει.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας παραμένει πολύ χαμηλό στο 1,34% περίπου στο τέλος του 2023. Ωστόσο, αυτό είναι πιθανό να αρχίσει να αυξάνεται ακολουθώντας την τάση των διεθνών αγορών. Το σταθμισμένο μέσο κόστος του νέου δανεισμού εκτοξεύτηκε στο 3,7% το 2023 από 1,3% το 2022. Ωστόσο, το πρόγραμμα swaps του ΟΔΔΗΧ (το οποίο σε γενικές γραμμές αντισταθμίζει στην έκθεση στις αυξήσεις επιτοκίου) μαζί με την εξαιρετικά μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους της Ελλάδας (19,3 έτη στο τέλος του 2023), αποτελούν σημαντικούς μετριασμούς.
Έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – Τράπεζες
Κατά την S&P, ένα από τα βασικά παρατεταμένα τρωτά σημεία της Ελλάδας έγκειται στις αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες της χώρας, καθώς αν και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε αισθητά πέρυσι – υποχωρώντας στο 6,4% του ΑΕΠ από 10,3% το 2022 – περαιτέρω μεγάλες βελτιώσεις φαίνονται απίθανες στο εγγύς μέλλον.
«Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σημαντική πτώση της τιμής της ενέργειας, που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη βελτίωση του περασμένου έτους, είναι απίθανο να επαναληφθεί. Επιπλέον, αναμένουμε ότι η επενδυτική δραστηριότητα με βαριές εισαγωγές θα συνεχίσει να επιταχύνεται τα επόμενα χρόνια. Η περαιτέρω πρόοδος στην αντιμετώπιση της εξωτερικής αδυναμίας της Ελλάδας είναι πιθανό να εξαρτάται από την επιτυχία στη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας» διευκρινίζει.
Aναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες, ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει πως αφότου καθάρισαν περίπου 80 δισ. ευρώ από επισφαλή assets στο ενεργητικό από τους ισολογισμούς τους μετά το 2019, η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε μελλοντικούς κραδασμούς έχει βελτιωθεί σημαντικά. «Η πτώση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω από το 8% των συνολικών δανείων (από πάνω από 49% το 2016) αντανακλά κυρίως το πρόγραμμα Ηρακλής» αναφέρει μεταξύ άλλων και εκτιμά πως με τη βελτίωση της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα, η ιδιωτική πίστη άρχισε επιτέλους να επεκτείνεται σε καθαρούς όρους, αντιστρέφοντας την τάση συρρίκνωσης του καθαρού δανεισμού από το 2010.